Οι Έλληνες που θέλουν να γράψουν ένα βιβλίο
στη ζωή τους (προσοχή, όχι οι Έλληνες συγγραφείς, αυτούς που τους τρώει το
σαράκι και γράφουν όλη μέρα, κάθε μέρα, όχι αυτοί που έχουν κάτι να πουν, αλλά
εκείνοι που θεωρούν ότι είναι εύκολο να γράψεις μια ιστορία και κάθονται να τη
γράψουν) τείνουν να θεωρούν ότι η λογοτεχνία του φανταστικού είναι κάτι εύκολο,
ή για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, κάτι ευκολότερο από τη
«συμβατική», την «κανονική» λογοτεχνία.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα -πέρα από τις
λοιδορίες που δέχονται, καθώς πλανώνται πλάνην οικτρά - να εκδίδονται τρεις
φορές περισσότερες φαντασιακές μπούρδες από mainstream μπούρδες.
Με το ίδιο σκεπτικό, όλοι αυτοί που θέλουν να
γράψουν ένα βιβλίο στη ζωή τους, επιλέγουν συνήθως «καυτά» κοινωνικοτεχνολογικά
θέματα ή τρόμο, γιατί είναι ποτέ δυνατόν το φάνταζι και ο Άρχοντας των
Δαχτυλιδιών να περιέχουν ποτέ κοινωνικοτεχνολογικά μηνύματα; Ποτέ.
Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα ράφια των
βιβλιοπωλείων -τώρα που η αυτοέκδοση έχει αφαιρέσει το κριτικό μάτι του
επαγγελματία αναγνώστη από τους εκδοτικούς- να γεμίζουν από ανάξιες απόπειρες
τρόμου και επιστημονικής φαντασίας.
Σαφώς και στην ίδια κατηγορία εκπίπτουν κι
όλα τα αγόρια που θέλουν να εκδώσουν το campaign που έπαιζαν πέρσι (και εκεί αποκτά και το φάνταζι τα
δικά του λογοτεχνικά μπουρδολογήματα) και όλα τα κοριτσάκια ή κυρίες που θα
ήθελαν να ζήσουν μια ζωή σαν της Μπέλας (και μη με κάνετε να πω ποια Μπέλα
είναι αυτή, γιατί απαξιώ) ή της Τίνκερμπελ. Αυτά όμως τα κείμενα είναι συνήθως
τερατώδη σε μέγεθος (500+ σελίδες) και ξέρω να τα αποφεύγω με κομψά τάκλιν, σαν
το Μπέκαμ.
Αλλά τα άλλα, τα τρομο-εφ… φέτος τουλάχιστον
δεν κατάφερα να τα αποφύγω.
ΦΑΝΤΑΣΙ (3)
Το Τραγούδι του Χρόνου, Η Χώρα των Χαμένων
Ευχών, Γιώργος Χατζηκυριάκος: Η δεύτερη φορά που το διαβάζω και οι εντυπώσεις
μου παραμένουν οι ίδιες. Χοντρικά είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται στα παιδιά
χωρίς να τα θεωρεί πνευματικώς ανίκανα και στους ενήλικες σαν αν είναι ακόμα
παιδία. Ανανεώνω την υπόσχεση να το αφιερώσω μια ανάρτηση μόνο δική του.


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ (7)

