Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Δείγμα-2

Τα Σκοτεινά Παρχάρια, αν και είχαν δημιουργηθεί ως ιδέα στο κεφάλι μου πολύ παλιότερα, βρήκαν πρόσφορο έδαφος να ριζώσουν στον κόσμο που είχα δημιουργήσει πέρσι για τη Θύμνα. Είναι ένας κόσμος ψευδοελληνικός, με κύριους ήρωες τους λαούς της Χερσονήσου και του Μηλείου Πελάγους. Η Θύμνα θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε μια "κλασσική" περίοδο του κόσμου αυτού, μια εποχή όπου οι αμφικτυωνίες και τα Κοινά έχουν ήδη σταθεροποιήσει την ύπαρξή τους. Το Κοινό της Ταυρίδας μετράει 184 χρόνια ζωής κι οι ήρωες έχουν γνώσεις σχετικά με την ιστορία των "κρατών" με τα οποία σχετίζονται.

Όταν δημιούργησα τον κόσμο της Χερσονήσου (ας τον λέω έτσι για συντομία) η ανάγκη για επιθετικούς ή έστω κακόβουλους γείτονες ήταν επιτακτική. Άρχισα να "ψάχνω" για τους γείτονες του Κοινού της Ταυρίδας. Ποιοί ήταν αυτοί; Τι πολίτευμα είχαν; Από πού προέρχονταν και γιατί ξεχώριζαν από τους άλλους; Ποια ήταν η ιδιοσυγκρασία τους; Πώς χάραζαν τα σύνορά τους; Γιατί ήταν (ή τουλάχιστον οι Ταυρινοί τους θεωρούσαν τέτοιους) επιθετικοί ή κακόβουλοι; Και τέλος, ποια θα ήταν η εξέλιξή τους διαμέσου των αιώνων;

Ενδιαφέρον πρόβλημα. Σε αυτή τη διαδικασία επάνω, διαδικασία που θα μου εξασφάλιζε λαούς ζωντανούς, πραγματικούς, κι όχι καραγκιοζάκια, ίσα για να εξυπηρετήσουν την πλοκή μου, αναρωτήθηκα αν οι βόρειοι γείτονες της Ταυρίδας, οι κάτοικοι της Ηλιακής Πεδιάδας, θα ανέπτυσσαν έναν βασιλιά όπως ο Αλέξανδρος στο "μέλλον" τους. Πραγματικά κάθησα και το σκέφτηκα. Για μένα εκείνη η στιγμή δεν ήταν στιγμή δημιουργίας, αλλά στιγμή ελέγχου γνώσης ιστορικών συγκυριών και λογικών διεργασιών, το "τρέξιμο" ενός ιστορικού "μοντέλου", όπως "τρέχουν" μετεωρολογικά μοντέλα οι μετεωρολόγοι. Θα μπορούσε η Ηλιακή Πεδιάδα και η πρωτεύουσά της η Ηλιούπολη, να προσφέρει έδαφος για την γέννηση και ανατροφή ενός βασιλιά, που θα έμοιαζε στο μέγα στρατηλάτη;

Από αυτήν τη σκέψη γεννήθηκε -γιατί τελικά πάντα στη δημιουργία επιστρέφω- ο βασιλιάς Δάμας. Δεν είμαι ακόμη και τώρα εντελώς σίγουρη αν όντως μοιάζει του Αλέξανδρου ή όχι, ούτε καν τη μοίρα του δεν έχω αποφασίσει, αν θα πεθάνει όπως ο αντίστοιχός του στα 33 του χρόνια ή αν θα ζήσει ως τα βαθιά γεράματα και θα γκρινιάζει ζητώντας λουκάνικα ψητά και σουπιές σπανάκι, ενώ πρέπει να τρώει μόνο χαμομήλι με παξιμάδι και κοτόσουπα. Δεν ξέρω αν θα έχει παιδιά και πόσα ούτε και τι θα γίνουν οι κτήσεις του όταν πεθάνει, όπως αγνοώ και το ποιες θα είναι οι κτήσεις του αυτές. Όλα αυτά θα τα σκεφτώ και θα τα γράψω μέσα στα επόμενα χρόνια, καλά να 'μαστε και θα την γράψω την ιστορία του Δάμα.

