Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Βοχέντα Μίνους, κεφάλαιο 1.1: Κάθαρση

Το σπίτι των Μίνους ήταν χτισμένο σε έναν από τους έντεκα λόφους της Ομός, θαμμένο στα δέντρα με τα κόκκινα λουλούδια που τα λένε σένιρι. Με το προστάτη του Ορ οδηγό, μπήκαμε κρυφά, χωρίς να μας δουν οι σκλάβοι του. Με άφησε σ’ ένα μικρό δωμάτιο και έφυγε για λίγο. Όταν γύρισε τον ακολουθούσαν οι δυο γιοι του, δυο παλικάρια με το Ορ χαραγμένο στο μέτωπό τους, μια μικρή ευθεία γραμμή στις ρίζες των μαλλιών. Δε με χαιρέτισαν, ήμουν νόθος και δε μου ταίριαζε τέτοια τιμή.
-Οι γιοι μου, είπε ο Άσντι Μίνους. Έλα μαζί μας.
Οι τρεις τους με πήγαν σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε με λουτρό κι εκεί, ενώ ο πατέρας τους διάβαζε φωναχτά το Έπος των Βασιλέων, οι δυο άντρες με έπλυναν από τα χώματα και τις λάσπες που στολίζουν το πρόσωπο ενός νόθου. Έτριψαν όλο μου το κορμί με κάποιο αρωματικό λάδι από το Ουδάν και με άφησαν γυμνό μπροστά στον πατέρα τους. Εκείνος τελείωσε το χωρίο που διάβαζε και με κοίταξε με τρόπο που κανείς δε με είχε κοιτάξει ποτέ ως τώρα.
-Είσαι ωραίος άντρας Νουρ Φατάγια, είπε. Χαίρομαι που το Ορ αποκαλύπτει στον κόσμο ένα τόσο ωραίο πρόσωπο όσο το δικό σου.
Με πλησίασε κρατώντας ένα μαύρο χιτώνα.
-Δέξου μαζί με το Χιτώνα της Μετάνοιας και το νέο σου όνομα, νόθε. Από ‘δω και πέρα θα είσαι ο Νουρ Μέλικ κι ετούτο το ένδυμα θα καλύψει τη γονική σου αμαρτία από τα μάτια των Βασιλέων.
Ντύθηκα χωρίς να μιλώ. Τι μπορεί να πει αυτός που του χαρίζουν ζωή;
-Χαίρε καινούριε άνθρωπε, είπαν τα δυο παλικάρια και μου χαμογέλασαν.
Με οδήγησαν σε άλλο δωμάτιο, όπου έστεκε ένας μεγάλος καθρέφτης.
-Στάσου μπροστά στον Καθρέφτη της Τιμής και προσευχήσου, διατάχτηκα. Εμείς θα ετοιμάσουμε την αίθουσα του Ορ.
Υπάκουσα. Γονάτισα μπροστά στον Καθρέφτη κι είπα την πρώτη προσευχή που έμαθα όταν ήμουν μωρό ακόμα στο Μικρό Οίκο, την Αρχή του Έπους των Βασιλέων:
-Ένας είναι ο Βασιλεύς και μια η Βασίλισσά του, αγαπητοί στους αιώνες των αιώνων. Λαμπρότητα και ταπεινοφροσύνη τα διαμάντια της κορώνας και του θρόνου τους. Έρωτας θεϊκός αρχέγονος, του Σύμπαντος κινητήρια δύναμις, ο κόμπος που τους δένει με τον κόσμο. Της Λατρείας του πνεύματος και της σάρκας και της καρδιάς ιερείς εσείς, ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα.
Σταμάτησα σαστισμένος. Το βλέμμα μου είχε πέσει πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια του καθρέφτη και μόνο τότε κατάλαβα τι εννοούσε ο Άσντι Μίνους όταν έλεγε πως είμαι ωραίος.
Σε όλη μου τη ζωή είχα ζήσει με το δέρμα και τα μαλλιά μου πασαλειμμένα με λάσπη, όπως άρμοζε σε κάποιον που έσπρωξε τους ανύπαντρους γονείς του να τον φέρουν στον κόσμο. Ποτέ δεν είχα δει το πρόσωπό μου καθαρό από τα παραμορφωτικά εξογκώματα που σχημάτιζε ο πυλός κι ήταν σαν να ‘βλεπα έναν ξένο απέναντί μου. Έναν ωραίο ξένο.
