Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009

Στον Τύμβο

Το παρακάτω διηγηματάκι γράφτηκε μια μέρα που πέρασα κάτω από ένα μπαλκόνι. Στο μπαλκόνι ένας πιτσιρικάς προσπαθούσε να μάθει τον παπαγάλο του να μιλάει και του έλεγε συνεχώς την ίδια φράση: "Γειά σου Κώστα. Γεια σου Κώστα. Γειά σου Κώστα." Αναρωτήθηκα τι είδους γκις επιβάλλουμε στα παπαγαλάκια και τα κάνουμε να λένε ότι θέλουμε, επαναλαμβάνοντας μια φράση κι ύστερα σκέφτηκα, μπορεί να θέλει να το πεις και τρεις χιλιάδες φορές για να το καταφέρεις. Κι ύστερα ξαναναρωτήθηκα αν αυτό το γκις θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε άνθρωπο κι αν ναι, σε ποια περίπτωση;

Η ιστορία είναι ίσως κακή. Πιο πολύ κι από κακή είναι ανήθικη. Είναι μια ιστορία που κερδίζει ο περισσότερο κακός. Κι αυτό είναι μια πραγματικότητα που το γκις το σχετικό που ακούμε στο σχολείο ("μην κάνεις στους άλλους αυτό που δε θες να σου κάνουν") δεν πρόκειται να την αλλάξει.




Η Ρουάγουα έριξε μια κλεφτή ματιά μέσα στον τύμβο.

Ο Νοτζονάνα χασμουριόταν κι ο ήχος που έβγαινε από το στόμα του ήταν βαθύς και τραβηχτός. Μια ματιά και μόνο στο πρόσωπό του έφτανε για να φανεί η κούρασή του, ανάμεικτη μ’ ένα άλλο συναίσθημα, ίσως πονηριά, ίσως ικανοποίηση. Τυλίχτηκε σφιχτά στην πολύχρωμη ρόμπα του, έτριψε το αριστερό του μάτι με τη γροθιά κι αναστέναξε καρτερικά.

Άλλος στη θέση του δε θα χασμουριόταν, σκέφτηκε η Ρουάγουα. Ούτε θ’ αναστέναζε με τόση άνεση. Για να μην αναφερθεί ότι κανένας δε θα τολμούσε να βρίσκεται στη θέση του Νοτζονάνα. Κι όμως ο νεαρός μάγος δεν έδινε σημασία. Τρεις μέρες δρόμο μες τη στέππα, τρεις μέρες σκάψιμο μέσα στην αρχαία νεκρόπολη ως να βρεθεί ο τύμβος, τρία υπόγεια κάτω από τη γη, μόνος του με το δάσκαλό του, με τα φαντάσματα των προϊστορικών μάγων και των κοριτσιών βαμπίρ, όλα αυτά θα μπορούσαν να τσακίσουν και τα πιο γερά νεύρα. Όχι όμως και τα νεύρα του Νοτζονάνα. Απ’ ό,τι δείχνει.

Φαίνεται ότι ο Λούμι έχει κάνει καλή δουλειά, συμπέρανε η Ρουάγουα. Άλλωστε, ο Λούμι ήταν ο πιο ικανός αρχιμάγος και δε θα δεχόταν για μαθητή κάτι λιγότερο από τον καλύτερο νεαρό μάγο. Ένα περίεργο συναίσθημα την κυρίευσε, κάτι σαν περηφάνεια και για τους δύο τους. Και γιατί να μη νιώθει περήφανη; Ο ένας ήταν άντρας της κι ο άλλος εραστής της. Ακόμη κι αν ο Λούμι είχε πολύ καιρό να της συμπεριφερθεί σαν σύζυγος –η Ρουάγουα αναστέναξε με νοσταλγία, ενθυμούμενη τις στιγμές πάθους που είχαν ζήσει παλιότερα-, ακόμη κι αν ο έρωτάς της γι’ αυτόν είχε πια ξεθυμάνει, ακόμη κι αν στον νεαρό Νοτζονάνα είχε βρει ό,τι ονειρευόταν να βρει σ’ έναν άντρα, ο Λούμι εξακολουθούσε να είναι ο άντρας της, στα μάτια του κόσμου. Κι ήταν περήφανη γι’ αυτόν.

Ξαφνικά στην πόρτα που κοιτούσε ο νεαρός εμφανίστηκε ο Λούμι. Η ρόμπα του ήταν απλή, στο χρώμα του μελανιού, με μόνο της στολίδι τη χρυσοκλωστή στις ραφές. Τα μαλλιά του και τα γένια ήταν ψαρά και τα μάτια του γκριζοπράσινα. Έδειχνε σαστισμένος. Άνοιξε το στόμα κάτι να πει, αλλά ο Νοτζονάνα του έδειξε ατάραχος την πόρτα και του είπε:

-Στον τύμβο!