Φτάνοντας, λοιπόν, να αρχίσω να γράφω το πρώτο βιβλίο των Παρχαριών, την Ερεστή, η ανάγκη να δέσω τον κόσμο της Χερσονήσου πιο σφιχτά -να δώσω πάτημα σε κάποιον που έχει διαβάσει τη Θύμνα, ώστε να αναγνωρίσει πράγματα της κοσμοπλασίας στην Ερεστή- με ώθησε να χρησιμοποιήσω την Ηλιακή Πεδιάδα. Και πάλι έχει περιφερειακό ρόλο, ίσως και το ρόλο του παμπόνηρου κακού, όμως δεν είναι αυτό το θέμα. Αν ήθελα να μιλήσω για ένα ισχυρό κράτος (που στην πάροδο των αιώνων έχει αλλάξει το όνομά του σε Βασίλειο της Μηλίτου) θα έπρεπε να δέσω το θεσμό της βασιλείας άρρικτα με το όνομα του Δάμα.

Υποθέτοντας ότι κάθε μονάρχης, που θέλει να ισχυροποιήσει τη θέση του, αναφέρεται στους ένδοξους προγόνους του, ήθελα ο τωρινός βασιλιάς Φίλιππος (άλλο ένα κλείσιμο του ματιού στον Αλέξανδρο, αν και δεν ξέρω κατά πόσο θα το εκτιμούσε) να έχει διατηρήσει ονομασίες που αναφέρονταν στο Δάμα, ενώ παράλληλα να προσπαθεί να διαχωρίσει την δική του εξουσία από την παλαιά κατάσταση. Μοιράζει ο ίδιος τους γαλάζιους χιτώνες που για τους Μηλίσιους σημαίνουν αμοιβή για εξέχουσες υπηρεσίες στο κράτος. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει την εύνοια και την αγάπη του λαού, καθώς και την συνέχιση του οίκου του. Κι όταν ο γιος του τραυματίζεται σε ατύχημα στον ιππόδρομο, κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να αποδείξει ότι ο διάδοχος είναι καλά και στην σωματική και στην ψυχική του υγεία.

Η Ερεστή απέχει τουλάχιστον 1500 χρόνια από τη Θύμνα και 1100 με 1200 χρόνια από το Δάμα. Αν όμως θέλω να τοποθετήσω και τους τρεις στον ίδιο κόσμο, τότε θα πρέπει να τους ενώσω και τους τρεις με κάποιον τρόπο, να τους κάνω να φαίνονται ο ένας φυσική συνέχεια του άλλου. Αργότερα, θα προστεθούν κι άλλοι ήρωες στον κόσμο αυτό, κι άλλες ιστορίες, μια"μυκηναϊκή", μια "μινωϊκή", μια "γεωμετρικής εποχής", τουλάχιστον μια "εποχής φραγκοκρατίας" και οπωσδήποτε δύο "εποχής τουρκοκρατίας". Αν στήσω σωστά τα Σκοτεινά Παρχάρια πάνω στην Θύμνα, κι ύστερα το Δάμα πάνω σ' αυτά, τότε θα έχω στρωμμένο δρόμο για όποια άλλη ιστορία αποφασίσω να γράψω. Και μάλιστα χωρίς να περιορίζω στο ελάχιστο τις δημιουργικές μου ανησυχίες.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι μέρος του δεύτερου κεφαλαίου της Ερεστής. Του λείπει μια κάποια επιμέλεια (έχω παρατηρήσεις επάνω στο κάμματι αυτό, από τους τακτικούς μου αναγνώστες, αλλά δεν τις έχω προσαρμόσει ακόμη), αλλά γενικά, αυτό που θέλω να πω το έχω πει, πιστεύω, καθαρά.



Ο Δαμάσειος Ιππόδρομος, το αρχαίο στάδιο της Ηλιούπολης όπου ο μεγάλος στρατηλάτης του παρελθόντος Δάμας είχε στεφθεί βασιλιάς της αρχαίας Ηλιακής Πεδιάδας, είναι ασφυκτικά γεμάτο. Άντρες και γυναίκες, ντυμένοι με τα καλύτερά τους φορέματα έχουν έρθει απ’ το ξημέρωμα ακόμα για να πιάσουν μια καλή θέση, να μπορέσουν να δουν καλύτερα. Κόκκινοι και πράσινοι μανδύες κι άλλοι βαμμένοι με χρώμα από μελάνι σουπιάς μπλέκονται με το εκάστοτε λευκό ιμάτιο μιας σεμνής παρθένας ή τη γαλάζια χλαμύδα ενός πλούσιου εμπόρου. Οι καλύτερες θέσεις είναι, φυσικά, φυλαγμένες για τους πλούσιους κα τους ευγενείς, ιδίως για εκείνους που έχουν δεχτεί τη γαλάζια χλαμύδα από το χέρι του ίδιου του βασιλιά. Εκείνοι είναι και οι πλέον ενδιαφερόμενοι να δουν από όσο πιο κοντά γινόταν το αναμενόμενο γεγονός. Είναι κάτι που απαιτεί να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια, να το κρίνεις από μόνος σου, άσχετα με το τι θα πει ο κήρυκας ή ο βασιλιάς. Κι επιπλέον είναι κάτι που τους αφορά όλους, η σπουδαιότητά του είναι τόση που ακόμη κι οι φαφούτες γριές του λιμανιού ξέρουν ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουν να το δουν. Είναι κάτι που θα μπορούσε να σημαδέψει τη ζωή ολόκληρου του Μηλίσιου λαού για πάντα.