Το σέττινγκ είναι ένα αόριστο μέλλον; Μάλλον. Οι άνθρωποι, ή μάλλον
οι ήρωες κάθε ιστορίας, ό,τι κι αν είναι, μιλούν για κάποια καταστροφή, για την
αναχώρηση κάποιων εκλεκτών προς τα άστρα. Το τοπίο είναι σαφέστατα
μετακαταστροφικό, χωρίς όμως να υπάρχει μια συγκεκριμένη καταστροφή που να
προκάλεσε την τωρινή κατάσταση. Οι ήρωες εύχονται να πεθάνουν, πρόκειται να
πεθάνουν, αργοπεθαίνουν ή είναι ήδη νεκροί. Οι ευχομηχανές δίπλα τους είναι
σύντροφοι σιωπηλοί, που άλλες φορές παρέχουν παρηγοριά, αλλά τις περισσότερες
μένουν αδιάφορες, μηχανές κανονικές. Ο χρόνος δεν έχει νόημα, άλλες φορές δεν
κυλά, άλλες καλπάζει, κάποιες μάλιστα μένει αναλλοίωτος ώσπου να καταλάβεις ότι
δεν υπήρξε ποτέ. Πείνα, εξαθλίωση, δίψα, αυτή η δίψα με τάραξε.
Σε κάθε ένα από τα 19 διηγήματα, οι άνθρωποι αγαπούν χωρίς καμιά
ελπίδα, προσπαθούν να διοχετεύσουν την τρυφερότητα ή τη βαναυσότητά τους κάπου,
και δεν έχουν πού. Μιλούν με τους νεκρούς τους, περιμένουν αγαπημένους που
έχουν πεθάνει από αιώνες, ή καταστρέφουν πράγματα -κυρίως τον εαυτό τους. Η
αοριστία δεν το κάνει λιγότερο έντονο, λιγότερο αγχωτικό για τον αναγνώστη. Βουτάμε
σε μια άγρια θάλασσα απελπισίας και ξέρουμε ότι άλλη όχθη δεν υπάρχει.
Κι αυτή η γλώσσα. Αυτός ο στεγνός λυρισμός, αυτή η ικανότητα του
συγγραφέα να φτιάχνει εικόνες θανάτου, να βρίσκει λόγια για βασανιστικά
συναισθήματα, να φτάνει αβίαστα σε κάποια πανανθρώπινη αλήθεια κάθε δεύτερη
σελίδα. Αν έπρεπε να γράψω εδώ όλες τις ατάκες που με συγκίνησαν θα έγραφα όλο
το βιβλίο. Θα ανοίξω τυχαία σε μια σελίδα και θα σας γράψω μόνο αυτή τη μία
τυχαία συγκλονιστική ατάκα.
Όταν δεν θα ήταν ικανός
να σταθεί στα πόδια του και να ταξιδέψει, θα 'πεφτε σε κανένα ξεροπήγαδο να
πεθάνει. Μα τι ζωή θα ήταν αυτή δίχως το ταξίδι;

Λάθος Οδηγίες, Αλέκος Παπαδόπουλος: Άλλη μία δεύτερη
ανάγνωση, η οποία όμως δε μου έκανε την εντύπωση που μου είχε κάνει η πρώτη.
Δεν έχασε κάτι στην σπιρτάδα του ή την επινοητικότητα, αλλά κάποια θέματα στην
τεχνική τα εντόπισα, που δεν είχα φανεί στην πρώτη ανάγνωση.


Telepathy, Γιώργος Κώτσης-Καραμπάτης: Από τις 126 σελίδες του, τουλάχιστον οι
40 καταλαμβάνονται από λέξεις όπως "καλημέρα", "τι θα
πάρετε;", "πάρκαρε, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, βγήκε και πήρε
το ασανσέρ για το γραφείο". Η τηλεπάθεια καταλαμβάνει δύο προτάσεις,
υπάρχουν επίσης μερικές σελίδες που αφορούν τηλεκίνηση και όλο το υπόλοιπο
είναι περιγραφή μιας μάλλον βαρετής ιστορίας κλωνοποίησης. Άλλο ένα παράδειγμα
του πώς κάποιος (που βλέπει ταινίες και θέλει να γράψει μια νουβέλα με την
ταινία που θα ήθελε να δει) αποτυγχάνει να χρησιμοποιήσει το μέσο που επέλεξε.


