Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Αναγνωστικό ημερολόγιο, 2010 - τα 30 δεύτερα (μέρος πρώτο)

Τελικά πρέπει να το πάρω απόφαση ότι αυτοί είναι οι ρυθμοί μου. Ότι δηλαδή το σύνηθες νούμερο βιβλίων που μπορώ να διαβάσω σε ένα χρόνο θα γυρίζει γύρω από το νούμερο 80 κι ίσως και κάποιες φορές ν’ αγγίζει και το 90 ή το 100. Μη με παίρνετε με τις ντομάτες, είναι καλό ένας άνθρωπος να έχει αυτογνωσία, έτσι δεν είναι;

Μέσα στη δεύτερη τριακοντάδα βιβλίων υπήρξαν και κάποια που θα ήθελα να γράψω μερικά περισσότερα πράγματα από μερικές αράδες, όπως κάνω συνήθως. Οπότε θα φυλάξω μια ανάρτηση, πιθανόν για το τέλος της εβδομάδας, στην οποία θα μιλήσω γι’ αυτά τα τρία ή τέσσερα βιβλία. Προς το παρόν, λίγα σχόλια για υπόλοιπα.

METALικές Ιστορίες Φαντασίας και Τρόμου. Οι ιστορίες της συλλογής αυτής με ελληνικό φανταστικό γράφτηκαν για το διαγωνισμό του περιοδικού Metal Invader, που έγινε το 1996. Τίθεται μάλιστα και θέμα μιας κάποιας συγκίνησης, μιας και για λίγες μόλις μέρες δεν έλαβα μέρος κι εγώ τότε... Είναι ένα αρκετά καλό δείγμα (με την έννοια του δείγματος της δειγματοληψίας) του ελληνικού φανταστικού της νέας εποχής, περίπου στο τέλος των πέτρινων χρόνων. Δεν ήταν πολύ κακό, ούτε και πολύ καλό, αλλά ήταν αρκετά ελπιδοφόρο κι άφηνε υποσχέσεις για κινήσεις στο χώρο.

Τέχνασμα Δεμένο Με Άλλο Τέχνασμα, Το Βασίλειο της Αράχνης, βιβλίο 3, Γιάννης Πλιώτας. Επιτέλους βρήκα χρόνο και κατάλληλη όρεξη (γιατί αν δεν έχεις κατάλληλη όρεξη κάνεις κι αδικίες) και διάβασα το Τέχνασμα. Για την ιστορία, και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, το τρίτο αυτό βιβλίο της τετραλογίας του Βασιλείου της Αράχνης δεν το διάβασα τυπωμένο, ως όφειλε, ούτε το έβαλα στο τέλος στη βιβλιοθήκη μου, δίπλα στα δύο μεγαλύτερα αδελφάκια του, που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Λιβάνη πέρσι. Το διάβασα ως e-book από την οθόνη του υπολογιστή μου. Κι αυτό εγείρει ένα σωρό ερωτήματα και συζητήσεις σχετικά με την επιλογή αυτή του εκδότη, να "ρίξει" το τρίτο βιβλίο κατ' αυτόν τον τρόπο. Στα του κειμένου τώρα, είναι πιο γρήγορο και με περισσότερη δράση ακόμη ίσως κι από το πρώτο. Θα σταθώ αρκετά στο ότι πολλά πράγματα μας αποκαλύπτονται, μπαμ-μπαμ-μπαμ, με ριπή πολυβόλου, και πριν συνέλθω από τη μια αποκάλυψη έρχεται η επόμενη. Είναι πολύ «πυκνό» βιβλίο για μένα, δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα, να χάσω ούτε μια λεξούλα, γιατί αλλιώς την πάτησα. Αλλά το καταφχαριστήθηκα. Και τώρα τρίβω τα χέρια μου να δω τι πρόκειται να κάνει ο φίλος Γιάννης στο τέταρτο, πώς θα τα κλείσει όλα αυτά τα subplots που έχει ανοίξει, επιλέγοντας συνειδητά να μην αναρωτηθώ από τώρα αν θα χρειαστεί να το διαβάσω κι αυτό από την οθόνη του υπολογιστή.

Εύα, η Αγαπημένη των Βρικολάκων, Γιάννης Σολδάτος. Ομολογώ ότι εξεπλάγην ευχάριστα. Δεν είναι καθαρό φανταστικό, παίζει αρκετά με το μαγικό ρεαλισμό, αλλά έχει χιούμορ, σπίρτο και μπορεί κανείς να το παρομοιάσει με τα πονήματα του Λένου Χρηστίδη ή του Νίκου Κουνένη. Η Βαγγελιώ, μια παντρεμένη σε παραμεθόριο χωριό έχει ένα πρόβλημα: ο άντρας της ο Σπύρος, έχοντας πατήσει μια νάρκη στο κυνήγι κι όντας κατά τα εφτά δέκατα του σώματός του άθαφτος, έρχεται πίσω να της κάνει τη ζωή δύσκολη. Κατά τα φαινόμενα το ίδιο θα γίνει και με τον Αποστόλη, το δεύτερο άντρα της, που θα την κάνει σταρ της τηλεόρασης, όπως και με το στρατηγό κι εθνοσωτήρα Νώντα Λεβάντε, που πεθαίνοντας θα την μεταμορφώσει από Βαγγελιώ σε Εύα-Εβίτα και θα της χαράξει καινούργια πορεία... Όπου το πετύχετε πάρτε το, αξίζει τον κόπο.