Τα χαρακτηριστικά μου ήταν ίδια με της μητέρας μου: μεγάλο μέτωπο, πυκνά μαύρα φρύδια, βλεφαρίδες χονδρές και γυαλιστερές. Τα μαγουλά μου, απαλλαγμένα από την πρώτη νιότη από τα γένια με ειδικές αλοιφές, είχαν το ροδαλό χρώμα της ντροπαλής ευχαρίστησης μιας νεαρής παρθένας. Το δέρμα μου ήταν άσπρο, σαν του πατέρα μου. Τα μάτια μου μόνο γνώρισα στον ξένο απέναντί μου, πρασινόμαυρα και περίεργα στο σχήμα, όπως πάντα. Και τα χείλη μου, λεπτά, είχαν ανεξίτηλη επάνω τους την πίκρα του νόθου.
Καμιά γυναίκα ποτέ, δε θα φιλούσε αυτά τα μάτια, για να δείξει το πάθος της. Κανένα χέρι δε θα ανακάτευε τα μαλλιά μου παιχνιδιάρικα. Και τα χείλη μου, ποτέ δε θα γεύονταν άλλα χείλη σε φιλιά ερωτικά. Ακόμη και με το Ορ στο μέτωπο, καμιά γυναίκα δε θα ένωνε τη ζωή της μαζί μου, πόσο μάλλον η περήφανη Ανκίς, που για την ευσέβειά της καμάρωνε ο πατέρας της. Όχι ο Άσντι Μίνους δεν είχε το δικαίωμα να θυσιάσει την κόρη του, για να μπορέσει να θυσιάσει και την άλλη. Ό,τι έκανα θα το έκανα για μένα, για να έχω σκοπό και να βοηθήσω την πατρίδα. Κι όταν η Βοχέντα θα ήταν έξω από το Μικρό Οίκο, θα την ακολουθούσα ως το Αρίν, να ρωτήσω με το ίδιο μου το στόμα το βασιλιά του Αρίν αν ήταν ο ίδιος καλός μου φίλος, ο άνθρωπος που με είχε σώσει από τους αγριεμένους Ντ’ους.
Τις σκέψεις μου διέκοψε το άνοιγμα της πόρτας κι ο ήχος των ελαφρών βημάτων μιας γυναίκας. Γύρισα, ήταν νέα και όμορφη, με βαθιά καστανά μάτια και μαύρα μαλλιά, πιασμένα με ένα δίχτυ στη βάση του αυχένα. Το δέρμα της ήταν λίγο πιο σκούρο από το κανονικό, ένα μπρούτζινο θαύμα και τα μπράτσα της χυτά, σα ζωντανός λειωμένος χαλκός. Με κοίταξε για λίγο με παράξενο βλέμμα κι ύστερα γονάτισε δίπλα μου, αφήνοντας στο πάτωμα το δίσκο που κρατούσε.
-Είμαι η Ανκίς, είπε και μια παιχνιδιάρικη λάμψη φώτισε τα μάτια της.
-Σε χαιρετώ, Ανκίς, απάντησα χαμηλώνοντας το βλέμμα. Τα δεκαεννέα ρεύματα μαζί σου. Είμαι ο Νουρ Μέλικ.
-Είσαι ο σύζυγος της Ανκίς όταν η Βοχέντα βγει από το Μικρό Οίκο, την άκουσα να λέει σιγανά.
-Α, όχι, όχι, επαναστάτησα και στην ταραχή μου ξέχασα ότι οι νόθοι έχουν τα μάτια χαμηλά μπροστά σε μια γυναίκα.
Πειράχτηκε.
-Γιατί όχι; Μήπως δεν είμαι τόσο όμορφη όσο σου έταξαν;
Κοκκίνισα από ντροπή.