Ο άλλος γύρισε το κεφάλι με μια λάμψη κατανόησης στα μάτια κι εξαφανίστηκε ξανά στο δωμάτιο απ’ όπου είχε έρθει.

-Πφφφφφφφ! Έκανε ο Νοτζονάνα με τα μάγουλα γεμάτα αέρα.

Η Ρουάγουα πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Ο νεαρός γύρισε και την κοίταξε έκπληκτος.

-Τι θες εδώ; Έκανε βραχνά. Δεν είναι μέρος για ανθρώπους που δεν είναι μάγοι εδώ.

Πριν όμως η γυναίκα απαντήσει, πριν ακόμη φτάσει στο τέλος της σκάλας, ο Λούμι ξαναφάνηκε στην πόρτα. Είχε την ίδια ακριβώς έκφραση, στην ίδια ακριβώς στάση, την ίδια ακριβώς έκπληξη, είδε τη Ρουάγουα, μισάνοιξε το στόμα-

-Στον τύμβο! Ξανάπε ο Νοτζονάνα κι ο αρχιμάγος ξαναμπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο βιαστικά με την ίδια ακριβώς λάμψη κατανόησης στα μάτια.

Η κοπέλα έτρεξε κοντά στον εραστή της αθόρυβα. Φορούσε πολλές στρώσεις από διάφανα πέπλα σε διάφορα χρώματα, όπως άρεσε στο Λούμι, όμως η ίδια νόμιζε πως έμοιαζε με παραδείσιο πουλί. Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του λυωμένου χρυσού και τα χείλη της ήταν πιο κόκκινα και από ώριμα κεράσια.

-Μα τι…; Ξεκίνησε να λέει.

Ο Λούμι ξαναφάνηκε στην πόρτα, μια ακριβής αντιγραφή της προηγούμενης εμφάνισής του.

-Στον τύμβο!

-…συμβαίνει; Τι κάνετε εδώ;

-Πώς σου ‘ρθε να κατέβεις; Δε σου είπε ο Λούμι ότι θα κάνουμε κάποιο ξόρκι και μπορεί να το χαλάσεις; Έχεις αυτή τη μανία να χώνεις τη μύτη σου παντού, αγαπούλα μου…

-Μα τι κάνετε; Δε μου είπε τίποτε το πρωί. Εξαφανιστήκατε πριν το ξημέρωμα, διώξατε και τους σκλάβους, μόνο η υπηρέτριά μου είναι επάνω. Κι έχετε τόσες ώρες σ’ αυτό το φρικτό μέρος, που τρόμαξα μήπως πάθατε τίποτε.

Ο αρχιμάγος ξαναφάνηκε στην πόρτα. Είχε μια ιδέα θυμού στα μάτια του, ένας θυμός που έμοιαζε περισσότερο με αυστηρότητα προς τη γυναίκα του. «Στον τύμβο!» του είπε ο μαθητευόμενός του, στέλνοντάς τον πάλι μέσα.

-Ώστε έδιωξε τους σκλάβους, ε; Εμένα δε μου είπε τίποτε…

-Φαίνεται πως δε φοβάται μην του φύγεις.

-Και γιατί να φοβάται; Έκανε ο Νοτζονάνα γελαστός. Αφού ξέρει ότι μ’ έχεις δέσει με τα μάγια σου, πλανεύτρα…

(Ο Λούμι στην πόρτα, ο θυμός στα μάτια του μια ιδέα κοντινότερα στην ανησυχία, «στον τύμβο!»)

-Δεν είναι περίεργο που σε κρατάει κι ας ξέρει ότι είσαι ο εραστής της γυναίκας του;

-Ο Λούμι δεν είναι χαζός. Αν ήταν, δε θα ήμουν μαθητευόμενός του. Αν και…

Άφησε ένα σκοτεινό γεγονός να πλανιέται στον ακίνητο αέρα του υπογείου. Ο Λούμι εμφανίστηκε γι’ άλλη μια φορά στην πόρτα, η ανησυχία του ήταν τώρα φανερή. Τα μάτια του ίσα πρόλαβαν να πέσουν πεταρίσουν από τη Ρουάγουα στο Νοτζονάνα, πριν η βραχνή διαταγή («στον τύμβο!») τον ξαναστείλει βιαστικά πίσω στο σκοτάδι.

-Μα τι κάνετε; Δε θα μου πεις;

Ο Νοτζονάνα εξακολουθούσε να είναι σκεφτικός. Έμοιαζε να ζυγίζει την κατάσταση, προσπαθώντας να τη φέρει στα μέτρα του. Έριξε μια ματιά στη Ρουάγουα από τα λιγνά ξυπόλητα πόδια ως τις ξανθές μπούκλες των μαλλιών και λίγο-λίγο ένα ικανοποιημένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

-Στον τύμβο! Είπε στον ανήσυχο Λούμι που εμφανίστηκε στην πόρτα για πολλοστή φορά.