Γι’ αυτό κι έξω από τον Ιππόδρομο, ορδές ολόκληρες από ανήσυχους ανθρώπους περιμένουν, νέοι και γέροι, μικρέμποροι και χαλκωματάδες, αγρότες που έχουν έρθει από τα κοντινότερα χωριά, πόρνες και κλέφτες κι άνθρωποι έντιμοι, μεροκαματιάρηδες, οι φαφούτες γριές κι οι χωλοί γέροι, οι φτωχοί. Η μέρα είναι γλυκά ανοιξιάτικη και μόνο λίγη είναι η υγρασία που κατεβάζει ο ποταμός Πεντάξιος, διασχίζοντας την Ηλιούπολη. Παρέες-παρέες από άντρες και γυναίκες περιμένουν μασουλώντας ξερά παξιμάδια. Οι πιο τυχεροί έχουν μαζί τους και σκόρδα ή κρεμμύδια. Λίγοι είναι εκείνοι, οι εύποροι μεταξύ των πάμπτωχων, που έχουν καταφέρει να χαλαλίσουν ένα κομμάτι τυρί, για να γιορτάσουν τη μεγάλη μέρα. Υπήρξε από την προηγούμενη μέρα μια φήμη ότι ίσως ο βασιλιάς Φίλιππος μοιράσει τρόφιμα, για το μεγάλο γεγονός, μπορεί αλεύρι ή ρύζι Μικροθερμών ή τυρί βαρελίσιο από την Φαλία. Αλλά μέχρι τότε το παξιμαδάκι είναι απαραίτητο για να αντέξουν την αναμονή και την ορθοστασία, βρεγμένο με λίγο νερό από τις δημόσιες κρήνες.

Το πρόγραμμα των αγώνων είναι αρκετά ενδιαφέρον, όχι όμως τόσο όσο να προκαλέσει τέτοια κοσμοσυρροή. Όσο κι αν αγαπούν τις αρματοδρομίες, οι Ηλιουπολίτες δε χαλάνε τη βολή και την ξεκούρασή τους ένα μάτσο ξένους -κι είναι η έβδομη μέρα σήμερα η Άθεη Μέρα, όπου όλοι, ακόμη κι οι ιερείς των ναών ξεκουράζονται και διασκεδάζουν. Κι ας είναι, λένε, οι δυο καλύτεροι αρματοδρόμοι που θα τρέξουν σήμερα, ο Καπουλάλου, ο Λίγο Φως, που είναι Νεσίλιος κι ο Μητρόδωρος από τις Πλάκες, ο γιος της παραστρατημένης μάντισσας.
Όχι. Ο λαός της Ηλιούπολης έχει μαζευτεί γι’ άλλο σκοπό γύρω από τον Ιππόδρομο και ξεροσταλιάζει στα πόδια του, λαχταρώντας μια μπουκίτσα τυρί με το ξερό του παξιμάδι. Ο λαός της Ηλιούπολης έχει έρθει για να δει το διάδοχο του χρόνου. Έχει έρθει να δει, αν μετά από τόσον καιρό, οι γιατροί και το παλάτι τού έλεγαν την αλήθεια ή αν οι φήμες ότι ο διάδοχος έχει χάσει τα λογικά του είναι αληθινές.

