Προ δύο εβδομάδων έβαλα μπρος μια από τις πλέον φιλόδοξες και ριψοκίνδυνες ιδέες που είχα ποτέ ως συγγραφέας: να γράψω ένα μυθιστόρημα με επική φάντασυ πλοκή, το οποίο όμως να χρησιμοποιεί αντί για το συνηθισμένο ψευδομεσαιωνικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που θα παραπέμπει στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Η αδελφή μου με κοροϊδεύει. "Πόντιακ φάντασυ"; Κι αναρωτιέμαι, γιατί όχι; Ανακάλυψα πρώτη φορά ότι μπορεί να γραφτεί κάτι που να θυμίζει μια απτή πραγματικότητα με τα βιβλία του Gay Gavriel Kay, και ειδικότερα με το Tigana και το Σαραντινό Ψηφιδωτό, όπου ο κόσμος που πλάθει ο Kay θυμίζει ένα Φραγκοκρατούμενο Μωριά και το Βυζάντιο της Εικονομαχίας. Ομολογώ ότι αν και τα βιβλία δεν μου φάνηκαν άξια για βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (ειδικά το Σαραντινό Ψηφιδωτό ήταν από τα πιο βαρετά βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ), εν τούτοις το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει με άλλου είδους προοπτικές πλέον: εφόσον μπορείς να γράψεις ψευδοβυζαντινό φάντασυ, γιατί όχι και ψευδοαρχαιοελληνικό και ψευδοελληνιστικό και ψευδοαραβικό και πάει λέγοντας. Λίγο αργότερα η ανακάλυψη και ανάγνωση της τετραλογίας "Μύθοι των Οτόρι" από τη Lian Hern (ψευδομεσαιωνικό αλλά ανάλογο του Ιαπωνικού μεσαίωνα), μου άνοιξε ακόμη μια πόρτα στο μυαλό, με θέα στην πεποίθηση ότι η φαντασία, εφόσον καλπάζει αχαλίνωτη, μπορεί να βόσκει σε όποια πραγματική εποχή και σε όποια πραγματική χώρα θέλει, αρκεί εκτός από κοπριά, την τροφή της να την κάνει και όμορφα πουλάρια.
Έπειτα, βρέθηκα να κάνω παρέα με τέσσερις σχετικά διαφορετικούς αλλά εξίσου ενδιαφέροντες ανθρώπους: το Γιάννη Πλιώτα, το Μιχάλη Σπέγγο, τον Ελευθέριο Κεραμύδα και το Γιώργο Χατζηκυριάκο.
Ο πρώτος με την έκδοση των δύο πρώτων μερών της τετραλογίας το Βασίλειο της Αράχνης ("Η Περγαμηνή με τους Τέσσερις Απόκρυφους Αποδέκτες" και "Περπατώντας στα Σκαλοπάτια των Νεκρών") μού χάρισε έναν κόσμο όπου κελτικά, ρωσικά και ελληνικά στοιχεία μυθολογίας και λαογραφίας μπλέκονται αξεδιάλυτα σε ένα ενιαίο και ενδιαφέρον σύνολο, αποδεικνύοντάς μου ότι αν κάτι το έχεις μέσα σου μπορείς να το εμπιστευτείς και στη φαντασία σου, να το ενσωματώσεις στον κόσμο σου χωρίς να δείχνει παράταιρο με τίποτε.
Ο δεύτερος, τον οποίο γνώρισα εξαιτίας του πρώτου, με έβαλε στη λογική ότι ακόμη και χωρίς ονόματα και σημεία αναφοράς, εφόσον το σκηνικό είναι αναγνωρίσιμο, μπορείς εύκολα να πλάσεις μια ιστορία με υψηλά στάνταρ. Στο βιβλίο του "Imperium" κανείς άνθρωπος και καμμία χώρα δεν ονοματίζεται κι όμως επειδή οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι περασμένες στο DNA μου ως ταυτόσημες με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, η ανάγνωσή του ήταν εύκολη και πάνω απ' όλα ευχάριστη.
Δυστυχώς τα πονήματα του Γιώργου Χατζηκυριάκου και του Ελευθέριου Κεραμύδα δεν έχουν δει ακόμη ράφι βιβλιοπωλείου. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι οι ιστορίες τους έχουν φέρει τη σκέψη μου σε ακόμη πιο πρωτοποριακούς δρόμους. Καλύτερα απ' όσο μπορώ να τα πω εγώ τα έχει πει ο Λευτέρης στο μπλογκ του σχετικά και με τους Γιους της Στάχτης, μια σειρά φάντασυ που γράφει και φιλοδοξεί να εκδώσει: Ο Λευτέρης κι ο Γιώργος μου έδωσαν ακόμη το κίνητρο να απεξαρτηθώ από τα φτιαχτά ακαταλαβίστικα ονόματα όπως Ρογιοράντου, Ναρουάλις ή Αγίντ και να δώσω στους ήρωές μου ελληνικά ονόματα, ελληνικές συνήθειες και ελληνική νοοτροπία. Όχι ότι απέρριψα εντελώς τον "άλλο" τρόπο, δυστυχώς ή ευτυχώς απολαμβάνω αφάνταστα την ονοματοποιία από το μηδέν. Όμως όταν χρειάζεται έχω τη δυνατότητα και δεν έχω το κόμπλεξ να ονοματίζω τους ήρωές μου όπως τους ταιριάζει, ακόμη κι αν τους ταιριάζει να λέγονται Βρασίδας ή Παρθενόπη
Έτσι το πήρα απόφαση κι εγώ. Μετά από ένα test drive με τη συγγραφή του αρχαιοελληνικού φάντασυ "Θύμνα", το οποίο είναι ακόμη στις διορθώσεις, ξεκίνησα να γράψω ένα μυθιστόρημα μεγαλεπήβολο από πολλές απόψεις. Πρόκειται για μια σειρά τριών βιβλίων επικού φάντασυ, με προσωρινό τίτλο Σκοτεινά Παρχάρια, όπου οι κεντρικοί ήρωες είναι υπήκοοι μιας Αυτοκρατορίας που θυμίζει εκείνη της Τραπεζούντας και έχουν εμφάνιση Ποντίων.
Στοίχημα πρώτο: μέγεθος. Θα μου πείτε δεν έχει καμμιά σημασία (ναι). Χα-χα, θα σας πω. Όταν κάποιος έχει συνηθίσει να γράφει διηγήματα των 1000 με 3000 λέξεων, είναι δύσκολο να συλλάβει τη δημιουργία τριών βιβλίων με 100.000 λέξεις το καθένα...
Στοίχημα δεύτερο: επική φαντασία. Συνήθως με ενδιαφέρουν περισσότερο οι χαρακτήρες ή η ατμόσφαιρα, να είναι ονειρική. Αυτή τη φορά το ίδιο το θέμα είναι ο ορισμός του επικού φάντασυ.
Στοίχημα τρίτο: το ποντιακό στοιχείο. Εδώ αρχίζουν τα σκούρα. Λογικά ένα βιβλίο όπου οι άνθρωποι μιλούν ποντιακά αντιμετωπίζεται από τους μη-Πόντιους στην καλύτερη των περιπτώσεων με σκεπτικισμό και στη χειρότερη με εκνευριστικό χάχανο. Εδώ υπάρχει και ο σκόπελος του ότι είμαι τρίτη γενιά πρόσφυγας, οπότε οι δυνατότητές μου στη γλώσσα είναι περιορισμένες. Αλλά η παροιμία με τον καπετάνιο και τη φουρτούνα εφαρμόζεται κι εδώ. Επέλεξα να βάλω λέξεις της Ποντιακής διαλέκτου (διάλεκτος κι όχι ιδίωμα για λόγους που εξηγούνται εδώ), διάσπαρτες μέσα στο κείμενο, ειδικά όσες αφορούν ένδυση ή έπιπλα και φράσεις ολόκληρες στο στόμα εκείνων που εξασκούν τη μαγεία (διότι ως γνωστόν, φάντασυ χωρίς μαγεία γίνεται; δε γίνεται). Η Ποντιακή διάλεκτος είναι για τους ήρωές μου η Μεγάλη Γλώσσα, εκείνη που πρωτομίλησαν οι θεοί όταν έφτιαξαν τον κόσμο κι εκείνη η γλώσσα στην οποία πρέπει να μιλήσουν οι παρχαρομάνες όταν κάνουν τις μαντείες κι όταν ρίχνουν τις ευχές και τις κατάρες τους.
Στοίχημα τέταρτο: ποιος είναι ο κακός; Λογικά κάτι που μοιάζει με Σελτζούκο ή Οθωμανό. Αλλά η επιλογή δε μου άρεσε. Μου φάνηκε πατροναρισμένη από την αληθινή Ιστορία του τόπου, συν το γεγονός ότι είμαι αρκετά ευαίσθητη σε κάποια θέματα. Βλέπετε, οι πληγές ακόμη κι αν είναι τρίτης γενιάς είναι ακόμη ανοιχτές όταν είσαι πρόσφυγας. Οπότε έριξα τα μάτια μου λίγο πιο πίσω στο χρόνο κι ανακάλυψα του Χεταίους
Τώρα, εφόσον το πόνημα είναι φανταστικό, έχω -ποιητική αδεία- τη δυνατότητα να ανακατέψω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. Κι εκεί περίπου θα έπρεπε να έχετε μείνει ευχαριστημένοι από την δικαιολόγησή μου αυτή. Κι όμως υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, πιο προσωπικός και πιο σχετικός με την ποντιακή μου καταγωγή, που οι Χετταίοι δεν ήταν μία από τις επιλογές μου αλλά η Πρώτη Επιλογή. Η προγιαγιά μου, Όλγα Σταμπουλίδου (;-1976) γεννήθηκε, μεγάλωσε και παντρεύτηκε στο χωριό Καράτζορεν ή Γαράτσορεν, που μπορεί να είναι ποντιακό αλλά βρίσκεται σε Καππαδοκικό έδαφος, κάποια χιλιόμετρα ανατολικότερα της Άγκυρας. Όταν ήθελε να πει ότι κάτι έγινε πέρα μακριά έλεγε ότι έγινε "τεεε, α 'ς σην Χατούσσα", δηλαδή την πρωτεύουσα των Χεταίων... Η γιαγιά Όλγα χρησιμοποιούσε τη φράση όπως και την άλλη χαρακτηριστική του εθνικού μας πάθους, το "πέρα από την Κόκκινη Μηλιά", δηλαδή πολύ μακριά. Με αυτόν τον τρόπο, η Χατούσσα και κατ' επέκτασιν οι Χετταίοι έχουν μπερδευτεί στο μυαλό μου αξεδιάλυτα με την ποντιακή μου καταγωγή.
Τέσσερα, λοιπόν, στοιχήματα. Από τις 300,000 λέξεις που περιμένω να φτάσω, σήμερα που σας μιλώ μου έχουν παραδοθεί οι 10,000. Ακόμη τα πάντα είναι θολά, τόσο από πλευράς πλοκής, όσο και από πλευράς χαρακτήρων. Μόνο ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: αυτό το στοίχημα είτε το κερδίσω είτε το χάσω θα το τρέξω με όλες μου τις δυνάμεις. Κι ελπίζω, ακόμη κι αν το χάσω να έχω τουλάχιστον ευχαριστηθεί τη διαδρομή.
Πέμπτη 30 Απριλίου 2009
Δευτέρα 27 Απριλίου 2009
Τα 20 δεύτερα
Το στοίχημα που έχω βάλει εδώ, να διαβάσω 150 βιβλία μέσα στο 2009, οδεύει κάπως αργά, αλλά οδεύει. Έχω ξεπεράσει τα 40, αλλά δεν είχα βρει ως τώρα ευκαιρία να παρουσιάσω τα 20 δεύτερα, όπως έκανα με τα 20 πρώτα εδώ.
Πάμε, όχι με σειρά ανάγνωσης αυτή τη φορά:
Πάμε, όχι με σειρά ανάγνωσης αυτή τη φορά:
Η Νύχτα της Λευκής Παπαρούνας, Κωνσταντίνος Μίσσιος. Τελείωσα το βιβλίο βράδυ, κατά τις δώδεκα. Κακή επιλογή. Έμεινα ξύπνια ως τις δύο κι αναγκάστηκα να ξεκινήσω ένα άλλο βιβλίο, πιο λάιτ, για να καταφέρω να ξεχάσω την αίσθηση και να κοιμηθώ. Αποτυχία. Έκλεισα τελικά τα μάτια μου κατά τις δύο, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή τιναζόμουν σε κάθε ήχο, όπως ας πούμε στο τσικ-τσικ που κάνει η οθόνη του υπολογιστή όταν κρυώνει (έχω ακόμη CRT, τι να κάνουμε). και στον ύπνο μου είδα το χωριό της μητέρας μου αραχνιασμένο και γεμάτο με ανθρώπους που δε θέλαν το καλό μου, αν και δε θέλαν ούτε το κακό μου. Ευχαριστώ πολύ, Κωνσταντίνε. Με υποχρέωσες.
Όλοι όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο ως τώρα -συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που δεν το έχουν τελειώσει- μιλούν για την ατμόσφαιρα. Ας μιλήσω λοιπόν κι εγώ, μόνο και μόνο γιατί θέλω να δώσω έμφαση σε αυτήν. Διαβάζοντας το The Blade Itself του Joe Abercrombie, μιλούσα συνεχώς για τους χαρακτήρες του, εκείνο ήταν το δυνατό του σημείο κι ήταν πραγματικά καταπληκτικό. Αν θέλω να κάνω κάτι αντίστοιχο για τη Νύχτα της Λευκής Παπαρούνας, θα μιλάω συνέχει για την ατμόσφαιρα, γιατί είναι πραγματικά καταπληκτική.