Η Καταστροφή, Μάκης Πανώριος. Διηγήματα που πλησιάζουν περισσότερο το μαγικό ρεαλισμό και ελάχιστα την εφ. Δεν ήταν άσχημα, αλλά σίγουρα ήταν κουραστικά στην ανάγνωσή τους.

Μακάο, Λίλα Κονομάρα. Πρόκειται για δύο διηγήματα, το ομώνυμο και το «Πεσσών Διάταξις», στα οποία οι προσωπικές ανησυχίες και ανασφάλειες του κάθε ήρωα, ο απολογισμός της ζωής τους, γίνεται εξ αιτίας ενός φανταστικού γεγονότος: στο «Πεσσών Διάταξις», ο γηραιός στρατηγός διαβάζει ένα παλιό κινέζικο βιβλίο σχετικά με το σκάκι και σε κάθε του κεφάλαιο μεταφέρεται μυστηριωδώς σε ένα σημείο καμπής της ζωής του, ενώ στο «Μακάο», δυο φίλοι που ναυαγούν περισυλλέγονται από ένα πλοίο που πηγαίνει στο Μακάο, αλλά το οποίο "βρίσκεται" μόνιμα στις 30 Ιουνίου του 1930 και κάθε βράδυ βυθίζεται. Γενικά το θέμα αγγίζει πολύ διακριτικά αλλά και εμφανώς το φανταστικό, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στην ψυχολογία των ηρώων.
Αν τα καταφέρνει; Χμ. Μένω με την εντύπωση ότι κάτι λείπει από το βιβλίο. Και η μία ιστορία και η άλλη λένε αυτά που θέλει η συγγραφέας τους να πουν κι όχι αυτά που θα 'ταν φυσικά σε κάθε σημείο της ιστορίας. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά στην ουσία δεν είναι. Γιατί για μένα, η μεγαλύτερη επιτυχία ενός συγγραφέα είναι να κάνει τους αναγνώστες του να ξεχάσουν την ύπαρξη του. Να μπουν μέσα στην ιστορία και να τη ζουν χωρίς να συνειδητοποιούν ότι την ακούν από τα χείλη του. Κοντολογίς λείπει ένα σημαντικό μέρος της αληθοφάνειας, αυτού που θα έκανε τις ιστορίες πιο συμπαγείς και πιστευτές. Η γλώσσα είναι σταθερά άνω του μετρίου και υπηρετεί αρκετά σωστά το κείμενο, οι διάλογοι τείνουν να είναι κάπως πιο μακροσκελείς απ' ότι θα 'πρεπε, αλλά είναι αρκετά ζωντανοί και γλαφυροί και η πλοκή δεν είναι πολύ γρήγορη, αλλά ούτε και σέρνεται. Θα ήταν καλό ως πρώτη προσπάθεια στο φανταστικό ενός συγγραφέα που δεν το κατέχει. Θα ψάξω κι άλλα βιβλία της, για να δω αν έχω δίκιο.

Ίδας ο Μέγας, οι τελευταίες μέρες της μυθικής Ατλαντίδας, Μιχαήλ Κοκκινάρης. Παράξενο βιβλίο, καθαρό φάντασυ, με όλα του τα σεπρεπά, αλλά με το ελάττωμα να είναι γραμμένο ως πολιτικοστρατιωτική ανάλυση. Λίγες οι σκηνές με διάλογο και πλοκή ή ανάπτυξη χαρακτήρων. Όλο το βάρος ήταν στο πώς και το γιατί των πολεμικών συρράξεων και των πολιτικών κινήσεων.
Αν και έχει την αξία του, μου ήταν δύσκολο να το τελειώσω. Αρχικά ο συγγραφέας επιδεικνύει το σύνδρομο του mainstream λογοτέχνη: για να τολμήσει να γράψει κάτι φανταστικό, πρέπει πρώτα να το δέσει με το σήμερα και την πραγματικότητα με τον τρόπο της πεπατημένης (λίθινες πλάκες με γραμμένη την ιστορία από έναν αυτόπτη μάρτυρα, που επέζησαν στην κατοχή μιας οικογένειας). Επιπλέον ο Κοκκινάρης έχει το (κακό για μένα) συνήθειο να αλλάζει παράγραφο μετά από κάθε τελεία που βάζει και το βιβλίο μοιάζει να διαρκεί όχι 460 σελίδες, αλλά τουλάχιστον χίλιες.
Τα καλά νέα είναι ότι πίσω από τα όποια τεχνικά προβλήματα, η ίδια η ιστορία, η ιδέα και η επιλογή της πλοκής είναι καταπληκτική. Έχει όλες τις συμβάσεις του φάντασυ, και μάλιστα του επικού, με γιγαντιαία μεγέθη να μπλέκονται, με ονόματα άκρως αναγνωρίσιμα, με μια εξαιρετική εξήγηση για το χτίσιμο των πυραμίδων και την καταγωγή των Φοινίκων, με εκμετάλλευση όλων των δυνατοτήτων που παρέχει η γνώση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και των μοντέρνων αρχαιολογικών ανακαλύψεων. Νομίζω ότι όποιος καταφέρει και ξεπεράσει το σκόπελο της μορφής του κειμένου (βλ. τα περί πολιτικοστρατιωτικής ανάλυσης) θα ανακαλύψει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο.

