Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Λαξευτές της Παλίρροιας


Τελείωσα χτες το βράδυ τους Λαξευτές της Παλίρροιας, το πρώτο βιβλίο της Τριλογίας των Λαξευτών, της Βάσως Χρήστου. Κι είμαι μια ιδέα διχασμένη.

Καταρχήν, φάνταζυ-τριλογία-ελληνικό-γυναίκα. Τα τέσσερα κακά της μοίρας μας. Και να εξηγηθώ. Φάνταζυ να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα; Και μάλιστα τριλογία; Και μάλιστα γραμμένη από Έλληνα; Και μάλιστα γραμμένη από γυναίκα;

Πολλοί θα μου πείτε ότι τελικά, φάνταζυ κυκλοφορεί αρκετό στην Ελλάδα, ας είναι καλά ο Ανούβις, ο Φανταστικός Κόσμος, ο Αίολος, η Άγνωστη Καντάθ κι άλλοι που δεν έχει νόημα να τους αναφέρουμε όλους εδώ. Ας είναι καλά και τα Forgotten Realms και οι διάφοροι Μάρτιν και όλοι όσοι έχουν κάνει ένα μπεστ σέλλερ στο Αμέρικα, το βλέπουν οι εδώ εκδοτικοί και βιάζονται να το μεταφράσουν, μπας και βγάλουν κανένα ψιλό. Και στην ίδια κατηγορία σχολίου ανήκει και το περί τριλογίας, για να μην αναφερθώ σε τριλογίες που στα ελληνικά εκδίδονται ως εξαλογίες, σπάζοντας το κάθε αυτόνομο βιβλίο σε δύο τόμους, με το ανάλογο –υπερφυσικό και παραφυσικό και εξωφρενικό- κόστος για τον αναγνώστη.

Η πραγματική έκπληξη είναι ότι τον τελευταίο καιρό, όλο και κάποιο ελληνικό φάνταζυ φτάνει στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Από το Βασίλειο της Αράχνης του Πλιώτα μέχρι το Συμβούλιο των Αφυπνισμένων του Καρατσιώρη και μέχρι την πρόσφατη Κληρονομιά του Ερέβους του Μαυράκη (για το οποίο μάλλον θα ανεβάσω μια κριτική την επόμενη εβδομάδα), κατιτίς σαλεύει στις εκδόσεις, προς τη μεριά μας. Σε απόσταση από τους πρώτους τολμήσαντες, Φιαμού, Μαμούτο και άλλους, έρχονται λίγο-λίγο νέες φωνές να μας πουν ότι τελικά το φάνταζυ, είτε ηρωικό, είτε επικό, είτε παραμυθιακό κάνει τα βήματα του σταθερά προς την αναγνώριση και μάλιστα δίνοντας ίσες ευκαιρίες σε άνδρες και γυναίκες.

Κι έρχομαι στο θέμα του διχασμού.

Πριν ξεκινήσω να γράψω αυτήν την κριτική, δε θέλω να κρύψω ότι έψαξα να δω κριτικές άλλων. Όχι ότι θα με επηρεάσουν, απέχω χρόνια από την εποχή που οι κριτικές των άλλων επηρέαζαν τη δική μου. Όμως έχω γνωρίσει προσωπικά την κ. Χρήστου και ήθελα να σιγουρευτώ ότι αυτά που έχω να της πω δεν είναι αποκυήματα της δικής μου φαντασίας.