Μ' αρέσει γιατί χτίζεται πάνω σε εικόνες οικείες. Μ' αρέσει γιατί δεν ξεφεύγει στην ποσότητα των επιθέτων και των καλολογικών στοιχείων που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί για να την στήσει. Πόσες ιστορίες τρόμου δεν έχω διαβάσει που προσπαθούν σε πείσουν για τη φρίκη του θέματος σκεπάζοντας με αληθινά φρικαλέο τρόπο την εικόνα με ανούσιες κι επαναλαμβανόμενες σάλτσες. Εδώ το contiment είναι σε σωστή δόση και ευχαριστώ ειλικρινά τον Κωνσταντίνο που η λέξη "φρίκη" εμφανίζεται ελάχιστες φορές μέσα στο κείμενό του. Όχι ότι οι χαρακτήρες και τα ψυχογραφήματά του υπολείπονται τέχνης. Δεν είδα ούτε μια καρικατούρα, εκτός ίσως από τον παπά-Θωμά, αλλά κι αυτό έχει τη δική του λειτουργία μέσα στο κείμενο.
Και τώρα στα δύσκολα: τι δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε πρώτα και κύρια το ότι ώρες και στιγμές ο συγγραφέας παθαίνει έναν αφηγηματικό λόξυγγα -μόνο έτσι μπορώ να το χαρακτηρίσω. Τι εννοώ. Ενώ το κείμενο είναι στρωτό και ρέει και δείχνει άνθρωπο που πραγματικά ξέρει να χειρίζεται το λόγο με τρόπο που να μπορεί να χειραγωγήσει και τον αναγνώστη του, ξαφνικά, πετάγονται μπροστά μου μικρές φράσεις ή λέξεις που ακυρώνουν αυτήν την εντύπωση. Είναι σαν να έχεις κλειδωμένο στο υποσυνείδητό σου έναν έφηβο συγγραφέα κι όταν δεν κοιτάς, να παρεμβάλει φράσεις στο κείμενο. Και δε θα το έβλεπα αν ο ενήλικος συγγραφέας που γράφει το περισσότερο κείμενο δεν ήταν εντυπωσιακά καλός. Αν η γραφή ήταν μέτρια, αυτές οι φράσεις απλά θα "χωνεύονταν" μέσα στις άλλες, καταλήγοντας σε ένα μέτριο προς κακό αποτέλεσμα. Τώρα όμως ξεχωρίζουν και με κάνουν να σκοντάφτω στην ανάγνωση, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που όταν μιλάς και παθαίνεις λόξυγγα μοιάζει ο λόγος σου να σκοντάφτει.
Ξεχώρισα σαν άρτιες, ενδιαφέρουσες και αξιοζήλευτες ιστορίες το Στοίχημα (παρά το τετριμμένο του θέμα), τη Νέα Σοδειά (είναι στ' αλήθεια η αρτιότερη και η πιο ενδιαφέρουσα, σχεδόν στα χνάρια του Κλαρκ Άστον Σμιθ), τη Γυναίκα Στο Γεφύρι (με μια μικρή παρατήρηση σχετικά με το γρήγορο τέλος), και το Ρολόι (που με τρόμαξε στ' αλήθεια, πέρα από κάθε άλλο αναμενόμενο συνάισθημα -και μου στοίχισε και τον ύπνο μου).
Όλοι όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο ως τώρα -συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που δεν το έχουν τελειώσει- μιλούν για την ατμόσφαιρα. Ας μιλήσω λοιπόν κι εγώ, μόνο και μόνο γιατί θέλω να δώσω έμφαση σε αυτήν. Διαβάζοντας το The Blade Itself του Joe Abercrombie, μιλούσα συνεχώς για τους χαρακτήρες του, εκείνο ήταν το δυνατό του σημείο κι ήταν πραγματικά καταπληκτικό. Αν θέλω να κάνω κάτι αντίστοιχο για τη Νύχτα της Λευκής Παπαρούνας, θα μιλάω συνέχει για την ατμόσφαιρα, γιατί είναι πραγματικά καταπληκτική.
Μ' αρέσει γιατί χτίζεται πάνω σε εικόνες οικείες. Μ' αρέσει γιατί δεν ξεφεύγει στην ποσότητα των επιθέτων και των καλολογικών στοιχείων που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί για να την στήσει. Πόσες ιστορίες τρόμου δεν έχω διαβάσει που προσπαθούν σε πείσουν για τη φρίκη του θέματος σκεπάζοντας με αληθινά φρικαλέο τρόπο την εικόνα με ανούσιες κι επαναλαμβανόμενες σάλτσες. Εδώ το contiment είναι σε σωστή δόση και ευχαριστώ ειλικρινά τον Κωνσταντίνο που η λέξη "φρίκη" εμφανίζεται ελάχιστες φορές μέσα στο κείμενό του. Όχι ότι οι χαρακτήρες και τα ψυχογραφήματά του υπολείπονται τέχνης. Δεν είδα ούτε μια καρικατούρα, εκτός ίσως από τον παπά-Θωμά, αλλά κι αυτό έχει τη δική του λειτουργία μέσα στο κείμενο.
Και τώρα στα δύσκολα: τι δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε πρώτα και κύρια το ότι ώρες και στιγμές ο συγγραφέας παθαίνει έναν αφηγηματικό λόξυγγα -μόνο έτσι μπορώ να το χαρακτηρίσω. Τι εννοώ. Ενώ το κείμενο είναι στρωτό και ρέει και δείχνει άνθρωπο που πραγματικά ξέρει να χειρίζεται το λόγο με τρόπο που να μπορεί να χειραγωγήσει και τον αναγνώστη του, ξαφνικά, πετάγονται μπροστά μου μικρές φράσεις ή λέξεις που ακυρώνουν αυτήν την εντύπωση. Είναι σαν να έχεις κλειδωμένο στο υποσυνείδητό σου έναν έφηβο συγγραφέα κι όταν δεν κοιτάς, να παρεμβάλει φράσεις στο κείμενο. Και δε θα το έβλεπα αν ο ενήλικος συγγραφέας που γράφει το περισσότερο κείμενο δεν ήταν εντυπωσιακά καλός. Αν η γραφή ήταν μέτρια, αυτές οι φράσεις απλά θα "χωνεύονταν" μέσα στις άλλες, καταλήγοντας σε ένα μέτριο προς κακό αποτέλεσμα. Τώρα όμως ξεχωρίζουν και με κάνουν να σκοντάφτω στην ανάγνωση, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που όταν μιλάς και παθαίνεις λόξυγγα μοιάζει ο λόγος σου να σκοντάφτει.
Ξεχώρισα σαν άρτιες, ενδιαφέρουσες και αξιοζήλευτες ιστορίες το Στοίχημα (παρά το τετριμμένο του θέμα), τη Νέα Σοδειά (είναι στ' αλήθεια η αρτιότερη και η πιο ενδιαφέρουσα, σχεδόν στα χνάρια του Κλαρκ Άστον Σμιθ), τη Γυναίκα Στο Γεφύρι (με μια μικρή παρατήρηση σχετικά με το γρήγορο τέλος), και το Ρολόι (που με τρόμαξε στ' αλήθεια, πέρα από κάθε άλλο αναμενόμενο συνάισθημα -και μου στοίχισε και τον ύπνο μου).
Ο Λέκγουελ και οι Ξεχασμένοι Θεοί, Κωνσταντίνος Μίσσιος. Για το Λέκγουελ και τους θεούς του τα είπαμε κι εδώ. Μην τα ξαναλέμε και πουν ότι κάνουμε και μαύρη διαφήμιση…
Το Στόμα του Διαβόλου, Αντώνης Κρύσιλας. Ένα από τα βιβλία Ελλήνων συγγραφέων του φανταστικού που εκδόθηκαν μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2009. Τον Αντώνη Κρύσιλα τον ήξερα από τις ανθολογίες της Ωρόρα και το νέο του βιβλίο περιλαμβάνει, εκτός από τα τρία που υπάρχουν στις ανθολογίες, ακόμη τέσσερα ολοκαίνουργια διηγήματα τρόμου. Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το Στόμα του Διαβόλου είναι πιθανότατα η έκπληξη: πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να γράφει τόσο καλά, να περιγράφει τόσο καλά κάτι που όλοι έχουμε έστω μια φορά ζήσει στη ζωή μας; Πατώντας πάνω σε καταστάσεις καθημερινού τρόμου και φοβίες που έχουμε όλοι και τραβώντας τες ως το σημείο όπου το φανταστικό μοιάζει λογική συνέπεια του πραγματικού, ο Κρύσιλας καταφέρνει να κάνει έναν άνθρωπο σαν κι εμένα (που εντάξει τρομάζω σχετικά εύκολα, αλλά εξίσου εύκολα το ξεπερνάω) να μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα διερωτώμενος αν κάτω από το κρεβάτι του υπάρχει όντως αυτό που υπαινίσσεται ο συγγραφέας. Γλώσσα απλή και ξεκάθαρη, πλοκή όχι απλά αληθοφανής αλλά στ' αλήθεια μπλεγμένη αναπόσπαστα με πραγματικές καταστάσεις, ήρωες που δεν ταυτίζεσαι μαζί τους, αλλά εκείνοι ταυτίζονται με σένα, μέσα από πανανθρώπινες σκέψεις. Όποιος θέλει πραγματικά να τρομάξει, απολαμβάνοντας την αίσθηση, και ταυτόχρονα να ευχαριστηθεί πραγματική λογοτεχνία, πραγματικό συγγραφικό ταλέντο, αυτό είναι ένα βιβλίο που συστήνεται ανεπιφύλακτα.
2020, Επίθεση στην Ελλάδα, Κωνσταντίνος Γρίβας. Ένα αποσπασματικά αφηγηματικό κείμενο, μια πραγματεία πάνω στις παγκόσμιες πολεμικές ισορροπίες και τις πιθανότητες και δρόμους που μπορεί να πάρει η παγκόσμια πολεμική μηχανή, μέσα στα επόμενα χρόνια. Δε μπορώ να πω ότι κατάφερα να μπω μέσα στο μυαλό του συγγραφέα, αλλά τουλάχιστον αναγνωρίζω την ικανότητά του να γράφει τόσο επιστημονικά όσο και λογοτεχνικά κείμενα. Πιο πολύ θυμίζει μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας, παρά επιστημονικής φαντασίας.
Δύναμη και Τιμή, Ανθίππη Φιαμού. Ένα βιαστικά γραμμένο βιβλίο επικής φαντασίας, με πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, γεμάτο συγκρούσεις.
Ηλιοβασίλεμα στην Ατλαντίδα, Μάριος Κουτσούκος. Δυστυχώς η γραφή του δεν έχει εξελιχθεί και πολύ σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο του, την Πύλη. Ίσως οι πλοκές του να είναι μια ιδέα πιο αληθοφανείς, αλλά και πάλι δε μπορώ να πω ότι ρέει κι η ανάγνωση δε σκοντάφτει πουθενά. Αν μη τι άλλο, το χιούμορ του παραμένει ίδιο. Όλο το βιβλίο, 286 σελίδες, έχει μόνο πέντε ή δέκα αξιόλογες σελίδες προς το τέλος, στην συνάντηση του κακού βασιλιά Ατταλέα και του ήρωα Λάμεντορ κι αυτές δεν καταφέρνουν να το σώσουν.
Men At Arms, Terry Pratchett. Συγκινητικό έως κάπως βαρύ, του λείπουν τα χοντροκομμένα αστεία των ιστοριών με τον Ανεμοβρόχη, αλλά συμπληρώνει με ανάπτυξη χαρακτήρων (αγαπώ τον Gaspode όσο κανέναν άλλον χαρακτήρα του Δισκόκοσμου). Κλασσικά σε κάνει να κλαις λίγες σελίδες πριν το τέλος, αν και θα περίμενα περισσότερη ανάπτυξη όσον αφορά τις αντιδράσεις του Λόρδου Βετινάρι σχετικά με το "συμβάν" (δε λέω άλλα, είναι σπόιλερ).
To Μαντείο, Κάθριν Φίσερ. Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας Η Προφητεία Των Θεών. Γουάου. Απλά γουάου. Αν η κυρία Φίσερ δεν είναι γεννημένη και μεγαλωμένη στις ακτές τις Μεσογείου, τότε δε μπορώ να φανταστώ πόση αγάπη έχει μέσα της για τις ακτές αυτές, ώστε να καταφέρει να τις περιγράψει τόσο καλά. Εγώ που τους λατρεύω τους μεσογειακούς τόπους δε θα είχα ποτέ τολμήσει να γράψω κάτι τόσο ξεκάθαρα λατρευτικό γι' αυτούς.
Βασικά, μάλλον αυτά που λέω είναι λίγο παραπλανητικά. Η ιστορία είναι καθαρόαιμο φάνταζυ, σε μια φανταστική "Αίγυπτο", στην οποία παρακολουθούμε τα γεγονότα μετά το θάνατο του Άρχοντα, που αποτελεί ενσάρκωση του Φωτεινού θεού. Μια από τις Εννέα Ιέρειες, μπλέκεται στις δολοπλοκίες της διαδοχής, μαζί με έναν τέταρτης κατηγορίας γραφιά, έναν μεθύστακα τραγουδιστή, την Ομιλήτρια (τη μάντισσα του θεού) και τον στρατηγό της πόλης, που θέλει να βάλει τον ανιψιό του στη θέση του Άρχοντα. Η ίδια η πλοκή είναι αρκετά καλή, απέχει λιγάκι έως πάρα πολύ από τις χαρρυποττεριές που έχουμε διαβάσει κατά καιρούς (αν και η ηλικία των ηρώων είναι κάπως ασαφής, θα μπορούσε το κεντρικό ζευγάρι να είναι ανάμεσα στα δεκατρία και τα είκοσι) κι οι χαρακτήρες είναι εξίσου καλά αποτυπωμένοι, με πραγματικά κίνητρα και πραγματικές κακίες και καλοσύνες.