Σμαράγδια Με Ασήμι, Ουροβόρος Κρίνος, βιβλίο 1, Ελίζα Πολιτσοπούλου. Αυτό το βιβλίο με στεναχώρησε. Υπάρχουν σαφέστατα πολλές δυνατότητες και στην ιδέα και στην πλοκή αλλά και στην πένα της συγγραφέως, αλλά δυστυχώς δεν καταφέρνουν να γίνουν ικανότητες. Πολλές φορές αναγκάστηκα να το αφήσω λίγο για να ξεκουραστώ από τον τρόπο με τον οποίο ανακατεύει διαφορά πράγματα χωρίς να τα εξηγεί (ή εξηγώντας τα με δασκαλίστικο τρόπο) ή για να ξαναγυρίσω να βρω μήπως πήδηξα καμιά σελίδα γιατί αυτά που διάβαζα δεν είχαν φυσική συνέχεια με τα προηγούμενα.
Υπάρχει μια εμμονή στην περιγραφή των ρούχων, ενώ οι τοποθεσίες δεν περιγράφονται πρακτικά καθόλου. Οι ήρωες βλέπουν διάφορα πράγματα να τους συμβαίνουν και δεν εκπλήσσονται σχεδόν ποτέ κι όταν εκπλήσσονται είναι μόνο για όσο εξυπηρετεί την ιδέα της συγγραφέως. Ο αφηγητής -διότι υποτίθεται ότι το κείμενο είναι η αφήγηση κάποιου προσώπου που δεν αποκαλύπτεται- είναι εντελώς απών, εκτός από στιγμές που πετιέται μέσα στη μέση υπενθυμίζοντας άγαρμπα την παρουσία του. Στην αρχή η Μόριγκαν καπνίζει συνεχώς, αργότερα ξεχνάει να καπνίσει. Αναφέρεται κάποια στιγμή ένας κλώνος -ως κάτι εντελώς φυσιολογικό- ενώ υποτίθεται ότι κανείς δεν ξέρει πώς γίνεται αυτό και μόνο πολύ αργότερα παίρνουμε μια υποτυπώδη εξήγηση για το τι είναι και πώς δουλεύει.
Σταματάω εδώ. Παρά τη στεναχώρια μου, δηλώνω ευθαρσώς ότι θα ακολουθήσω τη Μόριγκαν στις περιπέτειές της, κυρίως γιατί πιστεύω ότι κανείς, όσο μεγάλος συγγραφέας κι αν είναι, δε μένει στάσιμος, ούτε και γεννιέται μαθημένος. Περιμένω η Ελίζα να έχει εξελίξει την πένα της ως το δεύτερο βιβλίο της σειράς και της εύχομαι, αν με διαβάσει ποτέ, ό,τι καλύτερο.

Οι Λεπίδες της Λησμονιάς, Βασίλειος Ι. Μέγας. Ένα βιβλίο νεαρού Έλληνα συγγραφέα του φανταστικού που ενώ διαθέτει ωραία σύλληψη και ενδιαφέρουσα κοσμοπλασία, η εκτέλεσή τους -της σύλληψης και της κοσμοπλασίας- είναι προβληματική. Οι χαρακτήρες ενώ υποτίθεται ότι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους (ο ένας πολεμοχαρής κι ο άλλος ειρηνόφιλος), δεν καταφέρνουν να διαφέρουν αισθητά ο ένας από τον άλλο. Η κοσμοπλασία είναι υπέροχη, αλλά οι περιγραφές και οι διευκρινήσεις είναι μαθηματικά περιγραφικές (η κρυστάλλινη γέφυρα ήταν τόσα πλέθρα επί τόσα και είχε βάσεις τόσες οργιές επί τόσες και τόσες επί τόσες), είτε κουραστικά λεπτομερείς (μανδύας, χιτώνας, σανδάλια, μαλλιά, μάτια κι όταν ξαναεμφανιστεί ο ήρωας στην επόμενη σκηνή, ξανά περιγραφή), είτε μηδαμινές. Τα κίνητρα των ηρώων είναι επίσης ή παντελώς απερίγραπτα (γιατί ξεκίνησαν να τον κάνουν αυτόν το ρημαδοπόλεμο;) είτε αναλύονται ξανά και ξανά επί σελίδων. Η δε γλώσσα είναι φοβερά λόγια (με λέξεις όπως ορφνός, δνοφερός, δίφρος) αλλά στις απλές λέξεις παρουσιάζει παιδικά παραστρατήματα (όπως πχ, «το δερμάτινο παντελόνι ήταν ξεφτισμένο στα γόνατα» -όχι φθαρμένο, ξεφτισμένο). Τέλος ενώ η πλοκή έως περίπου τα 3/4 του βιβλίου δείχνει να πηγαίνει κάπου, τελικά καταλήγει στο τίποτα, εντελώς αντικλιματικά για την μέχρι εκείνη τη στιγμή περιγραφή των γεγονότων.
Και φυσικά δε μιλάμε για αληθοφάνεια, τη στιγμή που στις πρώτες τρεις σελίδες περιγράφεται μια μάχη με δυο εκατομμύρια (!) νεκρούς και δέκα εκατομμύρια συμμετέχοντες. Εφόσον ο συγγραφέας αγαπάει τόσο πολύ το αρχαιοελληνικό ιδεώδες (και πολύ καλά κάνει, κι εγώ μαζί του είμαι) ας τιμήσει, αρχικά, το παν μέτρον άριστον και σε δεύτερη φάση, ας ρίξει μια ματιά στην ιστορία. Θα δει ότι ο Μέγας Βασιλέας που έφερε όλη την ανατολή μαζί του να την πέσει στην Ελλαδίτσα, είχε δεν είχε 700.000 κόσμο, μαζί με τους βοηθητικούς, πολλοί από τους οποίους δεν έμπαιναν καθόλου στη μάχη. Όταν ο Ηρόδοτος μιλάει για ένα εκατομμύριο άντρες, οι υπόλοιποι, σύγχρονοι και μεταγενέστεροί του, γελάνε ειρωνικά.