Ύστερα αγκάλιασε την κοπέλα κτητικά από τη μέση και τη φίλησε το ίδιο κτητικά, μέχρι που της έκοψε την ανάσα.

-Τρελέ! Θα μας δει!

(Ο θυμός επανήλθε, θυμός απατημένου συζύγου και προδομένου δασκάλου, «στον τύμβο!»)

-Να μάθεις δεν ήθελες; Όλα έχουν το τίμημά τους, μικρή μου.

Την έβαλε να κοιτάει την πόρτα, στάθηκε πίσω της και την αγκάλιασε, με τον ίδιο κτητικό τρόπο.

-Κάθε φορά που θα βλέπεις το Λούμι στην πόρτα θα του λες «στον τύμβο», για να μπορέσω να σου εξηγήσω.

Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

-Αυτός εδώ ο υπόγειος τάφος είναι ένας από τους αρχαιότερους στη νεκρόπολη. Λένε ότι ο μάγος που είναι θαμμένος εδώ πέθανε πριν ανακαλυφθεί η γραφή, γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς τις τοιχογραφίες. Αλλά το θέμα είναι ότι μέσα στον τύμβο υπάρχει κρυμμένο ένα από τα αρχαιότερα, σπανιότερα και δυνατότερα ξόρκια του κόσμου. Το ξόρκι του έρωτα.

(Δάχτυλα καβουριασμένα σα νύχια αρπακτικού που απλώνονται να σφίξουν το λεπτό λαιμό της, αλλά λίγο πριν αρχίσουν να κινούνται προς το μέρος της, «στον τύμβο!»)

-Μα ο Λούμι έχει πολλά τέτοια ξόρκια. Πόσες φορές σε πότισε τα φίλτρα του για να μ’ ερωτευτείς και να τον υπακούς;

Ο Νοτζονάνα γέλασε εύθυμα.

-Α, όχι, όχι του έρωτα!... Του πόθου ξόρκια ξέρει ο Λούμι. Αυτά είναι όντως εύκολα και πασίγνωστα και δε θέλουν επικλήσεις, μόνο λίγη σκόνη ή ένα φίλτρο μαγειρεμένο στο φεγγαρόφωτο.

(Μισάνοιχτο στόμα, οργή που χάσκει σχεδόν ανεξέλεγκτη, «στον τύμβο!»)

-Όμως τα ξόρκια του πόθου ξεθυμαίνουν πολύ γρήγορα, μέσα σε μια-δυο ώρες. Κι επειδή είναι απότομη η αλλαγή των συναισθημάτων τους, οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν και τότε μισούν το πρόσωπο του μαγικού τους πόθου. Όχι, ο Λούμι ψάχνει για κάτι πιο δυνατό, κάτι που θα μείνει. Κάτι που θα κάνει εσένα δική του κι εμένα σκλάβο σου για πάντα.

(Χαιρέκακο χαμόγελο που υποδηλώνει κάποια γνώση μυστική, γνώση που μπορεί να καταστρέψει τους εχθρούς του, «στον τύμβο!»)

-Μόνο που όταν ήρθαμε εδώ και καταφέραμε να διαβάσουμε τις τοιχογραφίες με τρόπους εξαιρετικά επίπονους κι επικίνδυνους, είδαμε ότι δε θα είναι και τόσο εύκολο. Βλέπεις ο στριμμένος ο μάγος που βρήκε το ξόρκι, έχει δέσει την είσοδο του νεκρικού του θαλάμου με τρεις κλειδαριές: Η μία σε κάνει να θες να βγεις από τον τύμβο, η δεύτερη σε κάνει να ξεχνάς για ποιο λόγο θες να μπεις κι η τρίτη… η τρίτη είναι πιο πολύπλοκη. Κι είναι αυτή που ο Λούμι δεν έχει χρειαστεί ν’ ανοίξει ακόμη…

(Επιστροφή της ανησυχίας, με μια τρίλια αγωνίας, ακόμη ο θυμός κι η δίψα για εκδίκηση επικρατούν στο βλέμμα, «στον τύμβο!»)

-Οι τοιχογραφίες λένε ότι για να μπει κανείς στο νεκρικό θάλαμο, πρέπει να περάσει το κατώφλι του τρεις χιλιάδες φορές. Συνεχόμενες. Αν ξεχαστεί έστω μια στιγμή και κάνει ένα βήμα προς άλλη κατεύθυνση, τότε δε θα του ξαναεπιτραπεί να δοκιμάσει. Έτσι κάθε φορά που διαβαίνει το κατώφλι, λειτουργούν οι δυο πρώτες κλειδαριές και θέλει να βγει από τον τύμβο, ξεχνώντας για ποιο λόγο ήθελε να μπει.