Αυτό όμως που ξεχωρίζει είναι η αίσθηση του χώρου που δίνει στις περιγραφές της η Φίσερ. Είσαι εκεί, βρε παιδί μου, στέκεσαι κάτω από τον ήλιο φορώντας μια μεταλλική μάσκα και γίνεσαι μουσκίδι στον ιδρώτα, περπατάς μέσα στον ναό κι η άμμος κριτσανίζει κάτω από τα πόδια σου, σκουντουφλάς και πέφτεις πάνω σε κάτι ξερόχορτα και σου μυρίζει αμέσως θυμάρι και δεντρολίβανο, γιατί σε τέτοια χορταράκια επάνω έχεις πέσει. Απίθανο, πραγματικά απίθανο.
Βασικά, μάλλον αυτά που λέω είναι λίγο παραπλανητικά. Η ιστορία είναι καθαρόαιμο φάνταζυ, σε μια φανταστική "Αίγυπτο", στην οποία παρακολουθούμε τα γεγονότα μετά το θάνατο του Άρχοντα, που αποτελεί ενσάρκωση του Φωτεινού θεού. Μια από τις Εννέα Ιέρειες, μπλέκεται στις δολοπλοκίες της διαδοχής, μαζί με έναν τέταρτης κατηγορίας γραφιά, έναν μεθύστακα τραγουδιστή, την Ομιλήτρια (τη μάντισσα του θεού) και τον στρατηγό της πόλης, που θέλει να βάλει τον ανιψιό του στη θέση του Άρχοντα. Η ίδια η πλοκή είναι αρκετά καλή, απέχει λιγάκι έως πάρα πολύ από τις χαρρυποττεριές που έχουμε διαβάσει κατά καιρούς (αν και η ηλικία των ηρώων είναι κάπως ασαφής, θα μπορούσε το κεντρικό ζευγάρι να είναι ανάμεσα στα δεκατρία και τα είκοσι) κι οι χαρακτήρες είναι εξίσου καλά αποτυπωμένοι, με πραγματικά κίνητρα και πραγματικές κακίες και καλοσύνες.
Αυτό όμως που ξεχωρίζει είναι η αίσθηση του χώρου που δίνει στις περιγραφές της η Φίσερ. Είσαι εκεί, βρε παιδί μου, στέκεσαι κάτω από τον ήλιο φορώντας μια μεταλλική μάσκα και γίνεσαι μουσκίδι στον ιδρώτα, περπατάς μέσα στον ναό κι η άμμος κριτσανίζει κάτω από τα πόδια σου, σκουντουφλάς και πέφτεις πάνω σε κάτι ξερόχορτα και σου μυρίζει αμέσως θυμάρι και δεντρολίβανο, γιατί σε τέτοια χορταράκια επάνω έχεις πέσει. Απίθανο, πραγματικά απίθανο.
Ο Άρχοντας, Κάθριν Φίσερ. Το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας Η Προφητεία Των Θεών. Δε μπορώ να πω ότι μου άρεσε περισσότερο από το πρώτο, αλλά είχε κι αυτό τις στιγμές του. Η περιγραφική ικανότητα της Φίσερ παραμένει και το θέατρο των γεγονότων, αν και ονειρικά φανταστικό είναι
Ο Σκαραβαίος, Κάθριν Φίσερ. Το τρίτο βιβλίο της τριλογίας Η Προφητεία Των Θεών. Ευχάριστο, θα έλεγα. με μια αρκετά μεγάλη κοιλιά από τη μέση του βιβλίου έως και λίγες στιγμές ως το τέλος. Για κάποιον λόγο, η μαγεία του κόσμου που υπήρχε στο πρώτο βιβλίο δεν αναδείχθηκε κατάλληλα στα δύο επόμενα (για την ακρίβεια στο δεύτερο λίγο και στο τρίτο ακόμη λιγότερο). Σε γενικές γραμμές όμως αξίζει τον κόπο να διαβαστούν και τα τρία.
Ο Μαύρος Λίθος (και άλλες ιστορίες της Μυθολογίας Κθούλου, τόμος Α), Robert E. Howard. Το πρώτο μέρος μιας συλλογής tribute σε όσες ιστορίες του θείου Μπομπ άπτονται έστω αμυδρά της Μυθολογίας Κθούλου. Από το Μαύρο Λίθο, όπου ξεκινάει με την περίφημη περιγραφή του θανάτου του Φον Γιουνστ, μέχρι τη Φωτιά του Ασσουρμπανιμπάλ και τα Σκουλήκια της Γης, ο αναγνώστης μπορεί να γελάσει με την αφέλεια της θεωρίας, αλλά όχι και με τη γραφή. Τώρα για την έκδοση του βιβλίου, εντάξει, ο θείος Μπομπ είναι πάντα ο θείος Μπομπ και η περιγραφή του πώς πέθανε ο Φον Γιουνστ -στο διήγημα ο Μαύρος Πύργος- αξεπέραστη. Αλλά έχει α) κάποια κομμάτια γραμμένα "μαζί" με άλλους (προφανώς πρόχειρα και σημειώσεις του Χάουαρντ που ξώμειναν όταν πέθανε, να τα σκυλεύουν επιτήδειοι) και β) κακή μετάφραση. (Ίσως κι ένα μικρό θεματάκι επιμέλειας. Ο δευτεραγωνιστής της "Πόρτας στον Κόσμο" λέγεται Ζάθα εκτός από ένα σημείο περίπου στη μέση του διηγήματος, όπου ξαφνικά μετονομάζεται σε Χάθα. Για να μην πω για τον Φον Γιουνστ που μετονομάζεται -ευτυχώς σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου- σε Φον Τζανζ.)
Ο Μαγος, τόμος Β: Ωριμότητα, Raymond E. Feist. Είχα διαβάσει το μισό Μάγο, ή μάλλον για να το πούμε όπως πρέπει τον πρώτο τόμο. Και μου είχε φανεί κάπως «λίγο». Εντάξει, για να είμαι πιο ειλικρινής, μου είχε φανεί σαν να πίνω ένα ποτήρι νερό: ξεδιψάει, αλλά δε χορταίνει. Βέβαια, ο άνθρωπος το παραδέχτηκε, ήταν το πρώτο πράγμα που έγραψε ποτέ κι όσο να 'ναι, όσο να το σουλουπώσεις, πάλι παιδικό θα φαντάζει. Τελειώνοντας το δεύτερο μέρος, η άποψή μου εξακολουθεί να είναι η ίδια. Έχει αρκετά κουραστικές περιγραφές κάποιες στιγμές κι άλλες φορές απλά τρέχει. Από την άλλη η σύλληψη του κόσμου και τα επιχειρήματα των χαρακτήρων σχετικά με τις πράξεις τους μου φαίνονται αρκετά στέρεα (όχι μελετημένα, αλλά με μια ενστικτωδώς σωστή θεώρηση των πραγμάτων). Αν και δεν μου ήταν από την αρχή κατανοητό, ο αγαπημένος μου ήρωας είναι τελικά ο Αρούθα και σε δεύτερη μοίρα ίσως ο Κασούμι.
Ο Πεντάχρονος Τζέφτη, Χάρλαν Έλισον. Μαζί την Όμορφη Μάγκι των Ασημένιων Νομισμάτων και το Ένα Παιδί κι ο Σκύλος του (που περιέχονται στη συλλογή), ο Πεντάχρονος Τζέφτη είναι λόγος αρκετός για να θεωρήσουμε τον Έλισον έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας του εικοστού αιώνα. Είχα διαβάσει παλαιότερα, σε καιρούς αθωότητας, τα δύο πρώτα και μάλιστα από την σελίδα του alternative factor. Και ακόμη και μετά από τόσον καιρό, είναι εξίσου συγκλονιστικά. Αλλά ο Πεντάχρονος Τζέφτη... Θεέ μου, γιατί έπρεπε να το διαβάσω λίγο πριν κοιμηθώ; Θυμήθηκα όλα όσα εγώ έχω νοσταλγήσει κι όλα όσα μυρίζουν απώλεια όταν σου 'ρχεται στο μυαλό το όνομά τους.
Το Πέμπτο Στοιχείο, Τερί Μπυσόν. Θα μπορούσε να έχει υπότιτλο, "Πώς να πάρετε το σενάριο μιας ταινίας που θα μπορούσε να γίνει το πιο σκαμπρόζικο μυθιστόρημα και να το μετατρέψετε στην πιο παιδιάστικη βλακεία". Εκτός από μία ή δύο παραγράφους (επαναλαμβάνω, παραγράφους) όλο το υπόλοιπο θα μπορούσε να είχε γραφτεί από έναν από τους πιτσιρικάδες που αναφέρει συνέχεια ένας φίλος μου που δούλευε παλιά σε LAN arena (εκείνοι που του είπαν ότι δε μπορεί να έχει άποψη σχετικά με το πώς προφέρεται η λέξη phoenix, γιατί δεν παίζει WoW...) Έχει και κάποια σημεία λίγο διαφορετικά από την ταινία (ας πούμε, σημαντική διαφορά, η Λίλου φοράει πρώτη φορά ρούχα όταν βγαίνει από τον αναδημιουργητή σάρκας κι όχι όταν την πάει ο Κόρμπεν στο σπίτι του Κορνήλιους… σημαντικό…). Κι επίσης, οποία θλίψη και κατάντια, μετριότατη και χωρίς καμμία έμπνευση μετάφραση. Θα προσπαθήσω να ξεχάσω ότι τους Μοντετσίουα τους αναφέρει ως Κοσμοσοανούς. Ναι.
Ιστορίες με Τέρατα, Ωρόρα Νο14. Κάτι δε μου πάει καλά. Από όλα τα κείμενα μόνο ένα μπορώ να πω ότι έκανε πραγματικά να τρομάξω (η Αυτοψία, του Μάικλ Ση) κι αυτό ήταν πολύ γεμάτο με ιατρική πληροφορία για να πω ότι το ευχαριστήθηκα.
Ιστορίες με γίγαντες, Ωρόρα 37. Μέτριο και τίποτε παραπάνω. Όλα του τα διηγήματα...
Ιστορίες με Ζωντανούς Νεκρούς, Ωρόρα 38. Ποια η διαφορά από τις Ιστορίες με βρικόλακες;
Ιστορίες με μούμιες, Ωρόρα 41. Αν και η μούμια είναι ένα από τα αρχετυπικά τέρατα στην ιστορία της ανθρωπότητας, εντούτοις αυτό το βιβλιαράκι δεν είχε ενδιαφέρον. Κανένα απολύτως ενδιαφέρον τολμώ να πω.
Ιστορίες με θεούς και δαίμονες/3, Ωρόρα 77. Το τελευταίο βιβλιαράκι της σειράς που έφερε τη λογοτεχνία του φανταστικού στα χέρια των τότε πιτσιρικάδων. Από την όποια μετριότητα, θα έλεγα, των άλλων ιστοριών, ο Θωμάς Μαστακούρης μας κράτησε την καλύτερη ιστορία του για το τέλος: το Χαμόγελο της Σαμαρνού είναι ό,τι καλύτερο δικό του έχω διαβάσει, μια ιστορία τόσο δυνατή και τραγική, που σε κάποιους ίσως θυμίσει Λόρδο Ντάνσανυ.
Asimov's-Ελληνική Έκδοση, τεύχος 2. Άφησα το Asimov’s για το τέλος γιατί θα ήθελα να πω δυο εισαγωγικά λογάκια. Αλλά είδα πως ό,τι ήθελα να πω, το έχει πει καλύτερα η αρχισυντάκτρια του περιοδικού Αλεξάνδρα Λέτσα στο editorial του πρώτου τεύχους.
Θα σηματοδοτήσει η επιστροφή της παλπ φαντασίας στην Ελλάδα την αλλαγή της πεποίθησης ότι η λογοτεχνία του φανταστικού είναι παραλογοτεχνία; Ήδη κάτι αλλάζει στην νοοτροπία των εκδοτών και του αναγνωστικού κοινού. Μένει να πείσουμε και την εγχώρια λογοτεχνική ελίτ να πάψει να φοράει παρωπίδες και να δει το φανταστικό όπως το βλέπουν και στο εξωτερικό: ό,τι δηλαδή υπάρχουν μόνο δύο είδη λογοτεχνίας, η καλή και η κακή κι ότι το φανταστικό θέμα από μόνο του δε μπορεί να κατηγοριοποιεί ένα βιβλίο αυτομάτως στα όχι καλά.
Μεγάλη κουβέντα ανοίγω όμως τώρα. Να ένα θέμα που θα το κουβεντιάσουμε προσεχώς.
Ιστορίες με Τέρατα, Ωρόρα Νο14. Κάτι δε μου πάει καλά. Από όλα τα κείμενα μόνο ένα μπορώ να πω ότι έκανε πραγματικά να τρομάξω (η Αυτοψία, του Μάικλ Ση) κι αυτό ήταν πολύ γεμάτο με ιατρική πληροφορία για να πω ότι το ευχαριστήθηκα.
Ιστορίες με γίγαντες, Ωρόρα 37. Μέτριο και τίποτε παραπάνω. Όλα του τα διηγήματα...
Ιστορίες με Ζωντανούς Νεκρούς, Ωρόρα 38. Ποια η διαφορά από τις Ιστορίες με βρικόλακες;
Ιστορίες με μούμιες, Ωρόρα 41. Αν και η μούμια είναι ένα από τα αρχετυπικά τέρατα στην ιστορία της ανθρωπότητας, εντούτοις αυτό το βιβλιαράκι δεν είχε ενδιαφέρον. Κανένα απολύτως ενδιαφέρον τολμώ να πω.
Ιστορίες με θεούς και δαίμονες/3, Ωρόρα 77. Το τελευταίο βιβλιαράκι της σειράς που έφερε τη λογοτεχνία του φανταστικού στα χέρια των τότε πιτσιρικάδων. Από την όποια μετριότητα, θα έλεγα, των άλλων ιστοριών, ο Θωμάς Μαστακούρης μας κράτησε την καλύτερη ιστορία του για το τέλος: το Χαμόγελο της Σαμαρνού είναι ό,τι καλύτερο δικό του έχω διαβάσει, μια ιστορία τόσο δυνατή και τραγική, που σε κάποιους ίσως θυμίσει Λόρδο Ντάνσανυ.