-Είναι αδύνατον να λες τέτοια λόγια, Ανκίς Μίνους, της είπα. Το ξέρεις ότι εσύ κι η αδελφή σου είστε οι ωραιότερες γυναίκες της Ζήμας. Μόνο ο Ντιρ μπορεί να ξέρει πόσο περήφανος θα ήμουν αν άγγιζα έστω τις άκρες των ποδιών σου. Δεν είναι η θέλησή μου που με κρατάει μακριά σου αλλά η γονική μου αμαρτία. Ποτέ δε θα έσερνα μια γυναίκα στο περιθώριο που ζω ακόμα και αν την αγαπούσα ως το θάνατο, ακόμα κι αν μου το επέβαλαν οι πιο σκληρές Μοίρες.
Είχα ξανά χαμηλώσει το κεφάλι μου και τότε το χέρι της έσπρωξε το σαγόνι μου ψηλά, με ανάγκασε να την κοιτάξω. Τα σαρκώδη χείλη της ήταν σουφρωμένα, τα μάτια της με διαπερνούσαν.
-Είναι κρίμα τόση ομορφιά να πάει χαμένη, Νουρ Μέλικ, είπε. Και πολλές γυναίκες θα δέχονταν να σταθούν στο πλάι σου, αν ήσουν καθαρός με το Ορ στο μέτωπό σου, γιατί έχεις καρδιά περήφανη και πονετική. Έχουν ματιά που φτάνει ως το βάθος οι γυναίκες της Ζήμας, νόθε. Αυτό μην το ξεχνάς. Κι όταν διαλέγουν, το ξέρεις κι εσύ, διαλέγουν για πάντα.
Με κοίταξε κι άλλο, ώρα πολλή.
-Πολύ θα της στοιχίσει, μουρμούρισε.
Τα λόγια της με παραξένεψαν, αλλά δε μίλησα. Την άφησα να μου χτενίσει τα μαλλιά με μια κοκάλινη βούρτσα και να μου στερεώσει στους ώμους με δυο περόνες έναν μαύρο μανδύα. Φόρεσα μόνος μου τα σανδάλια που μου έδωσε.
-Σε λίγο θα έρθει ο πατέρας να σε πάρει, είπε κι έφυγε.
Ήμουν πιότερο σίγουρος από ποτέ ότι η Ανκίς Μίνους δεν θα γινόταν δική μου. Και μου το είπε το χάρισμά μου, που μου το έδωσε η Άφα, η ίδια η θεά-Γυναίκα, σα δώρο στο παιδί του Μεγάλου της Συζύγου. Σαν σε όραμα έβλεπα μπροστά μου τη Μεγάλη Σύζυγο Νίσμολα Άνα να με κοιτάει με τα θολά μάτια των τυφλών και να μου λέει τους χρησμούς της:
«Νουρ, βιαζόσουν να γεννηθείς κι έσπρωξες τον πατέρα σου προς τη μητέρα σου σε άσχημο καιρό. Ο Ρουν ήταν Μεγάλος Σύζυγος της Άφα κι η Ιμ Προσκυνούσε το Ντιρ, όταν τους έβαλες να ενώσουν τα σώματά τους για να συλληφθείς. Αλλά οι Βασιλείς είναι μεγαλόψυχοι και θα σ' έχουν σαν παιδί δικό τους. Κι ο Ντιρ θα σου χαρίσει δύναμη και γενναιότητα κι η Άφα την ευτυχία.«
»Με μια ματιά θα καταλάβεις την πραγματική αγάπη. Καμιά αμφιβολία δε θα έχεις για την καρδιά σου, ούτε και για τη δική της. Κανένας τυφλός εγωισμός, εμπόδιο ή πείσμα, τίποτα δε θα την πείσει να μην σε παντρευτεί, σίγουρη κι εκείνη για τη δική σου αγάπη. Και θα ‘ναι τόσο μοναδική αυτή η γυναίκα, που θα την αναγνωρίζεις σαν από μαγεία, με μια ματιά, από τη θέα του χεριού της και μόνο και τότε θα ξέρεις ότι αυτή είναι η μια που θα σε κάνει δικό της.»
Κανένας νόθος δεν είχε ποτέ παντρευτεί, ακόμα και με το Ορ στο μέτωπο. Είχα πιστέψει ότι ποτέ δε θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσω το χάρισμά μου και να που τώρα μου έλεγε σωστά πως αρνιόμουνα το γάμο μου με την Ανκίς. Άλλη γυναίκα ήταν για μένα κι όχι αυτή ή όμορφη μαυρομαλλούσα.