Ιστορίες μέσα από τη γυάλινη μάσκα-Τρομώδες Παραλήρημα, Γιώργος Βολουδάκης. Το μικρότατο αυτό βιβλιαράκι, παρά το ότι αυτοδιαφημίζεται ως έργο φαντασίας, εντούτοις είναι καθαρά σουρεάλ και δεν έχει σχέση με το κλασικό φανταστικό. Περίπλοκη και εξεζητημένη γλώσσα, βαθιά νοήματα, και να μου το συγχωρήσει ο συγγραφέας, αλλά πολύ αυτοπροβολή. Με κούρασε τολμώ να πω.
Από το οπισθόφυλλο:

Στις αρχές του 1989, όταν ολοκληρωνα το ανά χείρας βιβλίο, δηλαδή τις μικρές ιστορίες φαντασίας και το δραματικό ποιητικό δοκίμιο, δεν φανταζόμουν ότι μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια, θα είναι τόσο κοντά στην πραγματικότητα. Ιδιαίτερα τρεις από τις ιστορίες μου έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Ο "παρασκευαστής ονείρων" επαληθεύθηκε με την εισβολή της εικονικής πραγματικότητας. Ο "πλαστικός χειρουργός συνειδήσεων" μιλούσε από τότε για τα γνωστά σήμερα ταχύτατα τηλεοπτικά μηνύματα που απευθύνονται στο υποσυνείδητο με ύποπτους σκοπούς. Πριν από λίγους μήνες επίσης, έγινε λόγος για έναν πλανήτη όμοιο με τη γη. "Η απόσταση της γης από τον εαυτό της" είναι μια ιστορία γραμμένη είκοσι χρόνια πριν και περιγράφει έναν τέτοιο πλανήτη.
---
Τα επόμενα ταραχώδη έτη, με ανάγκασαν να τερματίσω την δεκαοχτάχρονη ηθελημένη αποχή μου από το χώρο των εκδόσεων και να φέρω στο φως αυτά τα δύο έργα μου, αν και είναι προγενέστερα από όσα δεν έχουν εκδοθεί. Μόνο το επιμύθιο στο "Τρομώδες παραλήρημα" και οι δύο ιστορίες που προανέφερα έχουν γραφτεί πρόσφατα.


Άμυνα Ζώνης, Νυχτερινό Δελτίο, Πέτρος Μάρκαρης. Ομολογώ (όλο ομολογίες είμαι σήμερα) ότι με τον Πέτρο Μάρκαρη ήμουν κάπως ξινισμένη. Δεν ξέρω, ίσως να μου έφταιγε το όνομά του, χωρίς λόγο και πολύ ξινισμένη. Δεν ήθελα να διαβάσω τα βιβλία του, μόνο και μόνο από τον ήχο του ονόματός του. Αλλά ήρθε εκείνη η ρημαδοσειρά στην κρατική τηλεόραση, η «Άμυνα Ζώνης» και λάτρεψα το μπαγάσα το Χαρίτο, τον ήρωά του. Τι να λέμε, κι όλους του τους ήρωες, είναι όλοι τους ένας κι ένας. Είχα λοιπόν κάνει πέρσι τέτοιον καιρό ντου και είχα πάρει όλα του τα βιβλία. Κι έτσι μια μέρα του Ιουνίου, μιας και διακόπευα τότε, έκατσα και διάβασα την "Άμυνα Ζώνης". Κι επειδή η δόση ήταν μικρή και κομμένη, διάβασα και το "Νυχτερινό Δελτίο" στα καπάκια.
Η επιτυχία του Μάρκαρη πιστεύω πως είναι στις μικρές γνώσεις που έχει σχετικά με την ανθρώπινη καθημερινότητα. Όχι τόσο στο τραγικό έγκλημα που περιγράφει (γιατί ούτε μια στιγμή δεν ξεχνάς ότι είναι ένα καλό, διασκεδαστικό βιβλίο μυστηρίου που διαβάζεις) αλλά κυρίως στο πώς οι ήρωές του αντιμετωπίζουν την κίνηση, τη βροχή, το κρουασάν και τους δημοσιογράφους. Στις σχέσεις που έχει ο Χαρίτος με τον προϊστάμενό του και με τη γυναίκα του και την κόρη του. Στις απεργίες, το σεισμό, τις διαμαρτυρίες, τις περιγραφές των γυναικών και των αντρών. Στους ζωντανούς, τους νεκρούς και τους δράστες του. Πάει, από ξινισμένη, έγινα Μαρκαρικιά. Και το κακό για την αλαζονεία μου είναι ότι το χαίρομαι κιόλας.


Ο Τσε αυτοκτόνησε, Πέτρος Μάρκαρης. Πικρό, πολύ πικρότερο από τα προηγούμενα. Βγαίνει μια κατάθλιψη, εκείνη των παλιών αγωνιστών που τους έφαγε η μεταπολίτευση και οι επιτίδειοι. Οι χαρακτήρες είναι και πάλι τρομερά σκιαγραφημένοι κι όσο πάει τόσο θυμώνεις μαζί τους ή τους οικτίρεις. Έχει το κακό του από μηχανής θεού εδώ κι ο ρόλος του Ζήση αρχίζει να γίνεται γραφικός, αλλά στο επόμενο το σώζει αρκετά.