Asimov's-Ελληνική Έκδοση, τεύχος 2. Άφησα το Asimov’s για το τέλος γιατί θα ήθελα να πω δυο εισαγωγικά λογάκια. Αλλά είδα πως ό,τι ήθελα να πω, το έχει πει καλύτερα η αρχισυντάκτρια του περιοδικού Αλεξάνδρα Λέτσα στο editorial του πρώτου τεύχους.
Αν έπρεπε να αποδώσουμε την άνθιση και την καθιέρωση της επιστημονικής φαντασίας σε δύο μόνο παράγοντες, θα φτάναμε αναπόφευκτα στα εξής ονόματα: Amazing Stories και Astounding.
Το Amazing Stories ήταν το πρώτο περιοδικό αποκλειστικά αφιερωμένο στην επιστημονική φαντασία που κυκλοφόρησε, ενώ το Astounding.. κυριάρχησε κι εν πολλοίς διαμόρφωσε την Χρυσή Εποχή της Ε.Φ. Από τις σελίδες τους αναδείχθηκαν τα πρώτα μεγάλα ονόματα του χώρου...
Χωρίς τα περιοδικά επιστημονικής φαντασίας -και βέβαια χωρίς αυτούς τους συγγραφείς- η Ε.Φ. δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα...
Τα εξειδικευμένα περιοδικά δεν έλειψαν φυσικά από τον ελληνικό χώρο, αν και δυστυχώς η επιτυχία και η μακροβιότητά τους δεν ήταν ανάλογη των ξένων ομολόγων τους. Περιοδικά όπως Αναλόγιο, Ανδομέδα, Nova, Πλειάδες, Απαγορευμένος Πλανήτης, Big Bang, αλλά και τα πιο πρόσφατα όπως τα Φανταστικά Χρονικά ή οι Συμπαντικές Διαδρομές εμπλουτίζουν κι αναδεικνύουν την επιστημονική φαντασία εδώ και δεκαετίες...
Η compupress, κινούμενη από την αγάπη της για την επιστημονική φαντασία και το φανταστικό -μια χρόνια, αθεράπευτη ''πάθηση''- αλλά και από την πεποίθηση και την ελπίδα ότι οι συνθήκες έχουν πράγματι ωριμάσει, επιχειρεί εκ νέου να φέρει ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου στους ομοεθνείς ομοιοπαθούντες. Η ελληνική έκδοση του Asimov's science fiction ανοίγει τα φτερά της...
Θα σηματοδοτήσει η επιστροφή της παλπ φαντασίας στην Ελλάδα την αλλαγή της πεποίθησης ότι η λογοτεχνία του φανταστικού είναι παραλογοτεχνία; Ήδη κάτι αλλάζει στην νοοτροπία των εκδοτών και του αναγνωστικού κοινού. Μένει να πείσουμε και την εγχώρια λογοτεχνική ελίτ να πάψει να φοράει παρωπίδες και να δει το φανταστικό όπως το βλέπουν και στο εξωτερικό: ό,τι δηλαδή υπάρχουν μόνο δύο είδη λογοτεχνίας, η καλή και η κακή κι ότι το φανταστικό θέμα από μόνο του δε μπορεί να κατηγοριοποιεί ένα βιβλίο αυτομάτως στα όχι καλά.
Μεγάλη κουβέντα ανοίγω όμως τώρα. Να ένα θέμα που θα το κουβεντιάσουμε προσεχώς.
Δευτέρα 20 Απριλίου 2009
Εορτολόγιον Αναθάι
Πριν από αρκετό καιρό (ίσως και δύο χρόνια) σε μια παρόμοια περίσταση (Πάσχα) είχα γράψει το παρακάτω διήγημα σαν μια ματιά στις πανανθρώπινες γιορτές σχετικά με το θάνατο και την ανάσταση της φύσης. Η τοποθέτησή της σε φανταστικό περιβάλλον και ολόκληρος ο κόσμος που προσπαθώ να χωρέσω στις ελάχιστες λέξεις αυτού του διηγήματος ίσως το κάνουν λίγο βαρύ, όμως θεωρώ ότι οι τακτικοί μου αναγνώστες είστε συνηθισμένοι σε βαριά αναγνώσματα.
Ο Ροζτόκιγιε άνοιξε το σουγιαδάκι με μια απαλή κίνηση. Πήρε ένα από τα φτερά που χουζούρευαν στη μολυβοθήκη του κι έξυσε την άκρη του με το σουγιά, μέχρι που την έκανε όσο λεπτή την ήθελε. Έπειτα έκλεισε το σουγιαδάκι, το άφησε δίπλα στη μολυβοθήκη και φύσηξε τα κομματάκια του φτερού να πέσουν στο πάτωμα.
Είχε κάποιες πολυτέλειες η τωρινή του δουλειά. Ας πούμε, τα φτερά του γραψίματος ήταν φτερά αετών, φερμένα από τις Δυτικές οροσειρές. Το μελάνι ήταν μελάνι χταποδιού ουάρακ κι όχι σουπιάς –πιο παχύ, στεγνώνει γρηγορότερα, δεν στάζει. Οι πάπυροι ήταν παλαιωμένοι, θρόιζαν σαν πέπλα χορεύτριας, κομμένοι στο σωστό μέγεθος, με τρύπες στην αριστερή πλευρά για να δεθούν σε βιβλίο, αντί να τυλιχτούν σε ρολό όπως ήταν ο πιο φτηνός τρόπος. Πολυτέλειες που θα ζήλευε ο κοινός καλλιγράφος, αν και όχι ο καλλιγράφος των αριστοκρατικών οίκων.
Αναστέναξε. Άνοιξε το μελανοδοχείο, βούτηξε την άκρη του φτερού στο μελάνι, τίναξε το περίσσιο να ξαναπέσει μέσα κι ακούμπησε τη μελανωμένη μύτη του φτερού στον πάπυρο.
Μια από τις γνωστότερες και ιερότερες εορτές της Αναθάι είναι η Κινήλλε.
Σταμάτησε κι απομάκρυνε το φτερό από τον πάπυρο. Μια από τις επόμενες λέξεις ήταν περίεργη στην ορθογραφία και ο συγγραφέας του κειμένου που αντέγραφε την είχε λάθος. Ο άντρας πήρε ένα μολύβι και έγραψε τη λέξη όπως την ήξερε, για να σιγουρευτεί ότι θα την έγραφε σωστά κι ύστερα ξανάπιασε το φτερό και συνέχισε την καλλιγραφία.
Ασφαλώς, ο απλός κάτοικος της Αναθάι βλέπει στις εορτές μόνο μια ευκαιρία να ξεφύγει από την καθημερινότητά του. Όμως η αλήθεια είναι ότι κάποιες από τις εορτές αυτές έχουν τόσο μεγάλη σημασία, που οι περισσότεροι θα έτρεμαν στην ιδέα ότι μπορεί κάποτε να τις ξεχάσουμε, τις ίδιες ή το τελετουργικό τους.
Άθελά του ο Ροζτόκιγιε ανατρίχιασε. Να ξεχαστούν…; Τι μεγαλύτερη συμφορά θα μπορούσε να βρει την Αναθάι; Κι ύστερα γέλασε πικρά, εκείνο το σιωπηλό, αδιόρατο γέλιο των ανθρώπων που ξέρουν. «Υπάρχουν ήδη γιορτές της Αναθάι που έχουν ξεχαστεί, γεροξεκούτη,» είπε στον εαυτό του. «Κι εσύ είσαι η ζωντανή απόδειξη.» Αναστέναξε βαθιά. «Ευτυχώς όχι από όλους.»
Η εορτή Κινήλλε για παράδειγμα, ενώ φαίνεται πως είναι ο τρόπος των προγόνων μας να γιορτάζει τον ερχομό της άνοιξης, στην πραγματικότητα κρύβει πίσω της ένα φοβερό μυστικό.
Σταμάτησε ακόμη μια φορά, καθώς συνειδητοποίησε τη σύμπτωση. Να γράφεις για την Κινήλλε, να ξέρεις για την Κινήλλε κι έξω από το παράθυρό σου να χορεύουν αυτοί που τη γιορτάζουν… Σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο, χάζεψε για λίγο το πολύχρωμο πλήθος των κοριτσιών και των αγοριών, τα λουλούδια που τους πετούσαν οι μανάδες τους από τα παράθυρα, την πένθιμη μουσική από κάποια μπάντα κρυμμένη στα στενά. Ύστερα μ’ έναν αναστεναγμό γύρισε στο γραφείο του, ξαναπήρε την πένα του από φτερό αετού, συνέχισε να αντιγράφει το κείμενο:
Υπάρχει ένα χειρόγραφο, χαμένο στις σκονισμένες βιβλιοθήκες της Αζόρου, όπου γίνεται ένας υπαινιγμός για τη μυστική σημασία της Κινήλλε. Το χειρόγραφο είναι ανυπόγραφο, όμως η γραφή είναι αρχαΐζουσα και ο γραφικός χαρακτήρας μοιάζει με εκείνον των Αστερούσιων Χειρογράφων, όπου περιγράφονται μερικές από τις πιο αιματηρές τελετές μαγείας της πρώιμης περιόδου της κλασσικής Αζόρου. Ώστε είναι μάλλον βέβαιο ότι μπορούμε να χρεώσουμε και το χειρόγραφο αυτό, το λεγόμενο Πάπυρο Κινήλλε, στον μεγάλο μύστη των μαγικών τελετών Αρτεβάλη, στον οποίο χρωστάμε μια μεγάλη ποικιλία από επωδούς και επικλήσεις, που αλλιώς θα είχαν χαθεί στην ανυπαρξία.
Ο Ροζτόκιγιε αναστέναξε με δυσφορία. Κακή γραφή, αυτό θα έλεγε αν κάποιος του ζητούσε τη γνώμη του για το κείμενο που αντέγραφε. Αλλά δεν είχε αυτήν την πολυτέλεια, μετά από τα γεγονότα πριν από δεκαπέντε χρόνια, οπότε κι είχε παραιτηθεί από το αξίωμα του, το μόνο που μπορούσε να κάνει για να βγάζει το ψωμί του ήταν να καλλιγράφει τα κείμενα άλλων, πολύ κατώτερών του. Πολύ λυρικό, πολύ δραματικό για τα γούστα του. Ο κάθε εμποράκος που νόμιζε ότι είχε δει πέντε πράγματα έπιανε ένα μολύβι, έγραφε πέντε κουταμάρες σ’ έναν πάπυρο και μετά τον φώναζε να το καθαρογράψει σε πέντε αντίτυπα και να το καταθέσει στις βιβλιοθήκες της Αναθάι και της Αζόρου. Φουκαρά Ροζτόκιγιε, σκεφτόταν κάποιες φορές. Φουκαρά.
Στον Πάπυρο Κινήλλε, λοιπόν, αναφέρεται καθαρά ότι δεν είναι ο θάνατος κι η ανάσταση της Κινήλλε, της θεάς της φύσης που γιορτάζεται τις μέρες πριν και μετά την εαρινή ισημερία. Ο γράφων είναι αρκετά κατηγορηματικός ως προς αυτό. Επί λέξει λέει: «Θα ήταν ανοησία να πιστεύουμε κάτι τέτοιο». Τι είναι όμως αυτό που γιορτάζεται τελικά αυτές τις μέρες;
Άλλη μια δύσκολη λέξη. Ξαναπήρε το μολύβι την έγραψε πρόχειρα σ’ ένα πρόχειρο κομμάτι παπύρου, σιγουρεύτηκε για την ορθογραφία της, ξανάπιασε το φτερό, το βούτηξε στο μελάνι.
Προς τη μέση του Παπύρου, αναφέρεται ότι τις ίδιες μέρες πρέπει να τελείται ακόμη μια εορτή, μια τελετουργία μυστικιστικής φύσης που έχει να κάνει με κάποια θαμμένη θεότητα, ίσως έναν δαίμονα από τις Έξω Αβύσσους. Αναφέρεται κι ένα όνομα, Αβαζούλ. Όμως δεν ξεκαθαρίζει, το τι και το πώς, απλά αναφέρεται σε αυτό το όνομα.
«Αν το έγραφα εγώ, θα απέφευγα να πως τη λέξη ‘αναφέρεται’ τέσσερις φορές στην ίδια παράγραφο,» σκέφτηκε ο Ροζτόκιγιε. Ύστερα χαμογέλασε πικρά. Αν το έγραφε αυτός, δε θα ξεκινούσε από την Κινήλλε, αλλά από μια άλλη τελετή, πιο σπάνια και πιο σοβαρή. Και με πιο δραματικά αποτελέσματα.
Ξαφνικά αποφάσισε να μη γράψει άλλο από το κείμενο αυτό, αλλά να ασχοληθεί με τον τίτλο του συγγράμματος. Πήρε μια καθαρή σελίδα, τράβηξε μια αχνή γραμμή με το μολύβι και το χάρακα, ύστερα σχεδίασε με πολύ όμορφα, καταστόλιστα γράμματα τον τίτλο και τέλος ζωγράφισε με κόκκινο και μπλε μελάνι τον τίτλο.
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ ΑΝΑΘΑΪ
υπό
Ιμιρκίν της Αναθάι
Έτος 1252 από κτίσεως Μαυσωλείου
Εορτολόγιον Αναθάι! Πφ! Τι μπορεί να ξέρει ο εμποράκος ο Ιμιρκίν για τις γιορτές της Αναθάι; Τίποτε περισσότερο από όσα του είπε η γιαγιά του, όταν ήταν μικρός. Τίποτε περισσότερο από αυτά που του υπέδειξαν να γράψει οι τέσσερις κατώτεροι μάγοι που είχε στη δούλεψή του. Ο Ροζτόκιγιε αμφέβαλλε αν είχε ποτέ δει με τα μάτια του τα Αστερούσια Χειρόγραφα, πόσο μάλλον το δυσεύρετο Πάπυρο Κινήλλε. Κι είχε κι άποψη για τον συγγραφέα του Παπύρου!... Τι να πει κανείς… Σε ποιων τα χέρια ξέπεσαν οι γιορτές της Αναθάι…
Αναστέναξε για πολλοστή φορά και ξανάπιασε το κείμενο. Η προσωπική του άποψη δε μετρούσε, το μόνο που ενδιέφερε τον Ιμιρκίν ήταν η καλλιγραφική του δεινότητα.