(Λίγη ακόμη ανησυχία. Πού πάει όλη αυτή η κατάσταση; «Στον τύμβο!»)

-Γι’ αυτό σ’ έβαλε στην πόρτα του τύμβου να του το υπενθυμίζεις!

-Ακριβώς. Κάθε φορά που πάει να βγει τον ξαναστέλνω μέσα. Κι ερχόμαστε στην τρίτη κλειδαριά.

(Άγχος. Προσπάθεια να κάνει κάποιο σχέδιο παρεμβολής στα τεκταινόμενα. Χιλιάδες εναλλαγές συναισθημάτων μέσα στα λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου ανάμεσα στην εμφάνισή του και την κραυγή: «Στον τύμβο!»)

-Η μαγγανεία έχει οριστεί στις τρεις χιλιάδες φορές. Ούτε μια περισσότερη ή λιγότερη. Γιατί αν δε μετρηθούν σωστά οι φορές που θα διαβεί το κατώφλι, τότε θα παγιδευτεί μέσα στον τύμβο για τόσο χρόνια, όσες φορές πέρασε το κατώφλι.

Η Ρουάγουα χλώμιασε.

(Ο Λούμι χλώμιασε. «Στον τύμβο!»)

-Νοτζονάνα, τι έχεις στο μυαλό σου;

Ο νεαρός μάγος φίλησε τη ρίζα του λαιμού της με παιχνιδιάρικη διάθεση.

-Ήμασταν στις δύο χιλιάδες εννιακόσιες ογδόντα φορές όταν ήρθες. Αλλά με ξελόγιασες, μικρή μου κι έχασα το μέτρημα.

Ο Λούμι είχε εμφανιστεί στην πόρτα γι’ άλλη μια φορά, στην ώρα για να ακούσει τα τελευταία λόγια του βοηθού του. Έχασε το χρώμα του, άνοιξε το στόμα να πει κάτι, α, όλα επιτέλους έρχονται στη θέση τους, όλα τώρα είναι ξεκάθαρα, ο προδότης κι η άπιστη, ο τρόμος του σκοταδιού, ο τρόμος του νεκρικού θαλάμου, αλλά η κραυγή («στον τύμβο!») τον ξαναστέλνει βιαστικό στο σκοτάδι του νεκρικού θαλάμου.

-Βλέπεις, ο αντρούλης σου δεν υπολόγισε ότι για μένα τουλάχιστον δε θα χρειαζόταν το ξόρκι του έρωτα. Σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Γι’ αυτό έμεινα και βοηθός του, ενώ θα μπορούσα να είμαι ήδη αρχιμάγος και να έχω δικό μου μαθητευόμενο. Αλλά κι εσύ μ’ αγαπάς, το έχω καταλάβει εδώ και μήνες. Αγαπιόμαστε και το μόνο εμπόδιο στην αγάπη μας είναι ο Λούμι.

(Απελπισία. Γιατί συνεχίζει να μπαίνει στο θάλαμο; Ούτως ή άλλως είναι καταδικασμένος, ούτως ή άλλως σωτηρία δεν υπάρχει, είναι μόνο η συνήθεια που τον κάνει να ξαναγυρίζει πίσω, μέσα, «στον τύμβο!»)

-Και τώρα; Τι θα κάνουμε τώρα;

-Ε, εφόσον δε μπορούμε να βρούμε πόσες φορές τον στείλαμε μέσα, τι άλλο μας μένει να κάνουμε; Θα γυρίσουμε πίσω στον πύργο του Λούμι, μήπως βρούμε στα βιβλία του κάποιο ξόρκι να τον ελευθερώσουμε. Αν και πολύ αμφιβάλλω…

Γέλασε χαιρέκακα.

-Ή απλά θα φάμε την περιουσία και τη φήμη του, ως να μπορέσει να βγει από τον τύμβο. Σε δυο χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα πέντε χρόνια δηλαδή…

Ο Λούμι φάνηκε μια τελευταία φορά στο κατώφλι του νεκρικού θαλάμου. Είχε γίνει κάτασπρος και το μυτερό του γένι έτρεμε από λύσσα, αλλά τα χέρια του ήταν σταθερά, ήλπιζε ότι θα προλάβαινε να πάρει την εκδίκησή του πριν η τρίτη κλειδαριά τον φυλακίσει για πάντα στον τύμβο.

-Καταραμένε! Ούρλιαξε κι έκανε ένα βήμα προς το παράνομο ζευγάρι.

Αλλά δεν μπόρεσε να κάνει και δεύτερο.