Σοβαρά παράπονα δε νομίζω ότι έχω. Ίσως μια επιλογή πειραματισμού
στα τρία λιγότερο καλά διηγήματα της συλλογής. (Το όνειρο του Κρόνου, το Vice Versa και το Απλά
περαστικός), με την έννοια ότι σε κάθε ένα από αυτά ο συγγραφέας πειραματίζεται
με μια πτυχή της ιστορίας (ιδέα, αφήγηση, ατμόσφαιρα) και αφήνει τις άλλες να
υπολείπονται.
Εκείνο όμως για το οποίο θα ήθελα να διαμαρτυρηθώ δημοσίως είναι η
χρήση του καταπληκτικού ευρήματος της λέξης που καταβαίνει τις γραμμές του
κειμένου σκαλωτά, ένα γράμμα τη φορά. Το αγάπησα βλέποντάς το στο Ripper’s Ballad στη λέξη
«συνείδηση», αλλά όταν το ξανασυνάντησα στην Ωχρά Σπειροχαίτη
σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ πιο εντυπωσιακό αν τα διηγήματα έμπαιναν με την
ανάποδη σειρά. Το «βυθίζεται» θα μου έδειχνε το κόλπο και η «συνείδηση» θα
έλεγε «σύμφωνα με το κόλπο που είδες προηγουμένως, σκέψου ότι και η συνείδηση
μπορεί να βυθιστεί».
Σύνολο: 9 στα 10. Αν αυτό είναι το πρωτόλειο του Σταμάτη, τι
νοστιμιές μάς έχει φυλαγμένες για το επόμενο;

Όπως θα έλεγαν κι οι Αμερικάνοι, είναι, είναι τόσο καλό. Είναι καλό για μένα που δε διαβάζω πολύ τρόμο,
αλλά δε θεωρώ κι ότι με επηρεάζουν πολύ οι σκληρές εικόνες. Βοήθησε πάρα πολύ
και το ότι έχω δει σχετικά πρόσφατα δύο σπονδυλωτές ταινίες τρόμου, τύπου
'60-'70 και τη Μούμια με τον Λη και τον Κάσινγκ. Ήμουν εξαρχής σε μια γνωστή
ατμόσφαιρα, που ξέρω ότι είναι κάπως τρυφερή, κάπως νοσταλγική και ταυτόχρονα
μπορεί να μου παρουσιάσει κάτι εξαιρετικά τρομακτικό.
Φυσικά, αν και με βόλεψε πάρα πολύ, δεν ήταν
και ό,τι καλύτερο η κεντρική ιστορία. Έχω δει μόνο δύο ταινίες που της έμοιαζαν
κι ήξερα ακριβώς τι θα συμβεί στο τέλος Βέβαια τα διηγήματα με αποζημίωσαν, σαν
σύνολο αλλά και σαν ξεχωριστά κομμάτια.
Γλώσσα, τεχνική, επιλογές ατμόσφαιρας, εκείνο
το τρομερό που κάνει ο Λάκραφτ (βάλε την ιδέα σου ανάμεσα σε πολλές μικρές
αλήθειες κι ο αναγνώστης θα ξετρελαθεί ψάχνοντας τι είναι το αληθινό και τι το
ψεύτικο), γνώση της ποπ κουλτούρας, παιχνίδι με τις λέξεις. όλα στη θέση τους,
εκεί που πρέπει, ακόμη κι ο Μπαρόν Σαμντί.
Η Γκουέντολιν του Ερειπωμένου Πύργου,
Διονύσης Παπαδόπουλος: Μετά τον ούρμπαν τρόμο (Φάκελος Βαμπίρ), την εφ (ο Πλανήτης της
Εκδίκησης) και το φάντασυ (Το Δαχτυλίδι της Ταμάρις), ο Διονύσης Παπαδόπουλος ξεσκίζει και το γοτθικό
μυθιστόρημα. Δε θέλω ούτε να σκεφτώ τι περιέχουν τα άλλα του βιβλία που έχω, οι
Δαναΐδες, το Σύνδρομο της Λαΐδας και το Όνειρο σε Κύκλο. Κι ούτε να μου πείτε
παρακαλώ. Θέλω να είναι σουρπρίζ.