Όμως το όνομα Αβαζούλ αναφέρεται και στο τελετουργικό της Κινήλλε. Όταν ο Μέγιστος Ιερέας θυμιατίζει το άγαλμα της Κινήλλε Κεκοιμημένης, λίγο πριν βγει στους δρόμους πάνω στο άρμα με τα άνθη της αμυγδαλιάς για την αναγγελία της ανάστασής της, ψέλνει την παρακάτω επωδό:
Και πήγαινε πέρα, Μάνα Που Κοιμάσαι,
πέρα από τα Βουνά του Χάους,
πέρα από τις Ομίχλες του Κενού,
πέρα από τη λάρνακα του Αβαζούλ
και πριν προσπεράσεις
ρίξε το πύρινο βλέμμα σου στο Κακό
κι εξόρκισέ το για έναν χρόνο
όπως όρισαν οι θεοί.
Τον ανόητο. Θα μπορούσε να μάθει καλά τη σημασία της εορτής Κινήλλε, αρκεί μόνο να ρωτούσε τον Ροζτόκιγιε. Αλλά ποιος δίνει σημασία σ’ έναν ιερέα που παραιτήθηκε από το αξίωμά του;
Ο καλλιγράφος έκλεισε τα μάτια, καθώς από μπροστά του πέρασαν τα γεγονότα εκείνης της εποχής, πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ξανάζησε τις μέρες πριν την επιλογή του Μέγιστου Ιερέα, γεύτηκε πάλι τη σιγουριά ότι θα ήταν ο ίδιος ο εκλεκτός του λαού, ο επιλεγμένος Μέγιστος Ιερέας της Αναθάι, ο προκαθήμενος όλων των ιερέων και των μάγων της πόλης. Κι ύστερα, σαν ένα βελόνι γεμάτο δηλητήριο, ένιωσε το τσίμπημα του τρόμου όταν έμαθε ό,τι έπρεπε να μάθει.
Ταράχτηκε στις θύμησες εκείνης της νύχτας. Σηκώθηκε τρέμοντας, πήγε ως το παράθυρο, είδε κάτω το πλήθος των κοριτσιών και των αγοριών να έχει σταματήσει και να περιμένει σιωπηλό, μαζί με ολόκληρη την πόλη την αναγγελία της ανάστασης της θεάς. Περίμενε ως να παρουσιαστεί το πρώτο παιδόπουλο που έφερνε το χαρούμενο μήνυμα. Τα παιδιά έκαναν ότι δεν τον πιστεύουν. «Πού είναι η αμυγδαλιά;» του φώναζαν, δήθεν δύσπιστα για την ανάσταση της θεάς. Και τότε πάνω σ’ ένα άρμα στολισμένο με άνθη αμυγδαλιάς διέσχισε τους δρόμους ο Μέγιστος Ιερέας.
Η καρδιά του Ροζτόκιγιε σφίχτηκε. Δεν ήταν μόνο η θέα του Μέγιστου Ιερέα, ενός άντρα απίστευτης ομορφιάς, που τον έκανε να κρατήσει την ανάσα του. Ήταν και το παιδί που οδηγούσε το άρμα, ένα όμορφο κορίτσι ούτε δεκαπέντε χρονών, με μαύρα μαλλιά και βαθιά μπλε μάτια, που τον έκανε να ταραχτεί. Ένα όνομα σχηματίστηκε στα χείλη του καλλιγράφου, όμως κανείς ήχος δεν τάραξε τη γαλήνη του δωματίου. «Έχουμε ευλογηθεί,» μουρμούρισε, «κι η ευλογία των θεών ήταν κατάρα για μας…»
Άφησε τον ανθοστόλιστο άρμα να χαθεί από τα μάτια του πριν γυρίσει στο γραφείο και την πένα του. Έξω όλη η φύση γιόρταζε την ανάσταση της θεάς κι αυτός αντέγραφε ανόητα δοκίμια ανόητων εμπόρων. Ξαφνικά τα πενήντα του χρόνια έπεσαν πάνω στους ώμους του σαν να ‘ταν πενήντα αιώνες. Κάθησε στην καρέκλα του, ακούμπησε τα χέρια του στα πόδια του, οι παλάμες γυρισμένες προς τα πάνω, θα μπορούσε να κλάψει τώρα δα, για όσα ήξερε πως έγιναν και για όσα μάντευε πως θα γίνουν, ω, ναι, θα μπορούσε να κλάψει.
Ποιο είναι τελικά το βαθύτερο νόημα της εορτής Κινήλλε; Τι ακριβώς γιορτάζουμε μαζί με την ανάσταση της θεάς της φύσης; Μήπως τελικά όλη η φασαρία γίνεται γι’ αυτήν την επωδό, για να θυμηθεί δηλαδή η θεά να εξορκίσει το Κακό για ένα χρόνο; Και μήπως το Κακό είναι στην πραγματικότητα ο Αβαζούλ;
Υπάρχουν χρονιάρικα ξόρκια, δηλαδή ξόρκια που κρατούν μόνο ένα χρόνο, όπως το ξόρκι της κοίμησης. Υπάρχουν ακόμη και προφητείες σε γριμμόρια που αφορούν τους θεούς και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στον Κόσμο. Και μια από τις υποχρεώσεις της Κινήλλε είναι η φύλαξη της Πύλης των Έξω Αβύσσων. Και η θεά το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας ένα χρονιάρικο ξόρκι. Πού καταλήγουν όλες αυτές οι πληροφορίες; Σε τι συμπέρασμα;
Ο Ροζτόκιγιε πέταξε το φτερό από το χέρι του. Η ταραχή του ήταν τόση που κόντεψε να λερώσει με μελάνι αυτά που είχε ήδη γράψει. Δε γινόταν να συνεχίζει να γράφει, τουλάχιστον όχι σήμερα. Στον αγύριστο ο Ιμιρκίν και το εορτολόγιό του! Στον αγύριστο…
Θυμήθηκε το όμορφο πρόσωπο του κοριτσιού στο άρμα, τα κορακάτα μαλλιά, τα μπλε μάτια. Πώς τα είχε ξεχωρίσει από τόση απόσταση; «Μάλλον επειδή ξέρω ότι πρέπει να έχει μπλε μάτια», σκέφτηκε. «Σαν τα δικά μου… Και τα μαύρα μαλλιά της μητέρας της.»
Ξανά η εποχή της επιλογής του Μέγιστου Ιερέα ήρθε στο μυαλό του. Ένα μήνα πριν την κρίση του λαού, οι τέσσερις υποψήφιοι κοιμόνταν στον ίδιο κοιτώνα. Θυμήθηκε πώς μια νύχτα ξύπνησε διψασμένος και ζήτησε λίγο νερό στην κρήνη στον κήπο του Ναού, κάτω από το μεγάλο ροδώνα. Κι όταν γύρισε, θυμήθηκε το τρομερό θέαμα του μισόγυμνου γυναικείου κορμιού που κοιμόταν σ’ ένα από τα κρεβάτια των υποψηφίων.
Στην αρχή είχε πιστέψει ότι ο Μουλ, ο πιο υπολογίσιμος από τους αντιπάλους του είχε φέρει συντροφιά για τη νύχτα. Είχε μάλιστα τρίψει τα χέρια του με σατανική ευχαρίστηση, αχα, ο Μουλ δεν είχε κρατήσει τη νηστεία από τον έρωτα, που προηγούνταν της επιλογής του Μέγιστου Ιερέα! Κι ύστερα τα μαλλιά του είχαν σηκωθεί από φρίκη όταν είδε ότι η γυναίκα που κοιμόταν ήταν ο ίδιος ο Μουλ, ο Μουλ με την απίστευτη ομορφιά. Όλες οι γυναίκες –αλλά και κάποιοι άντρες- στην Αναθάι ήθελαν να κοιμηθούν μαζί του, αλλά εκείνος τις αρνιόνταν ευγενικά, λέγοντας πως είχε τάξει τον εαυτό του στην Κινήλλε. Και τώρα, τι ανακάλυψη! Τι απάτη! Τι ιεροσυλία, μια γυναίκα να προσποιείται ότι είναι άντρας για να γίνει Μέγιστος Ιερέας!
Είχε θυμώσει τότε. Και μαζί με το θυμό του είχε έρθει κι η συνειδητοποίηση ότι ο Μουλ –ή καλύτερα η Μουλ- ήταν πολύ πιο όμορφή απ’ ό,τι έμοιαζε όταν έκανε τον άντρα. Είχε μείνει κάμποση ώρα να την κοιτάζει, παλεύοντας με τον εαυτό του. Τι να έκανε; Να την κατέδιδε; Να την εκβίαζε; Να την υποχρέωνε να παραιτηθεί από υποψήφια; Τι είχε οδηγήσει αυτή τη γυναίκα σε αυτή την επικίνδυνη θέση;
Και τότε η Μουλ ξύπνησε. Τον είδε σκυμμένο πάνω της να την κοιτάζει με άγριο βλέμμα, αλλά δε έδειξε να φοβάται. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της, τα μαλλιά της μακριά, όπως όλων των ιερέων, κατάμαυρα, έπεσαν μπροστά στο πρόσωπό της. Ο Ροζτόκιγιε θυμήθηκε το φεγγαρόφως που έλουσε τους στρογγυλούς της ώμους, τη λευκότητα των χεριών της κι ύστερα ήρθε στα ρουθούνια του απαλή η ρόδινη μυρωδιά της, η μυρωδιά μιας όμορφης γυναίκας, «αχ, έτσι πρέπει να μυρίζουν όλες οι γυναίκες,» είχε σκεφτεί άθελά του, «σαν ανθισμένες τριανταφυλλιές κι έτσι χλωμά πρέπει να είναι τα πρόσωπά τους, σαν της σελήνης…»
Έπιασε πάλι το φτερό, το βούτηξε στο μελάνι, να γράψει τις σκέψεις κάποιου άλλου, να μη θυμάται,
Μόνο ένα συμπέρασμα: τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως νομίζουν οι κοινοί θνητοί. Κι ακόμη πως καμμιά φορά ούτε καν οι ίδιοι οι θεοί δεν είναι σίγουροι ότι γνωρίζουν.
Του είχε μιλήσει τότε η Μουλ. Του είχε πει γιατί είχε πάρει αυτό το δρόμο, γιατί διέπραττε αυτήν την απίστευτη ιεροσυλία. Του είχε πει όλη την ιστορία της ζωής της. Κι όταν απόσωσε να μιλά, ο Ροζτόκιγιε είχε μείνει βουβός, όρθιος ακόμη, να τρέμει.
Μα πριν ακόμη βγάλουμε τα συμπεράσματά μας, θα πρέπει να πούμε κάτι ακόμη για την εορτή Κινήλλε. Κάτι που γνωρίζουν ελάχιστοι, τόσοι που μετρώνται στα δάχτυλα των χεριών, κι ίσως και λιγότεροι ακόμη. Θα πρέπει να αναφέρουμε μια αινιγματική φράση που είναι γραμμένη στο Ναό της Κινήλλε, στα πόδια του αγάλματος που παρουσιάζει τη θεά αναστημένη, να πατάει με το τρυφερό της πόδι τη γενειάδα του θεού Χειμώνα. Ο αρχαίος καλλιτέχνης, ασφαλώς ένας από τους μύστες των μυστηρίων της θεάς, έχει γράψει: «Θα στο θυμίζω κάθε χρόνο, ώσπου να βρεθεί μια γυναίκα και να μην χρειαστεί να το ξαναθυμηθείς.»
Πώς το πεπρωμένο σημαδεύει τη ζωή ενός ανθρώπου. Ο Ροζτόκιγιε ήταν ένας από αυτούς που ήξεραν. Γιατί η Μουλ του είχε πει εκείνη τη νύχτα, του είχε μιλήσει για τη σπάνια συζυγία των άστρων τη μέρα που γεννήθηκε, για το μάγο που τη μεγάλωσε, ορφανή από γονείς, για τη φυγή και τη μεταμφίεσή της όταν ο μάγος σκοτώθηκε από τη σκοτεινή αδελφότητα των πιστών του Αβαζούλ. «Μέσα στη γρανιτένια λάρνακα ο Καταβροχθιστής κοιμάται και φοβάται μόνο το χρονιάρικο ξόρκι και το παιδί των συζυγιών,» έλεγαν οι ύμνοι τους. Κι όταν ο άντρας παρατήρησε ειρωνικά ότι κι ο ίδιος όπως κι η Μουλ είχε γεννηθεί σε μέρα σπάνιας συζυγίας, τότε η γυναίκα δε μίλησε, μόνο τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και χαμογέλασε πικρά, «λες να μην το ξέρω;» έλεγε το βλέμμα της.
Δέκα μέρες έκανε να συνέλθει ο Ροζτόκιγιε. Δέκα μέρες έπεσε στο κρεβάτι με πυρετό από το βάρος της αποκάλυψης, τόσο ψηλό που οι υπόλοιποι ιερείς φοβήθηκαν ότι θα πεθάνει. Η Μουλ έμεινε δίπλα του όλες αυτές τις μέρες, με το μυστικό της φυλαγμένο στον πυρετό του. Όταν συνήλθε, το πρόσωπό της ήταν το πρώτο πράγμα που είδε. «Εσύ πρέπει να γίνεις Μέγιστος Ιερέας λοιπόν;» τη ρώτησε ψιθυριστά. Κι εκείνη είχε κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά. «Για το καλό όλων μας.»
