Η σκέψη της κόπηκε απότομα, όταν είδε τον κελευστή να τις πλησιάζει κρατώντας στο χέρι μια ασπίδα και ένα μαχαίρι γνώριμο, λεπίδα λεπτή στη βάση και φαρδιά στη μύτη -α, μα τους θεούς, ένα κοπές, πώς βρέθηκε ως εδώ; Έσφιξε πάνω της τη μισολιπόθυμη-μισοκοιμισμένη κοπέλα, «αχ», σκέφτηκε, «αχ, ως εδώ ήταν, να, ήρθε να μας σκοτώσει, για να μην τους είμαστε βάρος», κι ύστερα τα χέρια της χαλάρωσαν σαστισμένα, γιατί ο ξένος άντρας της έδωσε την ασπίδα και το σπαθί, και το βλέμμα του έλεγε «για να γλιτώσετε τα χειρότερα» και το δικό της τού απάντησε, «λυπάμαι που νόμισα ότι εσείς ήσασταν τα χειρότερα». Η Πίλι έβαλε την ασπίδα μπρος από το σώμα της Χακίκα και έσφιξε το μαχαίρι. Αν όλα πήγαιναν στραβά, υπήρχε κι ένας θεός που θα τις δεχόταν, ο θεός Κροκόδειλος, ο θεός του επιλεγμένου θανάτου, ο θεός των αυτοχείρων.
Έσφιξε το μαχαίρι, έχουμε μια εναλλακτική ακόμη, Χακίκα, έχουμε ακόμη μια δυνατότητα.
Έσφιξε το μαχαίρι.