Και να ‘τος, όμορφος, ευθυτενής, ηγεμονικά αλαζονικός κι αρχοντικά ακατάδεκτος όπως πάντα. Στέκεται στο βασιλικό θεωρείο όρθιος και σιωπηλός, με το γιατρό Πλαταιό στο ένα του πλευρό για παν ενδεχόμενο και την πιστή του παραμάνα, τη γριά Αλεξάνα, στο άλλο, ως να εμφανιστεί ο βασιλεύς πατέρας του, συνοδευόμενος από τον αρχιστράτηγο Ξούθο. Πατέρας και γιος αγκαλιάζονται μέσα στις επευφημίες του πλήθους κι ο βασιλιάς Φίλιππος, όταν η βαβούρα μειώνεται κάπως, υποδέχεται κι επίσημα το γιο του ξανά στη δημόσια ζωή. Κήρυκες μεταφέρουν τα λόγια του ως την άλλη άκρη του Ιππόδρομου, οι λέξεις ηχούν πολλαπλασιασμένες και καθάριες, μεταφέροντας χαρά και ανακούφιση στο κοινό.

-Δέκα μήνες πριν, ο ιερός Δαμάσειος Ιππόδρομος ήταν ένα μέρος θλίψης και πόνου. Δέκα μήνες πριν, τύχη κακή έσπασε τους άξονες στο άρμα του γιου μου και τον έστειλε στο κρεβάτι σχεδόν νεκρό, με τους θεούς στο προσκεφάλι του ν’ αγωνιούν ακόμη κι εκείνοι για το γραμμένο της Λαχέσιδος. Όμως λαέ της Ηλιούπολης, λαέ του βασιλείου των Μηλισίων, πέρασαν οι κακές μέρες, οι αποφράδες. Τώρα ο Αργικλής Φιλίππου είναι μαζί μας και πάλι, γερός και δυνατός!

Κι άλλες κραυγές ενθουσιασμού. Λουλούδια εκτοξεύονται προς το βασιλικό θεωρείο, χιτώνες και καπέλα και μαντήλια ανεμίζουν. Όμως ο διάδοχος ή μάλλον, ο άντρας που ο βασιλιάς αποκαλεί διάδοχο, μπορεί να ξεχωρίσει το αίσθημα που προκαλεί στο κοινό του. Κι η πείρα του τού λέει ότι αυτό το συναίσθημα δεν είναι ενθουσιασμός ή αγάπη για το διάδοχο. Είναι πιο πολύ ανακούφιση και μια γενναία δόση νοσηρής περιέργειας, σαν εκείνη των παιδιών όταν βάζουν τα δάχτυλά τους στις πληγές των άλλων. Αυτό το τσούρμο έχει έρθει, όχι για να ζητωκραυγάσει, αλλά για να δει, να ελέγξει, να προσπαθήσει να ξεχωρίσει τι είναι αυτό που δεν πάει καλά με τον Αργικλή Φιλίππου. Κι ο ενθουσιασμός κι η αγάπη κι οι ζητωκραυγές δεν είναι τίποτε άλλο από τη διάψευση των χειρότερών τους φόβων, εκείνων που μιλούσαν για τρέλα και ηλιθιότητα και για μυαλό μικρού παιδιού.

Ο άντρας που ο βασιλιάς αποκαλεί διάδοχο ανατριχιάζει, αλλά ξέρει να υποδύεται τον γεμάτο αυτοπεποίθηση γιο. Χαμογελά ελαφρά, παίζοντας με τα ρουθούνια του με μια σταλίτσα περιφρόνηση, όπως ο πραγματικός Αργικλής. Η παράσταση είναι καλοστημένη και μπορεί να έφτασε στην κορυφαία της σκηνή, αλλά ακόμη δεν έχει τελειώσει. Κι οι δάσκαλοί του πάντα του το έλεγαν «ποτέ μη χαλαρώσεις, ποτέ μην πεις ότι τελείωσε η δουλειά σου, αν δεν τελειώσει η παράσταση». Κι επίσης του μάθαιναν πώς να διοχετεύει τα δικά του συναισθήματα στον ήρωά του, πώς να εκφράζει το φόβο ή τη λύπη ή τον πόνο του, χρησιμοποιώντας χειρονομίες που για τον ρόλο του σήμαιναν χαρά ή έρωτα ή σκεπτικισμό. Ή περιφρόνηση.

«Καημένε Ζεύξανδρε», σκέφτεται για τον εαυτό του. «Ο μεγαλύτερός σου ρόλος, το πιο ζεστό σου χειροκρότημα και δε θα μάθει ποτέ κανείς πόσο το άξιζες.»

Κι όταν συνειδητοποιεί ότι μιλάει για τον εαυτό του σε χρόνο παρελθοντικό, τα ρουθούνια του παίζουν πιο πολύ.