Σκοτεινά οράματα μισότρελων προφητών υπαινίσσονται ότι ο Αβαζούλ δεν είναι χωρίς πιστούς. Λέγεται ότι υπάρχει μια αδελφότητα, στην οποία σημασία δεν έχει τόσο η πίστη στον δαίμονα αυτό, όσο η θέση των άστρων τη μέρα της γέννησης. Η αδελφότητα αυτή έχει σκοπό να σκοτώνει όλους τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί σε μέρες σπάνιων συζυγιών των άστρων, γιατί λέγεται ότι το μόνο που φοβάται ο Αβαζούλ είναι τα παιδιά που θα κάνουν οι άνθρωποι αυτοί.
«Κι εγώ;» την είχε ρωτήσει μια νύχτα. «Εγώ τι πρέπει να κάνω;» Κι εκείνη του είχε δείξει, διστακτικά την αρχή, κι ύστερα με κάτι που έμοιαζε με αγάπη, στο τέλος με βουβό κλάμμα, γιατί ήταν όντως αγάπη, μια αγάπη γραμμένη στις συζυγίες της γέννησής τους. «Άραγε αν δεν ήταν η προφητεία, θα γύριζες να με κοιτάξεις;» την είχε ρωτήσει κάποτε, μέσα σ’ ένα φιλί, πάνω σ’ ένα χάδι. Κι εκείνη είχε πει απαλά: «Εύχομαι μόνο να πάρει τα μάτια σου, έχεις τόσο βαθιά μπλε μάτια…»
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή κι ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ιστορία φτιαγμένη από εικασίες και μόνο, γιατί η αλήθεια μάλλον δε θα μας γίνει ποτέ γνωστή. Ο Αβαζούλ, ένας από τους δαίμονες των Έξω Αβύσσων βρέθηκε στη δική μας διάσταση από κάποιο λάθος ξόρκι ή και επίτηδες –που κατάρα σ’ όποιον θέλησε να κάνει κάτι τέτοιο. Οι θεοί κατάφεραν να τον φυλακίσουν σε μια λάρνακα, κάπου ανάμεσα στα Βουνά του Χαμού και τις Ομίχλες Του Χάους, λίγο πριν τη Χώρα των Νεκρών. Η θεά Κινήλλε ορίστηκε φύλακάς του και φροντίζει να μείνει έτσι με το χρονιάρικο ξόρκι της κοίμησης.
Αυτό θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, με τη βοήθεια του Μέγιστου Ιερέα που ψάλλοντας τη μαγική επωδό, θυμίζει στη θεά τις υποχρεώσεις της. Αυτό όμως που θα σώσει τον κόσμο από τον Αβαζούλ και τη θεά από το χρέος αυτό θα είναι ένα κορίτσι. Οι γονείς του κοριτσιού αυτού θα είναι και οι δύο γεννημένοι σε μέρες σπάνιων συζυγιών.
Η Μουλ έμεινε έγκυος λίγες μέρες πριν γίνει η επιλογή του Μέγιστου Ιερέα. Το κατάλαβε χωρίς να χρειαστεί άλλο σημάδι, μόνο από το πάθος εκείνης της νύχτας. Κι ο Ροζτόκιγιε το κατάλαβε, είχε πέσει εξουθενωμένος δίπλα της, πάνω στο χορτάρι του κήπου του Ναού, κάτω από τον τεράστιο ροδώνα και την είχε τραβήξει στην αγκαλιά του κλαίγοντας σιωπηλά. «Τώρα όλα έχουν πάρει το δρόμο τους,» του είπε σιγανά. «Μετά την επιλογή, θα φύγω να ασκητέψω για έναν ολόκληρο χρόνο, όπως ορίζει το τυπικό. Κι εκεί θα γεννηθεί η κόρη μας.» «Η κόρη μας…» «Που θα έχει τα μάτια σου. Και τα μαλλιά μου.» «Και τη μυρωδιά σου, αγάπη μου, και τη μυρωδιά σου…»
Βέβαια, μετά τη γέννηση του κοριτσιού, οι γονείς του θα πρέπει να εξαφανιστούν, γιατί η αδελφότητα των πιστών του Αβαζούλ θα τους κυνηγήσει και θα τους βρει αν μένουν μαζί. Γιατί λέγεται ότι όταν δύο άνθρωποι, γεννημένοι σε σπάνιες συζυγίες των άστρων παντρευτούν, τότε αποκτούν μια αύρα διαφορετική από τους υπόλοιπους κι η αδελφότητα μπορεί πολύ εύκολα να τους εντοπίσει, ενώ αν μείνουν χώρια, είναι πολύ πιο δύσκολο. Βλέπετε η δυστυχία τους για το χωρισμό τους –γιατί πάντα δύο άνθρωποι γεννημένοι σε σπάνιες συζυγίες ερωτεύονται και αγαπιούνται και είναι γραφτό τους να ζήσουν για πάντα μαζί- αμαυρώνει την αύρα τους και θολώνει την κρίση της αδελφότητας.
Η επιλογή έγινε, ο νέος Μέγιστος Ιερέας έφυγε να ασκητέψει έναν ολόκληρο χρόνο. Κι ο Ροζτόκιγιε αποσχηματίστηκε, τάχα γιατί δε θεωρούσε πια τον εαυτό του άξιο της θεάς. Έγινε καλλιγράφος και πουλούσε τις υπηρεσίες του σε εμπόρους και λόγιους που είχαν κάτι να καταθέσουν στις βιβλιοθήκες της Αναθάι και της Αζόρου. Κι από τότε είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια, τα μαλλιά του είχαν σχεδόν ασπρίσει, τα μάτια του είχαν χάσει το σκούρο μπλε τους χρώμα. «Και τα μαλλιά της δεν είναι πια τόσο μαύρα όσο τότε,» σκέφτηκε αφηρημένα. «Μα θα ‘ναι πόσο πιο μαλακά… και θα μυρίζουν τριαντάφυλλο.»
Και το παιδί; Το παιδί τους; Όμορφο κορίτσι, με τα μάτια του πατέρα σου και τα μαλλιά της μάνας… Όμορφο κορίτσι με βαρύ χρέος. Γεννημένο να ξέρει το πεπρωμένο του, γεννημένο να σιωπά, να μην μπορεί ούτε στην ίδια του τη μάνα να ομολογήσει τι θα ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει για να διώξει το δαίμονα πίσω στις Έξω Αβύσσους. Όμορφο κορίτσι και θλιμμένο, παιδί μιας θλιμμένης αγάπης…
Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να τιναχτεί. Οι σκέψεις του τον είχαν απορροφήσει τόσο που φοβήθηκε ότι θα φαίνονταν στο πρόσωπό του. Ατσαλώθηκε με το ήσυχο ύφος του καλλιγράφου και φώναξε να μπουν.
-Ένας ιερέας της Κινήλλε θέλει να σας δει, είπε η υπηρέτρια.
-Να περάσει, φυσικά και να περάσει.
Ο ιερέας δεν στάθηκε στα τυπικά, άλλωστε η αποστολή του ήταν μυστική, ήταν ο έμπιστος του Μέγιστου Ιερέα. «Η Αγιότητά του θέλει να τον επισκεφτείτε αμέσως μόλις μπορέσετε, ίσως και απόψε, αν είναι δυνατόν. Έχω ένα μήνυμα από την Αγιότητά του για σας, ‘όλα έγιναν’, μου είπε να σας πω ‘τώρα πια δεν πειράζει κι αν πεθάνουμε’.»
Ο Ροζτόκιγιε κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, ναι, αν όλα έγιναν, τώρα πια δεν πειράζει κι αν πεθάνουμε. «Θέλω να πεθάνω στα χέρια σου,» της είχε πει κάποτε, κάτω από το ροδώνα του κήπου του Ναού. Κι εκείνη είναι συμφωνήσει, «κι εγώ θέλω να πεθάνω στα χέρια σου, όταν όλα τελειώσουν θα στείλω να σε φωνάξουν, να σε φέρουν σε μένα.» Δεν είχε μείνει τίποτε άλλο πια, παρά μόνο να πεθάνουν ο ένας στα χέρια του άλλου. Έκανε να μαζέψει τους παπύρους και τα μελάνια, να τα ταχτοποιήσει, να τα στείλει στον έμπορο τον Ιμιρκίν. Θα του έγραφε ένα σημείωμα, «βρες άλλον καλλιγράφο, γιατί είναι η ώρα μου να πεθάνω.» Όπως ταχτοποιούσε το μάτι του έπεσε στο χειρόγραφο, στην παράγραφο που δεν πρόλαβε να αντιγράψει.
Όσο για το τι θα κάνει το κορίτσι αυτό για να ξαποστείλει τον Αβαζούλ στις Έξω Αβύσσους, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Λέγεται ότι μόνο η μητέρα της θα ξέρει να της πει ή ότι το παιδί θα γεννηθεί με αυτήν τη γνώση. Οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να μεγαλώσει στο Ναό, για να μπορέσει να πάρει όλες τις γνώσεις που χρειάζεται. Επίσης ασαφής είναι και η ηλικία του παιδιού όταν θα γίνει ο εξορκισμός. Πάντως δε θα πρέπει να είναι μικρότερο από δέκα ετών, ούτε και μεγαλύτερο από είκοσι, οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να έχει περάσει τα πρώτα της έμμηνα. Ίσως θα πρέπει να γίνει την ημέρα της ανάστασης της Κινήλλε, όμως ούτε αυτό είναι βέβαιο. Εικασίες πολλές, αλλά βεβαιότητα μία: όταν γίνει αυτό οι γονείς της θα είναι πια ελεύθεροι να ξαναβρεθούν μαζί. Όχι για πολύ βέβαια, γιατί η οργή της αδελφότητας του Αβαζούλ θα πέσει επάνω τους τρομερή. Τι κι αν ο θεός τους θα έχει εξοριστεί από τη διάστασή μας; Εκείνοι θα θέλουν να πάρουν εκδίκηση και θα τα καταφέρουν. Οι γονείς του κοριτσιού δε θα ζήσουν περισσότερο από ένα μήνα.
«Και τόσο θα είναι αρκετό για μένα,» της είχε πει τότε. «Ναι,» του είχε απαντήσει. «Και τόσο θα είναι αρκετό.» «Και τόσο θα είναι αρκετό,» είπε στον εαυτό του και ετοιμάστηκε να πάει στο Ναό.
Ο Ροζτόκιγιε άνοιξε το σουγιαδάκι με μια απαλή κίνηση. Πήρε ένα από τα φτερά που χουζούρευαν στη μολυβοθήκη του κι έξυσε την άκρη του με το σουγιά, μέχρι που την έκανε όσο λεπτή την ήθελε. Έπειτα έκλεισε το σουγιαδάκι, το άφησε δίπλα στη μολυβοθήκη και φύσηξε τα κομματάκια του φτερού να πέσουν στο πάτωμα.
Είχε κάποιες πολυτέλειες η τωρινή του δουλειά. Ας πούμε, τα φτερά του γραψίματος ήταν φτερά αετών, φερμένα από τις Δυτικές οροσειρές. Το μελάνι ήταν μελάνι χταποδιού ουάρακ κι όχι σουπιάς –πιο παχύ, στεγνώνει γρηγορότερα, δεν στάζει. Οι πάπυροι ήταν παλαιωμένοι, θρόιζαν σαν πέπλα χορεύτριας, κομμένοι στο σωστό μέγεθος, με τρύπες στην αριστερή πλευρά για να δεθούν σε βιβλίο, αντί να τυλιχτούν σε ρολό όπως ήταν ο πιο φτηνός τρόπος. Πολυτέλειες που θα ζήλευε ο κοινός καλλιγράφος, αν και όχι ο καλλιγράφος των αριστοκρατικών οίκων.
Αναστέναξε. Άνοιξε το μελανοδοχείο, βούτηξε την άκρη του φτερού στο μελάνι, τίναξε το περίσσιο να ξαναπέσει μέσα κι ακούμπησε τη μελανωμένη μύτη του φτερού στον πάπυρο.
Μια από τις γνωστότερες και ιερότερες εορτές της Αναθάι είναι η Κινήλλε.
Σταμάτησε κι απομάκρυνε το φτερό από τον πάπυρο. Μια από τις επόμενες λέξεις ήταν περίεργη στην ορθογραφία και ο συγγραφέας του κειμένου που αντέγραφε την είχε λάθος. Ο άντρας πήρε ένα μολύβι και έγραψε τη λέξη όπως την ήξερε, για να σιγουρευτεί ότι θα την έγραφε σωστά κι ύστερα ξανάπιασε το φτερό και συνέχισε την καλλιγραφία.
Ασφαλώς, ο απλός κάτοικος της Αναθάι βλέπει στις εορτές μόνο μια ευκαιρία να ξεφύγει από την καθημερινότητά του. Όμως η αλήθεια είναι ότι κάποιες από τις εορτές αυτές έχουν τόσο μεγάλη σημασία, που οι περισσότεροι θα έτρεμαν στην ιδέα ότι μπορεί κάποτε να τις ξεχάσουμε, τις ίδιες ή το τελετουργικό τους.
Άθελά του ο Ροζτόκιγιε ανατρίχιασε. Να ξεχαστούν…; Τι μεγαλύτερη συμφορά θα μπορούσε να βρει την Αναθάι; Κι ύστερα γέλασε πικρά, εκείνο το σιωπηλό, αδιόρατο γέλιο των ανθρώπων που ξέρουν. «Υπάρχουν ήδη γιορτές της Αναθάι που έχουν ξεχαστεί, γεροξεκούτη,» είπε στον εαυτό του. «Κι εσύ είσαι η ζωντανή απόδειξη.» Αναστέναξε βαθιά. «Ευτυχώς όχι από όλους.»
Η εορτή Κινήλλε για παράδειγμα, ενώ φαίνεται πως είναι ο τρόπος των προγόνων μας να γιορτάζει τον ερχομό της άνοιξης, στην πραγματικότητα κρύβει πίσω της ένα φοβερό μυστικό.