Ας ξεκινήσω με το αγαπημένο μου κομμάτι, την κοσμοπλασία. Δε θα φέρω καμμία αντίρρηση στο ότι τόσο ο φυσικός κόσμος που πλάθει όσο και οι αρχές που τον διέπουν είναι εξαιρετικές και εμπνευσμένες. Σαν γεωλόγος δε θα μπορούσε παρά να με συγκινήσει βαθύτατα η επιλογή της η σχετική με το σύστημα της μαγείας, αλλά και πέρα από αυτήν τη μικρόψυχη προτίμηση εκ μέρους μου, είναι γενικά ένα πολύ εντυπωσιακό και πρωτότυπο σύστημα. Η μόνη μου μομφή επί του θέματος είναι η έλλειψη παρουσίασης μιας κάποια δεισιδαιμονίας των λαϊκών ανθρώπων η σχετική με την πέτρα. Αν η πέτρα κουβαλάει μέσα της τη μαγεία –ή τόση μαγεία- θα ήταν αναμενόμενο να τη φοβούνται ως ένα σημείο, να την αποφεύγουν. Κι αυτό θα είναι μάλλον δύσκολο. Κατά τα άλλα, η αληθοφάνεια του κόσμου είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα, με την έννοια ότι υπάρχουν όλες οι συμβάσεις μια επικής ιστορίας: χαμένες πριγκήπισσες, άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες, βασιλιάδες και προδοσίες από συμμάχους, ένα κακό σε τέτοιο πλήθος που η μάχη να είναι αμφίρροπη, πλάσματα μαγικά κι εξωτικά, έρωτες, μάχες, οι απαραίτητοι εκτός του πολιτισμένου κόσμου αλλά με φυσική σοφία προικισμένοι νομάδες και καλά κρυμμένη τεχνολογία και τεχνογνωσία (κι όποιος δεν καταλαβαίνει, ας αναρωτηθεί τι είναι στην πραγματικότητα το φλογέλαιο…) Εδώ κολλάνε νομίζω και τα σχόλια που διάβασα αλλά σχετικά με το εάν θα μπορούσε ή όχι να έχει γραφτεί από ξένο συγγραφέα. Ναι, θα μπορούσε. Γιατί πληροί όλες τις προϋποθέσεις ενός βιβλίου που στο εξωτερικό θα είχε κάνει μια κάποια πορεία στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Και φτάνουμε στο θέμα της τεχνικής πλευράς του βιβλίου. Εδώ πολύ φοβάμαι ότι περίμενα πολύ περισσότερα ή μάλλον για να το πω πιο σωστά, είχα πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις από την κ. Χρήστου. Αλλά ας πάρω τα πράγματα ένα-ένα και με τη σειρά τους.

Θα προσπεράσω λαθάκια στη χρήση κάποιων λέξεων, διότι πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος κύριος ΠιΚέι που θα τα έχει εντοπίσει καλύτερα από μένα. Στέκομαι μόνο στο ότι ήταν πιθανόν θέμα επιμέλειας, γιατί δε μπορώ να φανταστώ ότι η κ. Χρήστου αγνοεί, ας πούμε, ότι μια λίμνη έχει βυθό κι όχι πάτο. Θέλω να πιστεύω ότι τέτοια προβλήματα έχουν λυθεί, και γιατί θα έχουν εντοπιστεί από κριτικούς σαν κι μένα ή τον προαναφερθέντα κύριο και διότι η ίδια η κ. Χρήστου τα έχει εντοπίσει από μόνη της, στην εξέλιξή της ως συγγραφέας από τη μέρα που συνέλαβε τους Λαξευτές.

Οι χαρακτήρες των ηρώων είναι όντως αρκετά βαθιά σκιαγραφημένοι. Γενικά εκτός από τις περιπτώσεις που θα αναφέρω παρακάτω, ο αρχετυπικός καλός/κακός λείπει, αφήνοντας πίσω ανθρώπους που έχουν ίσες ποσότητες από το σωστό και το λάθος μέσα τους. Το κακό είναι όμως, ότι παρ’ όλες τις προσπάθειες της συγγραφέως μέσα από τους διαλόγους και τις πράξεις των ηρώων της να μας πείσει για τους χαρακτήρες τους, αποτυγχάνει κατά τη γνώμη μου να μας πείσει ότι ένας άνθρωπος αυτού του χαρακτήρα θα επιβίωνε στη συγκεκριμένη κοινωνική θέση. Και εξηγούμαι: Θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας βασιλιάς να ανεχτεί από το διάδοχό του να παρακούσει τις εντολές του, ακόμη κι αν αυτός είναι ο αγαπημένος του γιος; Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα τον στήριζε κιόλας, μετά την αποτυχία του και θα ερχόταν σε σύγκρουση με τους υπόλοιπους γύρω του γι’ αυτό; Πώς θα ένιωθε ένας κοινός θνητός ακούγοντας ότι ο βασιλιάς του ανέχτηκε μια τέτοια παρατυπία από τον ίδιο του το διάδοχο; Δε θα τον θεωρούσε λαπά και αδύναμο; Θα εξακολουθούσε να του μένει πιστός, ή στην πρώτη δημαγωγία κάποιου πολιτικού αντιπάλου θα γυρνούσε την πλάτη;