Βασικός Μέτοχος, Πέτρος Μάρκαρης. Έντονο, με τρομοκρατικές επιθέσεις και πειρατείες. Μια πολύ παράξενη ματιά μέσα στα ΜΜΕ. Και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Στιγμές-στιγμές καταντάει ανατριχιαστικό, ειδικά για όσους έζησαν από την άλλη πλευρά του «πολιτικώς ορθού» κατά τη διάρκεια της χούντας.

Παλιά, πολύ παλιά, Πέτρος Μάρκαρης. Το πιο αδύναμο απ' όλα. Ουσιαστικά μια περιήγηση στην Πόλη και μια -τι; εξιλέωση; «διαφορετική ματιά»;- στους Πολίτες της σύγχρονης ιστορίας. Με ενόχλησε πάρα πολύ που οι «τουρίστες» είναι στην ουσία καρικατούρες, για να μας δείξει πόσο πολύ «διαφορετικοί» ήταν οι Πολίτες από «εμάς» τους Ελλαδίτες. Θεωρώ ότι μπορούσε να το είχε χειριστεί πολύ καλύτερα και το θέμα και την περιγραφή του. Να χτυπήσει πιο βαθιά, όπως έκανε στον Τσε ή στο Βασικό Μέτοχο. Κρατήθηκε, ίσως και για λόγους διεθνών σχέσεων, και μου στέρησε την απόλαυση ενός ακόμη καυστικού σχολίου στη Νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας.

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Ερωτικής Ποίησης. Μια πολύ τρυφερή ανθολογία ποίησης, με το αρχαίο κείμενο στη μια σελίδα και τη μετάφραση στην άλλη. Ήταν ένα από τα ωραία δώρα που μου έκαναν φέτος στη γιορτή μου και παρά που δεν έχει αφιέρωση, δεν ξεχνώ ποιος μου το έκανε. Κρατάω -πέραν της όποιας συγκίνησης μπορεί να σου προκαλέσει ο καθένας από τους στίχους που περιέχονται- το στίχο της Σαπφώς:

"ήρθες -κι εγώ σ' αποζητούσα!-
και την καρδούλα μου τη δρόσισες που έκαιγε
απ' τον πόθο."


Αγοράστε το Δία και άλλες 69 πολύ μικρές ιστορίες του φανταστικού. Περιττό να πω ότι λατρεύω τις πολύ μικρές ιστορίες κι ότι εφόσον το βιβλίο περιείχε Φρέντερικ Μπράουν θα το αγόραζα ούτως ή άλλως... Καταπληκτικό! Σφηνάκια ευφυίας, χιούμορ και σαρκασμού που κάποιες φορές σε κάνουν να γελάς κι άλλες ν' ανατριχιάζεις.

Οι Φύλακες της Νύχτας, Σεργκέι Λουκιανένκο. Ένα βιβλίο που θες οπωσδήποτε να το τελειώσεις. Ενώ έχει σαφή κενά (ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι αναγνώστες του είναι πολύ πιο έξυπνοι απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα), και κάπου-κάπου γίνεται και φλύαρο (ειδικά όταν τον Άντον τον πιάνουν τα υπαρξιακά του), αλλά who cares? Έχει μια φαντασία που μου τίναξε τα μυαλά στον αέρα κι οι εικόνες του περιγράφει σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Μου θύμιζαν λίγο εκείνες στο πρώτο Black Company, του Glenn Cook. Στα μείον, γιατί το διάβασα στα ελληνικά, η κάκιστη μετάφραση και η ελλιπέστατη επιμέλεια.

Ντρας ο Θρύλος, Το Έπος των Ντρενάι, βιβλίο 1, David Gemmell. Όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα αυτού του βιβλίου έμεινα για λίγο ανέκφραστη. Για λίγο όμως... Ε, γ#$ώτι, γιατί έπρεπε να τελειώσει; Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ένα βιβλίο με έκανε να κλάψω. Τι χαρακτήρες, τι ηρωισμός, τι επικές μάχες, τι ψοφολόγημα... Τι αληθοφάνεια! Θα είναι η βίβλος των πολιορκιών για μένα. Όχι ότι δεν έχει τις αδυναμίες του, αρκετό μπλα-μπλα εκεί που δεν χρειάζεται και κάποια τραβηγμένα από τα μαλλιά γυρίσματα στην πλοκή, αλλά τι να σε ενοχλήσουν όταν συνεχίζει και καταλήγει με αυτόν τον τρόπο;

Ο Βασιλιάς Πέρα Από Την Πύλη, Το Έπος των Ντρενάι, βιβλιο 2, David Gemmell. Δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα όσο με τον Ντρας το Θρύλο, κυρίως λόγω του ότι ξεκινάει αργά και απλωτά, δίνοντας ευκαιρία στον αναγνώστη να κατανοήσει τους ήρωές του κι ύστερα προς το τέλος πιλαλάει δίχως λόγο. Ειδικά η τελευταία μάχη που έπρεπε να πιάνει τουλάχιστον 50 σελίδες, δεν είναι ούτε δέκα... Οι χαρακτήρες εξακολουθούν να είναι πολύ ωραίοι (αν και μόνο οι κεντρικοί είναι εκείνοι που αναπτύσσονται καλά), ενώ η λεπτομέρεια που το κάνει πιο αληθοφανές έχει αρχίσει να περιορίζεται. Το μπλα-μπλα επιμένει να κόβει μερικές πολύ ωραίες σκηνές.