Σταμάτησε ακόμη μια φορά, καθώς συνειδητοποίησε τη σύμπτωση. Να γράφεις για την Κινήλλε, να ξέρεις για την Κινήλλε κι έξω από το παράθυρό σου να χορεύουν αυτοί που τη γιορτάζουν… Σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο, χάζεψε για λίγο το πολύχρωμο πλήθος των κοριτσιών και των αγοριών, τα λουλούδια που τους πετούσαν οι μανάδες τους από τα παράθυρα, την πένθιμη μουσική από κάποια μπάντα κρυμμένη στα στενά. Ύστερα μ’ έναν αναστεναγμό γύρισε στο γραφείο του, ξαναπήρε την πένα του από φτερό αετού, συνέχισε να αντιγράφει το κείμενο:
Υπάρχει ένα χειρόγραφο, χαμένο στις σκονισμένες βιβλιοθήκες της Αζόρου, όπου γίνεται ένας υπαινιγμός για τη μυστική σημασία της Κινήλλε. Το χειρόγραφο είναι ανυπόγραφο, όμως η γραφή είναι αρχαΐζουσα και ο γραφικός χαρακτήρας μοιάζει με εκείνον των Αστερούσιων Χειρογράφων, όπου περιγράφονται μερικές από τις πιο αιματηρές τελετές μαγείας της πρώιμης περιόδου της κλασσικής Αζόρου. Ώστε είναι μάλλον βέβαιο ότι μπορούμε να χρεώσουμε και το χειρόγραφο αυτό, το λεγόμενο Πάπυρο Κινήλλε, στον μεγάλο μύστη των μαγικών τελετών Αρτεβάλη, στον οποίο χρωστάμε μια μεγάλη ποικιλία από επωδούς και επικλήσεις, που αλλιώς θα είχαν χαθεί στην ανυπαρξία.
Ο Ροζτόκιγιε αναστέναξε με δυσφορία. Κακή γραφή, αυτό θα έλεγε αν κάποιος του ζητούσε τη γνώμη του για το κείμενο που αντέγραφε. Αλλά δεν είχε αυτήν την πολυτέλεια, μετά από τα γεγονότα πριν από δεκαπέντε χρόνια, οπότε κι είχε παραιτηθεί από το αξίωμα του, το μόνο που μπορούσε να κάνει για να βγάζει το ψωμί του ήταν να καλλιγράφει τα κείμενα άλλων, πολύ κατώτερών του. Πολύ λυρικό, πολύ δραματικό για τα γούστα του. Ο κάθε εμποράκος που νόμιζε ότι είχε δει πέντε πράγματα έπιανε ένα μολύβι, έγραφε πέντε κουταμάρες σ’ έναν πάπυρο και μετά τον φώναζε να το καθαρογράψει σε πέντε αντίτυπα και να το καταθέσει στις βιβλιοθήκες της Αναθάι και της Αζόρου. Φουκαρά Ροζτόκιγιε, σκεφτόταν κάποιες φορές. Φουκαρά.
Στον Πάπυρο Κινήλλε, λοιπόν, αναφέρεται καθαρά ότι δεν είναι ο θάνατος κι η ανάσταση της Κινήλλε, της θεάς της φύσης που γιορτάζεται τις μέρες πριν και μετά την εαρινή ισημερία. Ο γράφων είναι αρκετά κατηγορηματικός ως προς αυτό. Επί λέξει λέει: «Θα ήταν ανοησία να πιστεύουμε κάτι τέτοιο». Τι είναι όμως αυτό που γιορτάζεται τελικά αυτές τις μέρες;
Άλλη μια δύσκολη λέξη. Ξαναπήρε το μολύβι την έγραψε πρόχειρα σ’ ένα πρόχειρο κομμάτι παπύρου, σιγουρεύτηκε για την ορθογραφία της, ξανάπιασε το φτερό, το βούτηξε στο μελάνι.
Προς τη μέση του Παπύρου, αναφέρεται ότι τις ίδιες μέρες πρέπει να τελείται ακόμη μια εορτή, μια τελετουργία μυστικιστικής φύσης που έχει να κάνει με κάποια θαμμένη θεότητα, ίσως έναν δαίμονα από τις Έξω Αβύσσους. Αναφέρεται κι ένα όνομα, Αβαζούλ. Όμως δεν ξεκαθαρίζει, το τι και το πώς, απλά αναφέρεται σε αυτό το όνομα.
«Αν το έγραφα εγώ, θα απέφευγα να πως τη λέξη ‘αναφέρεται’ τέσσερις φορές στην ίδια παράγραφο,» σκέφτηκε ο Ροζτόκιγιε. Ύστερα χαμογέλασε πικρά. Αν το έγραφε αυτός, δε θα ξεκινούσε από την Κινήλλε, αλλά από μια άλλη τελετή, πιο σπάνια και πιο σοβαρή. Και με πιο δραματικά αποτελέσματα.
Ξαφνικά αποφάσισε να μη γράψει άλλο από το κείμενο αυτό, αλλά να ασχοληθεί με τον τίτλο του συγγράμματος. Πήρε μια καθαρή σελίδα, τράβηξε μια αχνή γραμμή με το μολύβι και το χάρακα, ύστερα σχεδίασε με πολύ όμορφα, καταστόλιστα γράμματα τον τίτλο και τέλος ζωγράφισε με κόκκινο και μπλε μελάνι τον τίτλο.
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ ΑΝΑΘΑΪ
υπό
Ιμιρκίν της Αναθάι
Έτος 1252 από κτίσεως Μαυσωλείου
Εορτολόγιον Αναθάι! Πφ! Τι μπορεί να ξέρει ο εμποράκος ο Ιμιρκίν για τις γιορτές της Αναθάι; Τίποτε περισσότερο από όσα του είπε η γιαγιά του, όταν ήταν μικρός. Τίποτε περισσότερο από αυτά που του υπέδειξαν να γράψει οι τέσσερις κατώτεροι μάγοι που είχε στη δούλεψή του. Ο Ροζτόκιγιε αμφέβαλλε αν είχε ποτέ δει με τα μάτια του τα Αστερούσια Χειρόγραφα, πόσο μάλλον το δυσεύρετο Πάπυρο Κινήλλε. Κι είχε κι άποψη για τον συγγραφέα του Παπύρου!... Τι να πει κανείς… Σε ποιων τα χέρια ξέπεσαν οι γιορτές της Αναθάι…
Αναστέναξε για πολλοστή φορά και ξανάπιασε το κείμενο. Η προσωπική του άποψη δε μετρούσε, το μόνο που ενδιέφερε τον Ιμιρκίν ήταν η καλλιγραφική του δεινότητα.
Όμως το όνομα Αβαζούλ αναφέρεται και στο τελετουργικό της Κινήλλε. Όταν ο Μέγιστος Ιερέας θυμιατίζει το άγαλμα της Κινήλλε Κεκοιμημένης, λίγο πριν βγει στους δρόμους πάνω στο άρμα με τα άνθη της αμυγδαλιάς για την αναγγελία της ανάστασής της, ψέλνει την παρακάτω επωδό:
Και πήγαινε πέρα, Μάνα Που Κοιμάσαι,
πέρα από τα Βουνά του Χάους,
πέρα από τις Ομίχλες του Κενού,
πέρα από τη λάρνακα του Αβαζούλ
και πριν προσπεράσεις
ρίξε το πύρινο βλέμμα σου στο Κακό
κι εξόρκισέ το για έναν χρόνο
όπως όρισαν οι θεοί.
Τον ανόητο. Θα μπορούσε να μάθει καλά τη σημασία της εορτής Κινήλλε, αρκεί μόνο να ρωτούσε τον Ροζτόκιγιε. Αλλά ποιος δίνει σημασία σ’ έναν ιερέα που παραιτήθηκε από το αξίωμά του;
Ο καλλιγράφος έκλεισε τα μάτια, καθώς από μπροστά του πέρασαν τα γεγονότα εκείνης της εποχής, πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ξανάζησε τις μέρες πριν την επιλογή του Μέγιστου Ιερέα, γεύτηκε πάλι τη σιγουριά ότι θα ήταν ο ίδιος ο εκλεκτός του λαού, ο επιλεγμένος Μέγιστος Ιερέας της Αναθάι, ο προκαθήμενος όλων των ιερέων και των μάγων της πόλης. Κι ύστερα, σαν ένα βελόνι γεμάτο δηλητήριο, ένιωσε το τσίμπημα του τρόμου όταν έμαθε ό,τι έπρεπε να μάθει.
Ταράχτηκε στις θύμησες εκείνης της νύχτας. Σηκώθηκε τρέμοντας, πήγε ως το παράθυρο, είδε κάτω το πλήθος των κοριτσιών και των αγοριών να έχει σταματήσει και να περιμένει σιωπηλό, μαζί με ολόκληρη την πόλη την αναγγελία της ανάστασης της θεάς. Περίμενε ως να παρουσιαστεί το πρώτο παιδόπουλο που έφερνε το χαρούμενο μήνυμα. Τα παιδιά έκαναν ότι δεν τον πιστεύουν. «Πού είναι η αμυγδαλιά;» του φώναζαν, δήθεν δύσπιστα για την ανάσταση της θεάς. Και τότε πάνω σ’ ένα άρμα στολισμένο με άνθη αμυγδαλιάς διέσχισε τους δρόμους ο Μέγιστος Ιερέας.
Η καρδιά του Ροζτόκιγιε σφίχτηκε. Δεν ήταν μόνο η θέα του Μέγιστου Ιερέα, ενός άντρα απίστευτης ομορφιάς, που τον έκανε να κρατήσει την ανάσα του. Ήταν και το παιδί που οδηγούσε το άρμα, ένα όμορφο κορίτσι ούτε δεκαπέντε χρονών, με μαύρα μαλλιά και βαθιά μπλε μάτια, που τον έκανε να ταραχτεί. Ένα όνομα σχηματίστηκε στα χείλη του καλλιγράφου, όμως κανείς ήχος δεν τάραξε τη γαλήνη του δωματίου. «Έχουμε ευλογηθεί,» μουρμούρισε, «κι η ευλογία των θεών ήταν κατάρα για μας…»
Άφησε τον ανθοστόλιστο άρμα να χαθεί από τα μάτια του πριν γυρίσει στο γραφείο και την πένα του. Έξω όλη η φύση γιόρταζε την ανάσταση της θεάς κι αυτός αντέγραφε ανόητα δοκίμια ανόητων εμπόρων. Ξαφνικά τα πενήντα του χρόνια έπεσαν πάνω στους ώμους του σαν να ‘ταν πενήντα αιώνες. Κάθησε στην καρέκλα του, ακούμπησε τα χέρια του στα πόδια του, οι παλάμες γυρισμένες προς τα πάνω, θα μπορούσε να κλάψει τώρα δα, για όσα ήξερε πως έγιναν και για όσα μάντευε πως θα γίνουν, ω, ναι, θα μπορούσε να κλάψει.
Ποιο είναι τελικά το βαθύτερο νόημα της εορτής Κινήλλε; Τι ακριβώς γιορτάζουμε μαζί με την ανάσταση της θεάς της φύσης; Μήπως τελικά όλη η φασαρία γίνεται γι’ αυτήν την επωδό, για να θυμηθεί δηλαδή η θεά να εξορκίσει το Κακό για ένα χρόνο; Και μήπως το Κακό είναι στην πραγματικότητα ο Αβαζούλ;
Υπάρχουν χρονιάρικα ξόρκια, δηλαδή ξόρκια που κρατούν μόνο ένα χρόνο, όπως το ξόρκι της κοίμησης. Υπάρχουν ακόμη και προφητείες σε γριμμόρια που αφορούν τους θεούς και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στον Κόσμο. Και μια από τις υποχρεώσεις της Κινήλλε είναι η φύλαξη της Πύλης των Έξω Αβύσσων. Και η θεά το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας ένα χρονιάρικο ξόρκι. Πού καταλήγουν όλες αυτές οι πληροφορίες; Σε τι συμπέρασμα;
Ο Ροζτόκιγιε πέταξε το φτερό από το χέρι του. Η ταραχή του ήταν τόση που κόντεψε να λερώσει με μελάνι αυτά που είχε ήδη γράψει. Δε γινόταν να συνεχίζει να γράφει, τουλάχιστον όχι σήμερα. Στον αγύριστο ο Ιμιρκίν και το εορτολόγιό του! Στον αγύριστο…
Θυμήθηκε το όμορφο πρόσωπο του κοριτσιού στο άρμα, τα κορακάτα μαλλιά, τα μπλε μάτια. Πώς τα είχε ξεχωρίσει από τόση απόσταση; «Μάλλον επειδή ξέρω ότι πρέπει να έχει μπλε μάτια», σκέφτηκε. «Σαν τα δικά μου… Και τα μαύρα μαλλιά της μητέρας της.»
Ξανά η εποχή της επιλογής του Μέγιστου Ιερέα ήρθε στο μυαλό του. Ένα μήνα πριν την κρίση του λαού, οι τέσσερις υποψήφιοι κοιμόνταν στον ίδιο κοιτώνα. Θυμήθηκε πώς μια νύχτα ξύπνησε διψασμένος και ζήτησε λίγο νερό στην κρήνη στον κήπο του Ναού, κάτω από το μεγάλο ροδώνα. Κι όταν γύρισε, θυμήθηκε το τρομερό θέαμα του μισόγυμνου γυναικείου κορμιού που κοιμόταν σ’ ένα από τα κρεβάτια των υποψηφίων.