Κάτι που λείπει από όλο το σκηνικό των Λαξευτών, παρ’ εκτός από την ιεραρχία του Άστραντ, με άλλους όμως σκοπούς της πλοκής εκεί: η πολιτική αντιπαράθεση. Οι βασιλιάδες έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο ο ένας τον άλλο. Όμως σε μια κοινωνία με εμπόρους και λιμάνια μεγάλα και φράγματα (δηλαδή με μια υποτυπώδη αστική τάξη), δε θα υπήρχαν εκείνοι που δε θα δέχονταν την διακυβέρνηση του εκάστοτε κάτοχου του θρόνου; Η εσωτερική πολιτική και ο πόλεμος εκ των έσω είναι εκείνος που πρώτα απ’ όλα απειλεί έναν βασιλιά. Η έλλειψη ενός τέτοιου χαρακτηριστικού της κοινωνίας είναι χτυπητή γιατί υπάρχει και το σημείο όπου αυτή η έλλειψη δεν υφίσταται: το Άστραντ. Κι εκεί, η παρουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι τέτοια που είναι φανερό πως γίνεται για θέμα πλοκής, για να «δημιουργηθεί» και να «δικαιολογηθεί» ο κακός χαρακτήρας της Ροβίρια. Εκεί η Τορέυν και η Ελισσάν πρέπει να έχουν έναν αντίπαλο, γιατί δεν έχουν να δείξουν με κανέναν άλλον τρόπο τις ηγετικές τους ικανότητες. Στην ξηρά όμως, δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο, αντίπαλοι είναι πάντα οι άλλοι βασιλείς κι η «αντιπολίτευση» παραβλέπεται.

Κάτι ακόμη που έχει να κάνει με τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών. Είτε είναι φιλικοί είτε είναι εχθρικοί μεταξύ τους, είτε παίρνουν τις ίδιες ή διαφορετικές αποφάσεις πάνω σε κάποιο θέμα, σχεδόν ποτέ δεν παρατηρείται κάποια σύγκρουση μεταξύ τους. Οι περισσότερες συζητήσεις τους καταλήγουν σε λύση της έντασης κι όχι σε κάποια άλλη πιο φυσική κατάληξη. Οι μόνες εντάσεις εμφανίζονται απέναντι στους «κακούς», οι «καλοί» πάντα τα βρίσκουν μεταξύ τους ή στη χειρότερη των περιπτώσεων, δείχνουν κατανόηση κι άπειρο σεβασμό στις αποφάσεις των άλλων.

Κοντολογίς και παρά την υπέροχη ανάπτυξη των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών, η συμπεριφορά τους δεν συνάδει με τις πράξεις τους ή τουλάχιστον με τον τρόπο που αυτοί μιλάνε μεταξύ τους. Τόσο έντονοι και διαφορετικοί χαρακτήρες θα έπρεπε να τσακώνονται πού και πού. Κι ας τα έβρισκαν αργότερα.

Και μια πρόταση-παύλα-παράκληση. Νομίζω ότι το βιβλίο κραυγάζει για ένα γλωσσάρι. Έστω ένα ευρετήριο ονομάτων, διότι οι 572 σελίδες του είναι γεμάτες τόσο από ονόματα και χαρακτήρες, που κάποιες φορές πραγματικά χάθηκα (ειδικά στη σκηνή του συμβουλίου των ηγετών) και χρειάστηκε να γυρίσω στις πίσω σελίδες για να δω ποιος είναι ποιος.

Εύχομαι στην κ. Χρήστου καλή συνέχεια κι ελπίζω τα επόμενα βιβλία της να κινηθούν αν όχι σε ανώτερα τουλάχιστον στα ίδια επίπεδα με τους Λαξευτές της Παλίρροιας.

(Η κριτική αυτή έχει δημοσιευτεί και στο sff.gr)