Σκοτεινός Ταξιδευτής, Το Έπος των Ντρενάι, βιβλίο 3, David Gemmell. Μάλλον το πιο αδύναμο βιβλίο από τα τέσσερα, ειδικά στο πόσο εύκολα όλοι οι κακοί τελικά χάνουν τη ζωή τους θυσιαζόμενοι για χάρη του Ταξιδευτή. Ο μακαρίτης ο Γκέμμελλ εξακολουθεί να γράφει μεγαλειωδώς, με τα ίδια σχεδόν προβλήματα στη γραφή και τις πλοκές του, αλλά και με την ίδια αποφασιστικότητα και καλή ροή λόγου και ιστορίας. Με άριστα το 10 τα βιβλία του παίρνουν 6,5-7, αλλά είναι στ' αλήθεια εθιστικός! Έχω ήδη φτάσει στη μέση του τέταρτου βιβλίου της Επιστροφής των Ηρώων κι ευχαριστώ την Πηγή που μου έκοψε το Φλεβάρη στο Παζάρι Βιβλίου και πήρα και τους Θρύλους των Ριγκάντε. Μια συμβουλή: αν θέλετε να πείσετε τα βλαστάρια σας να γίνουν συγγραφείς επικής, αντροτεστοστερονικής φαντασίας, μην τους δώσετε Σαλβατόρε. Γκέμμελλ δώστε τους!

Η Επιστροφή των Ηρώων, Το Έπος των Ντρενάι, βιβλίο 4, David Gemmell. Τέλος αντάξιο των υπολοίπων τριών βιβλίων, με τους πολεμιστές του, τους σαμάνους του, το σεξ του και τα όλα του. Λυπήθηκα που μου τελείωσαν οι Ντρενάι στα ελληνικά... Λέω όμως να μην πέσω με τα μούτρα στους Ριγκάντε, την άλλη τετραλογία του Γκέμμελλ, γιατί θα μπουκώσω με ωραίο φάντασι και μετά τα άλλα θα μου φαίνονται άνοστα. Θα κάνω ένα σεβαστό διάλλειμα κι έπειτα θα ψάξω τα υπόλοιπα τρία ή τέσσερα βιβλία με τους Ντρενάι που δεν έχουν μεταφραστεί. Οι Ριγκάντε θα μείνουν για πιο μετά.


Carpe Jugulum, Terry Pratchett. Ούτε το καλύτερο, ούτε το χειρότερο βιβλίο του Δισκόκοσμου. Σαφώς εκείνο που έχει τις περισσότερες τρύπες, κι όχι μόνο από τα μυτερά δοντάκια των βαμπίρων. Η περιγραφή των βρυκολάκων και της μητρότητας δε με έκανε να γελάω.