Τα κακά νέα είναι ότι κάποια από τα είδη αυτά
τα διεκπεραιώνει συνοπτικά και με πολύ κλισέ τρόπο. Όχι μόνο ως τεχνική
συγγραφής (πχ, ξεκινάει μια οργουελική δυστοπία με "κεφάλαια" που
περιγράφουν το μέλλον, πριν μπει στην κυρίως πλοκή) αλλά και από πλευράς
οπτικών γωνιών, διαλόγων και κινήτρων των χαρακτήρων. Καταλήγει λοιπόν να
περιγράφει κάτι που το έχουμε ξανακούσει, με τρόπο που τον έχουμε ξαναδιαβάσει
και με απουσία της προσωπικής του σφραγίδας επ' αυτής της αφήγησης. Όλα αυτά
κάνουν κάποια κομμάτια (κυρίως εκείνα με εφ θεματολογία) βαρετά.
Πολλά από αυτά τα προβλήματα στη γραφή
εξαφανίζονται όμως όταν αλλάζει το είδος. Στο τρόμο, είναι σαν να βρίσκει
επιτέλους τη δική του, την προσωπική φωνή. Το Sudden Death, ένα διήγημα όπου ένας παράγοντας
ομάδας ποδοσφαίρου που πάει προς υποβιβασμό παρενοχλείται από το φάντασμα ενός
παλιού ποδοσφαιριστή έχει μεν τους αφηγηματικούς του λόξυγκες μέχρι να πάρει
μπρος, μετά όμως απογειώνεται σε απολαυστικά ύψη. Ομοίως και το διήγημα
Νυχτερινό δρομολόγιο στο οποίο καταφέρνει να μπλέξει στην αφήγηση ένα
πραγματικό συμβάν, την πτώση του λεωφορείου του ΚΤΕΛ από την γέφυρα του ποταμού
Αλιάκμωνα το Φεβρουάριο του 2003 και τον αστικό μύθο του μαυροντυμμένου
ωτοστοπατζή, που σου αφήνει ένα σημέιωμα με νούμερα κι εξαφανίζεται αλλά και το
χαριτωμένα τρομακτικό Ινστιτούτο Αδυνατίσματος, για το οποίο δε θα πω τίποτε
περισσότερο από τον τίτλο του.
Γενικά, αν θέλετε να περάσετε καλά με αυτό το
βιβλίο, διαβάστε στα πεταχτά τα εφ κομμάτια, αλλά απολαύστε τον τρόμο του.
Νομίζω ότι αν ο Κανελόπουλος συνεχίσει να γράφει, θα δούμε αξιόλογα πράγματα
στο μέλλον από αυτόν.

Εφτά Σπουδές στο Θρίλερ, Διονύσης Παπαδόπουλος: Δε φτάνει τα άλλα
του βιβλία που έχω διαβάσει (θαρρώ μάλιστα πως είναι και πρωτόλειο, ετούτο δω),
αλλά ο γνωστός γλωσσικός αισθησιασμός του Παπαδόπουλου είναι ήδη παρών. Ως
θέματα λίγο προβλέψιμα.

Δεν τρόμαξα ούτε μια στιγμή (εγώ που τρόμαξα με τους Δαίμονες της
Νορμανδίας, του Μάστερτον). Δεν απήλαυσα τη γλώσσα, ήταν σα να μιλάω με μαθητή
του Λυκείου. Δεν μου άρεσαν οι πλοκές, ήταν τόσο κλισεδιαρισμένες, που ήξερα
εξαρχής τι επρόκειτο να συμβεί. Δεν υπήρχαν χαρακτήρες που να με ενδιαφέρουν,
που να μου προκαλέσουν έστω τον οίκτο. Η αφήγηση είναι διεκπαιρεωτική, σε
σημείο που νομίζεις ότι διαβάζεις μια περίληψη ταινίας. Και το shock factor με τα
ξεκοιλιάσματα και τους αποκεφαλισμούς, απλά αστείο. Ούτε που το παίρνεις στα
σοβαρά.
Εντυπωσιακό ιστολόγιο, εντυπωσιακό το self-promotion (αν και πολύ ενοχλητικό, λίγη
μετριοφροσύνη δεν έβλαψε ποτέ κανέναν), αλλά ευχαριστώ, πιθανόν δε θα ξαναπάρω.

Πρόσωπο με πρόσωπο, Κωνσταντίνος Β. Λιάπτσιος: Προβλέψιμο,
χωρίς να ικανοποιεί τη βασική ερώτηση (ΓΙΑΤΙ συμβαίνουν όλα αυτά) και όχι
ιδιαίτερα ενδιαφέρον.