Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Λεμονιά φυτρωμένη στην άμμο

Το παρακάτω κείμενο είναι από τα πρώτα (αν όχι ΤΟ πρώτο) μικρό διήγημα που έχω γράψει. Είχα μάλιστα το θράσος να το στείλω και στο διαγωνισμό του περιοδικού ELLE, στον οποίο φυσικά δεν έπιασα μία. Κοίταξα την ημερομηνία που το τελείωσα κι ανατρίχιασα. 26 Ιουνίου 1997. Πού πήγανε δώδεκα χρόνια παρά κάτι, μου λες;

Πάνε δυο χρόνια που ’φυγες. Τυλιγμένος στη δροσιά του υγρού πρωινού, ανέβηκες στα κύματα τα παλιρροιακά κι εξαφανίστηκες πίσω τους, αρπαγμένος από το καρυδότσουφλο που έλεγες καράβι. Δυο χρόνια κι η ανάμνησή σου μόνη με δροσεύει και με θρέφει.

Για χάρη σου μονάχα στέκομαι εδώ στο γιαλό, όπως συνηθίζαμε και κοιτώ τη αγαπημένη σου θάλασσα. Πόσο πιο δυνατή να είναι η αγάπη της από τη δική μου και την προτίμησες;

Η ανάμνηση του κορμιού σου πάνω στο δικό μου... Η αίσθηση της γυμνής σου πλάτης στον κόρφο μου, τα δάχτυλά σου να μου χαϊδεύουν τα πόδια. Κι εγώ να σκύβω στον ύπνο σου και να σκιάζω το παιδιάστικο κεφάλι σου, κουτέ, δεν σου ’χουν πει να μην κοιμάσαι κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού; Κι όλο έλεγες: «Ψυχή μου, τι όμορφα μυρίζεις ...»

Πόσες φορές μου ψιθύρισες τα μυστικά σου και τα όνειρα... Μικρό ναυτόπουλο, έγινες άντρας στα μπράτσα μου, τρύγησες τους καρπούς μου να δροσέψεις κι έμαθες τόσα για τον κόσμο.

Πάνε δυο χρόνια που’φυγες κι ο χωρισμός πονάει περισσότερο απ’το μαχαίρι που με χάραξες, από τις πληγές που άκαρδα με γέμισες, «για να με θυμάσαι πάντα σου αφήνω σημάδια, ‘ανήκεις σε εκείνον’ θα λένε όσοι θα θέλουν να γείρουν πάνω σου»...

Ω, αγαπημένε, η απουσία σου μαραίνει τη θωριά μου...

Γύρισε να στολιστώ με άνθη και γιορτινή να σε καλωσορίσω.

Σε περιμένω, με τις φωνές των ναυτικών που πρώτη φορά πιάνουν λιμάνι στο γιαλό, «θάμασμα μεγάλο», λένε, «ποιος ξανάδε θλιμμένη λεμονιά φυτρωμένη στην άμμο;»