The Stormcaller, The Twilight Reign Book 1, Tom Lloyd. Το πρώτο βιβλίο της ν-λογίας (ακόμα γράφεται) The Twilight Reign του Tom Lloyd κι ενώ λένε ότι η αρχή είναι το ήμιση του παντός, εγώ δεν ξέρω τι να πω ακριβώς γι’ αυτό.
Ξεκινάει πολύ καλά. Ο κεντρικός ήρωας, ένας έφηβος που λέγεται Isak, είναι white-eye. Πρόκειται για ανθρώπους που γεννιούνται τυχαία μέσα στον πληθυσμό, κι έχουν τρομερές ικανότητες (ψηλότεροι, πιο δυνατοί, με δυνατότητες να γίνουν μάγοι, με πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής) αλλά και το ελάττωμα να μην μπορούν να ελέγξουν εύκολα τα νεύρα τους. Επίσης είναι οι white-eyes που επιλέγονται από τους θεούς για να διοικούν τις φυλές, και πάντα ο κάθε Lord έχει κι έναν Krann, δηλαδή έναν διάδοχο. Γενικά η κατάσταση είναι αρκετά μπερδεμένη (τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό): Οι θεοί έχουν αποσυρθεί (;) ή εξορισθεί (;) από κάποιο αρχαίο μάγο-ξωτικό κι οι προφητείες -που σιγά μη δεν υπήρχαν προφητείες- λένε ότι θα γεννηθεί κάποτε ένας white-eye που θα τους επαναφέρει, ο Savior.
Και σιγά που δε μαντεύετε τη συνέχεια: ο Isak, από παραπαίδι και του κλώτσου και του μπάτσου (διότι οι white-eyes είναι μισητοί στο γενικό πληθυσμό και τους φοβούνται κι επιπλέον ο πατέρας του θέλει να τον φάει λάχανο που η μανά του πέθανε στη γέννα), επιλέγεται από το θεό του θανάτου, το Nartis να γίνει Krann της φυλής των Farlan, υπό τις διαταγές του Lord Bahl. Κι εκεί ανακαλύπτει ότι πιθανόν να είναι ο Savior που περιμένουν οι θεοί…
Από πλευράς μυθοπλασίας είναι εξαιρετικό. Είναι γεμάτο με όμορφα σημεία, με ιδέες που σε κάποιες στιγμές ζήλεψα. Από πλευράς αληθοφάνειας επίσης, είναι αρκετά καλό, κι ο κόσμος που περιγράφει είναι βαριά ψευδομεσαιωνικός, με counts, suzerains, dukes και chaperons για τις άγαμες δεσποσύνες. Η γλώσσα είναι αρκετά απλή, αλλά δεν τις λείπουν κάποιες μικρές φιοριτούρες, που όμως τη νοστιμίζουν αντί να τη βαραίνουν ή να φαίνονται παράταιρες.
Τότε λοιπόν, τι με χαλάει εμένα; Χμ. Οι διάλογοι σίγουρα. Είναι πιο ξύλινοι κι από το Δούρειο Ίππο (κάπου το είδα αυτό, δεν είναι δικό μου, αλλά δε θυμάμαι πού). Στη μέση της μάχης, οι πύλες της πόλης πάνε να κλείσουν κι ο Isak είναι απ’ έξω, πρέπει να τρέξει να προλάβει να μπει μέσα, πριν μείνει απ’ έξω και τον σφάξουν κι αυτός τι κάνει; Κουβεντούλα με μια μάγισσα, στην οποία κουβεντούλα κάθε φράση είναι 5-10 σειρές. Επίσης, όλοι μα όλοι, νέοι, γέροι και παιδιά, μιλάνε με τον ίδιο τρόπο, εκτός ίσως από την Tila, τη γυναίκα της παρέας, η οποία πού και πού κάνει μικρά τσουχτερά σχόλια. Οι άλλοι, είτε είναι χωριάτες, είτε μάγοι, είτε δούκες και κόντηδες, είτε παλιοί στρατιώτες, μιλάνε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ακόμη κι ο Isak που πολλές φορές ξεχνάς ότι είναι 17 στα 18 όταν τον γνωρίζεις.
Κι ακόμη ένα πράγμα, που ίδρωσα να καταλάβω ότι είναι το κύριο πρόβλημα του βιβλίου: ο ρυθμός του. Είναι υποτονικός, κι όταν πάει να γίνει κάτι ξεπετιέται μέσα σε ελάχιστες αράδες. Μετά ο Isak θα πέσει αναίσθητος («Everything turned black», μια πολύ αγαπημένη φράση-κατακλείδα-κεφαλαίου του συγγραφέα) κι όταν ξυπνήσει θα τον έχουν σώσει οι υπόλοιποι και θα πάμε σε νέο γύρο συνομιλιών. Επίσης οι σκηνές μάχης που έχει (μια μάχη πεδίου, μια πολιορκία και μια περιγραφή γκιόστρας) είναι τρομερά έντονες, σε σημείο να μην αντέχεις να τις διαβάσεις μονοκοπανιά, να πρέπει να τις σπάσεις σε μικρότερες αναγνώσεις, γιατί τόσο η πληροφορία, όσο και το ίδιο το συναίσθημα που σου βγάζει ο σκοτωμός είναι τρομερά έντονα.
Μου άρεσε; Δεν ξέρω, υποθέτω πως ναι. Δε μου άρεσε; Θα δυσκολευτώ να διαβάσω το δεύτερο, γιατί υπολογίζω και το μαρτύριο του υποτονικού ρυθμού. Θα το πρότεινα; Ίσως, για την αληθοφάνειά του και την εκρηκτική του φαντασία.

Ο Πύργος των Σκιών, Drew Bowling. Φάντασυ, με αγόρι που ο αδελφός του θέλει να το σκοτώσει για να ξυπνήσει ένα δαίμονα που θα φέρει το τέλος του κόσμου. Μπλέκεται ένας τυχοδιώκτης που έχει τώρα πια αφιερώσει τη ζωή του στη σωστή ανατροφή της κόρης του κι ένας μάγος που ενσαρκώνει την τελευταία ελπίδα αυτού του είδους της μαγείας. Ξεκινάει απελπιστικά αδύναμα, με εντελώς παιδιάστικα λάθη πλοκής, ατμόσφαιρας, αληθοφάνειας κλπ., κλπ., κλπ., αλλά χτίζει σιγά-σιγά και ατμόσφαιρα και χαρακτήρες. Μετά τη σελίδα 50 μάλιστα αρχίζει να γίνεται πραγματικά ενδιαφέρον και δε μπορείς να το αφήσεις , παρά που κάθε τόσο ξεπετιούνται μικροί λόξιγκες, που φανερώνουν την αρχική αδεξιότητα του κειμένου. Το δε τέλος ξαναπέφτει στην παγίδα των παιδικών λαθών και αποδυναμώνεται ενώ περιμένεις πράμματα και θάμματα. Πάντως διαβάζεται ευχάριστα και φαίνεται ότι ο νεαρός κύριος Μπόουλινγκ (25 ετών σήμερα, αλλά το εξέδωσε το 2006 που ήταν 21) έχει και προοπτικές και εξελισσόμενη πένα. Η επιμέλεια του βιβλίου δεν είναι και από τις καλύτερες.

Το Πηγάδι Στο Τέλος Του Κόσμου, βιβλίο Ι, William Morris. Νιώθω απέραντη ανακούφιση που έληξε το μαρτύριο της ανάγνωσης αυτού του βιβλίου. Ξέρω ότι μια κακή μετάφραση μπορεί να χαντακώσει ένα βιβλίο, αλλά δυστυχώς, μια πολύ καλή μετάφραση (όπως αυτή του Νίκου Βλαντή) δεν μπορεί να το σώσει. Το κείμενο δείχνει την ηλικία του με τέτοιον τρόπο που οι ήρωές του μου είναι βαρετοί έως και εντελώς ενοχλητικοί. Κάποιες φορές μάλιστα με ενοχλούν έως την οργή. Δεν ξέρω τι θέση έχει ο Μόρρις στην αγγλική ή την παγκόσμια λογοτεχνία, στο μυαλό μου και την καρδιά μου όμως έχει κοπεί από τους προκριματικούς.

The Cardinal's Blades, Pierre Pevel. Πρώτο μέρος τρι(;)λογίας που προσφάτως βραβεύτηκε με το βραβείο Gemmell για καλύτερο πρωτεμφανιζόμενο. Βασικά το είχα αγοράσει γιατί ήθελα να δω τι ψάρια πιάνουν οι Γάλλοι στο φάντασυ και σιγουρεύτηκα ότι είναι τόσο κολλημένοι στον Αλέξανδρο Δουμά, που δε μπορούν να κάνουν τίποτε καλύτερο...
Γενικά το βιβλίο έχει καμιά εικοσιπενταριά Νταρτανιάν, άλλους τόσους Ροκφόρ, μια μυλαίδη που βγάζει μάτι, και κάνει κι ο Άθως μια καμέο εμφάνιση. Μέχρι να μας συστήσει όλους τους ήρωες κάνει σαράντα χρόνια, ο τρόπος γραφής του είναι φτυστός του Αλεξάνδρου Δουμά κι επιπλέον τα πρώτα τρία τέταρτα του βιβλίου είναι τόσο βαρετά (παρά την σχεδόν άφθονη δράση και τους αβέρτους σκοτωμούς και τραυματισμούς και αναφορές σε πρακτικές μαγείας) που φτύνεις αίμα να φτάσεις στο καλό. Επιπλέον έχει ένα σωρό από διδακτικές αναφορές στη χαρτογραφία του Παρισιού της εποχής, μπλέκει πού και πού καμιά αληθοφανή αναφορά στη μάκα και τη δυσωδία που τους έδερνε τότε (μάλιστα κάπου αναφέρεται ένα δοχείο νυχτός, τοποθετημένο τακτικά στο περβάζι ενός παραθύρου, αφού προφανώς η τάξη κι η νοικοκυροσύνη ήταν να πετάς τα πρωινά ούρα από το παράθυρο στο δρόμο) άντε και κανένα χαριτωμένο ποιμενικό τοπίο κι αυτό είναι όλο.
Α, ξέχασα να σας πω ότι είναι εναλλακτική πραγματικότητα, που διαδραματίζεται στην εποχή του Ρισελιέ και οι κακοί δεν είναι μόνο οι Ισπανοί, αλλά και οι δράκοι. Ο τίτλος αναφέρεται σε ένα ειδικό σώμα αντρών (και γυναικών) στην υπηρεσία του Ρισελιέ, όπου πέφτει η προδοσία σύννεφο κι η δολοφονία ατσάλι. Δεν ξέρω αν τα είπα όλα, εκτός ίσως από το ότι ο Πεβέλ μας απειλεί με τριλογία... ούτως ή άλλως σχεδόν σε cliffhanger μας αφήνει...

4 comments:

nihilio είπε...

Για τα 3 που έχω διαβάσει (Βασίλειο της Αράχνης, Nightwatch, Σμαράγδια με ασήμι) μάλλον θα συμφωνήσω, αν και με εκπλήσει που κατάφερες κα ιβρήκες αρνητικά στο 2ο. Θα ήταν φαίνεται πολύ κακή η μετάφραση...

Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη είπε...

Είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα να έχεις δίκιο. Πάντως υπήρχαν σαφώς στιγμές που θα μου άρεσε να έχει μια φρασούλα παραπάνω μασημένη τροφή. Και φυσικά η σκηνή που λάτρεψα ήταν στο εξοχικό, που πίνουνε τα ξύδια τους και γίνονται κουρούμπελα. Αξέχαστη πραγματικά, από όποια πλευρά κι αν την πιάσεις.

Michael Kokkinaris είπε...

Δε θα μπορούσα ποτέ μου να γίνω κρτικός βιβλίου...είναι τελικά ταλέντο,που δε διδάσκεται...
Ωστόσο ο Ίδας,ο Ενδέκατος Βασιλιάς της Ατλαντίδας,σχεδιάστηκε και δημοσιεύτηκε,κυρίως για να καταγραφεί ο άγνωστος κόσμος της Ατλαντίδας,να ταξιδέψει σαν μυθιστόρημα αρχικά,ώστε να γίνει σενάριο ταινίας στη συνέχεια,όπως έγινε ως τώρα και με ένα άλλο μυθιστόρημα(Ελ Χακίμ-Ο Θεραπευτής),πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο για την ταινία "ΑΝΙΜΑ",που βρίσκεται σε στάδιο προπαρασκευής στις ΗΠΑ.
Μιχάλης Κοκκινάρης

Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη είπε...

Καταρχήν ευχαριστώ για την επικοινωνία. Είναι πολύ ωραίο να ξέρεις ότι αυτά που λες αγγίζουν τους άλλους. Σε δεύτερη φάση, ούτε κι εγώ νομίζω ότι μπορώ ποτέ να γίνω κριτικός. Αυτό που είμαι από μικρό παιδί είναι αναγνώστης. Ένας απαιτητικός αναγνώστης ίσως, αλλά σαφώς ένας αναγνώστης που του αρέσει να λέει τη γνώμη του.

Χαίρομαι που το πόνημά σας, με τη μία (Ίδας) ή την άλλη (Ελ-Χακίμ) του μορφή βρήκε ένα τέτοιο λαμπερό δρόμο να περπατήσει. Κι εύχομαι να ακολουθήσουν κι άλλα τέτοια.