Στην αρχή είχε πιστέψει ότι ο Μουλ, ο πιο υπολογίσιμος από τους αντιπάλους του είχε φέρει συντροφιά για τη νύχτα. Είχε μάλιστα τρίψει τα χέρια του με σατανική ευχαρίστηση, αχα, ο Μουλ δεν είχε κρατήσει τη νηστεία από τον έρωτα, που προηγούνταν της επιλογής του Μέγιστου Ιερέα! Κι ύστερα τα μαλλιά του είχαν σηκωθεί από φρίκη όταν είδε ότι η γυναίκα που κοιμόταν ήταν ο ίδιος ο Μουλ, ο Μουλ με την απίστευτη ομορφιά. Όλες οι γυναίκες –αλλά και κάποιοι άντρες- στην Αναθάι ήθελαν να κοιμηθούν μαζί του, αλλά εκείνος τις αρνιόνταν ευγενικά, λέγοντας πως είχε τάξει τον εαυτό του στην Κινήλλε. Και τώρα, τι ανακάλυψη! Τι απάτη! Τι ιεροσυλία, μια γυναίκα να προσποιείται ότι είναι άντρας για να γίνει Μέγιστος Ιερέας!
Είχε θυμώσει τότε. Και μαζί με το θυμό του είχε έρθει κι η συνειδητοποίηση ότι ο Μουλ –ή καλύτερα η Μουλ- ήταν πολύ πιο όμορφή απ’ ό,τι έμοιαζε όταν έκανε τον άντρα. Είχε μείνει κάμποση ώρα να την κοιτάζει, παλεύοντας με τον εαυτό του. Τι να έκανε; Να την κατέδιδε; Να την εκβίαζε; Να την υποχρέωνε να παραιτηθεί από υποψήφια; Τι είχε οδηγήσει αυτή τη γυναίκα σε αυτή την επικίνδυνη θέση;
Και τότε η Μουλ ξύπνησε. Τον είδε σκυμμένο πάνω της να την κοιτάζει με άγριο βλέμμα, αλλά δε έδειξε να φοβάται. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της, τα μαλλιά της μακριά, όπως όλων των ιερέων, κατάμαυρα, έπεσαν μπροστά στο πρόσωπό της. Ο Ροζτόκιγιε θυμήθηκε το φεγγαρόφως που έλουσε τους στρογγυλούς της ώμους, τη λευκότητα των χεριών της κι ύστερα ήρθε στα ρουθούνια του απαλή η ρόδινη μυρωδιά της, η μυρωδιά μιας όμορφης γυναίκας, «αχ, έτσι πρέπει να μυρίζουν όλες οι γυναίκες,» είχε σκεφτεί άθελά του, «σαν ανθισμένες τριανταφυλλιές κι έτσι χλωμά πρέπει να είναι τα πρόσωπά τους, σαν της σελήνης…»
Έπιασε πάλι το φτερό, το βούτηξε στο μελάνι, να γράψει τις σκέψεις κάποιου άλλου, να μη θυμάται,
Μόνο ένα συμπέρασμα: τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως νομίζουν οι κοινοί θνητοί. Κι ακόμη πως καμμιά φορά ούτε καν οι ίδιοι οι θεοί δεν είναι σίγουροι ότι γνωρίζουν.
Του είχε μιλήσει τότε η Μουλ. Του είχε πει γιατί είχε πάρει αυτό το δρόμο, γιατί διέπραττε αυτήν την απίστευτη ιεροσυλία. Του είχε πει όλη την ιστορία της ζωής της. Κι όταν απόσωσε να μιλά, ο Ροζτόκιγιε είχε μείνει βουβός, όρθιος ακόμη, να τρέμει.
Μα πριν ακόμη βγάλουμε τα συμπεράσματά μας, θα πρέπει να πούμε κάτι ακόμη για την εορτή Κινήλλε. Κάτι που γνωρίζουν ελάχιστοι, τόσοι που μετρώνται στα δάχτυλα των χεριών, κι ίσως και λιγότεροι ακόμη. Θα πρέπει να αναφέρουμε μια αινιγματική φράση που είναι γραμμένη στο Ναό της Κινήλλε, στα πόδια του αγάλματος που παρουσιάζει τη θεά αναστημένη, να πατάει με το τρυφερό της πόδι τη γενειάδα του θεού Χειμώνα. Ο αρχαίος καλλιτέχνης, ασφαλώς ένας από τους μύστες των μυστηρίων της θεάς, έχει γράψει: «Θα στο θυμίζω κάθε χρόνο, ώσπου να βρεθεί μια γυναίκα και να μην χρειαστεί να το ξαναθυμηθείς.»
Πώς το πεπρωμένο σημαδεύει τη ζωή ενός ανθρώπου. Ο Ροζτόκιγιε ήταν ένας από αυτούς που ήξεραν. Γιατί η Μουλ του είχε πει εκείνη τη νύχτα, του είχε μιλήσει για τη σπάνια συζυγία των άστρων τη μέρα που γεννήθηκε, για το μάγο που τη μεγάλωσε, ορφανή από γονείς, για τη φυγή και τη μεταμφίεσή της όταν ο μάγος σκοτώθηκε από τη σκοτεινή αδελφότητα των πιστών του Αβαζούλ. «Μέσα στη γρανιτένια λάρνακα ο Καταβροχθιστής κοιμάται και φοβάται μόνο το χρονιάρικο ξόρκι και το παιδί των συζυγιών,» έλεγαν οι ύμνοι τους. Κι όταν ο άντρας παρατήρησε ειρωνικά ότι κι ο ίδιος όπως κι η Μουλ είχε γεννηθεί σε μέρα σπάνιας συζυγίας, τότε η γυναίκα δε μίλησε, μόνο τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και χαμογέλασε πικρά, «λες να μην το ξέρω;» έλεγε το βλέμμα της.
Δέκα μέρες έκανε να συνέλθει ο Ροζτόκιγιε. Δέκα μέρες έπεσε στο κρεβάτι με πυρετό από το βάρος της αποκάλυψης, τόσο ψηλό που οι υπόλοιποι ιερείς φοβήθηκαν ότι θα πεθάνει. Η Μουλ έμεινε δίπλα του όλες αυτές τις μέρες, με το μυστικό της φυλαγμένο στον πυρετό του. Όταν συνήλθε, το πρόσωπό της ήταν το πρώτο πράγμα που είδε. «Εσύ πρέπει να γίνεις Μέγιστος Ιερέας λοιπόν;» τη ρώτησε ψιθυριστά. Κι εκείνη είχε κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά. «Για το καλό όλων μας.»
Σκοτεινά οράματα μισότρελων προφητών υπαινίσσονται ότι ο Αβαζούλ δεν είναι χωρίς πιστούς. Λέγεται ότι υπάρχει μια αδελφότητα, στην οποία σημασία δεν έχει τόσο η πίστη στον δαίμονα αυτό, όσο η θέση των άστρων τη μέρα της γέννησης. Η αδελφότητα αυτή έχει σκοπό να σκοτώνει όλους τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί σε μέρες σπάνιων συζυγιών των άστρων, γιατί λέγεται ότι το μόνο που φοβάται ο Αβαζούλ είναι τα παιδιά που θα κάνουν οι άνθρωποι αυτοί.
«Κι εγώ;» την είχε ρωτήσει μια νύχτα. «Εγώ τι πρέπει να κάνω;» Κι εκείνη του είχε δείξει, διστακτικά την αρχή, κι ύστερα με κάτι που έμοιαζε με αγάπη, στο τέλος με βουβό κλάμμα, γιατί ήταν όντως αγάπη, μια αγάπη γραμμένη στις συζυγίες της γέννησής τους. «Άραγε αν δεν ήταν η προφητεία, θα γύριζες να με κοιτάξεις;» την είχε ρωτήσει κάποτε, μέσα σ’ ένα φιλί, πάνω σ’ ένα χάδι. Κι εκείνη είχε πει απαλά: «Εύχομαι μόνο να πάρει τα μάτια σου, έχεις τόσο βαθιά μπλε μάτια…»
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή κι ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ιστορία φτιαγμένη από εικασίες και μόνο, γιατί η αλήθεια μάλλον δε θα μας γίνει ποτέ γνωστή. Ο Αβαζούλ, ένας από τους δαίμονες των Έξω Αβύσσων βρέθηκε στη δική μας διάσταση από κάποιο λάθος ξόρκι ή και επίτηδες –που κατάρα σ’ όποιον θέλησε να κάνει κάτι τέτοιο. Οι θεοί κατάφεραν να τον φυλακίσουν σε μια λάρνακα, κάπου ανάμεσα στα Βουνά του Χαμού και τις Ομίχλες Του Χάους, λίγο πριν τη Χώρα των Νεκρών. Η θεά Κινήλλε ορίστηκε φύλακάς του και φροντίζει να μείνει έτσι με το χρονιάρικο ξόρκι της κοίμησης.
Αυτό θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, με τη βοήθεια του Μέγιστου Ιερέα που ψάλλοντας τη μαγική επωδό, θυμίζει στη θεά τις υποχρεώσεις της. Αυτό όμως που θα σώσει τον κόσμο από τον Αβαζούλ και τη θεά από το χρέος αυτό θα είναι ένα κορίτσι. Οι γονείς του κοριτσιού αυτού θα είναι και οι δύο γεννημένοι σε μέρες σπάνιων συζυγιών.
Η Μουλ έμεινε έγκυος λίγες μέρες πριν γίνει η επιλογή του Μέγιστου Ιερέα. Το κατάλαβε χωρίς να χρειαστεί άλλο σημάδι, μόνο από το πάθος εκείνης της νύχτας. Κι ο Ροζτόκιγιε το κατάλαβε, είχε πέσει εξουθενωμένος δίπλα της, πάνω στο χορτάρι του κήπου του Ναού, κάτω από τον τεράστιο ροδώνα και την είχε τραβήξει στην αγκαλιά του κλαίγοντας σιωπηλά. «Τώρα όλα έχουν πάρει το δρόμο τους,» του είπε σιγανά. «Μετά την επιλογή, θα φύγω να ασκητέψω για έναν ολόκληρο χρόνο, όπως ορίζει το τυπικό. Κι εκεί θα γεννηθεί η κόρη μας.» «Η κόρη μας…» «Που θα έχει τα μάτια σου. Και τα μαλλιά μου.» «Και τη μυρωδιά σου, αγάπη μου, και τη μυρωδιά σου…»
Βέβαια, μετά τη γέννηση του κοριτσιού, οι γονείς του θα πρέπει να εξαφανιστούν, γιατί η αδελφότητα των πιστών του Αβαζούλ θα τους κυνηγήσει και θα τους βρει αν μένουν μαζί. Γιατί λέγεται ότι όταν δύο άνθρωποι, γεννημένοι σε σπάνιες συζυγίες των άστρων παντρευτούν, τότε αποκτούν μια αύρα διαφορετική από τους υπόλοιπους κι η αδελφότητα μπορεί πολύ εύκολα να τους εντοπίσει, ενώ αν μείνουν χώρια, είναι πολύ πιο δύσκολο. Βλέπετε η δυστυχία τους για το χωρισμό τους –γιατί πάντα δύο άνθρωποι γεννημένοι σε σπάνιες συζυγίες ερωτεύονται και αγαπιούνται και είναι γραφτό τους να ζήσουν για πάντα μαζί- αμαυρώνει την αύρα τους και θολώνει την κρίση της αδελφότητας.
Η επιλογή έγινε, ο νέος Μέγιστος Ιερέας έφυγε να ασκητέψει έναν ολόκληρο χρόνο. Κι ο Ροζτόκιγιε αποσχηματίστηκε, τάχα γιατί δε θεωρούσε πια τον εαυτό του άξιο της θεάς. Έγινε καλλιγράφος και πουλούσε τις υπηρεσίες του σε εμπόρους και λόγιους που είχαν κάτι να καταθέσουν στις βιβλιοθήκες της Αναθάι και της Αζόρου. Κι από τότε είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια, τα μαλλιά του είχαν σχεδόν ασπρίσει, τα μάτια του είχαν χάσει το σκούρο μπλε τους χρώμα. «Και τα μαλλιά της δεν είναι πια τόσο μαύρα όσο τότε,» σκέφτηκε αφηρημένα. «Μα θα ‘ναι πόσο πιο μαλακά… και θα μυρίζουν τριαντάφυλλο.»
Και το παιδί; Το παιδί τους; Όμορφο κορίτσι, με τα μάτια του πατέρα σου και τα μαλλιά της μάνας… Όμορφο κορίτσι με βαρύ χρέος. Γεννημένο να ξέρει το πεπρωμένο του, γεννημένο να σιωπά, να μην μπορεί ούτε στην ίδια του τη μάνα να ομολογήσει τι θα ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει για να διώξει το δαίμονα πίσω στις Έξω Αβύσσους. Όμορφο κορίτσι και θλιμμένο, παιδί μιας θλιμμένης αγάπης…
Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να τιναχτεί. Οι σκέψεις του τον είχαν απορροφήσει τόσο που φοβήθηκε ότι θα φαίνονταν στο πρόσωπό του. Ατσαλώθηκε με το ήσυχο ύφος του καλλιγράφου και φώναξε να μπουν.
-Ένας ιερέας της Κινήλλε θέλει να σας δει, είπε η υπηρέτρια.
-Να περάσει, φυσικά και να περάσει.
Ο ιερέας δεν στάθηκε στα τυπικά, άλλωστε η αποστολή του ήταν μυστική, ήταν ο έμπιστος του Μέγιστου Ιερέα. «Η Αγιότητά του θέλει να τον επισκεφτείτε αμέσως μόλις μπορέσετε, ίσως και απόψε, αν είναι δυνατόν. Έχω ένα μήνυμα από την Αγιότητά του για σας, ‘όλα έγιναν’, μου είπε να σας πω ‘τώρα πια δεν πειράζει κι αν πεθάνουμε’.»
Ο Ροζτόκιγιε κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, ναι, αν όλα έγιναν, τώρα πια δεν πειράζει κι αν πεθάνουμε. «Θέλω να πεθάνω στα χέρια σου,» της είχε πει κάποτε, κάτω από το ροδώνα του κήπου του Ναού. Κι εκείνη είναι συμφωνήσει, «κι εγώ θέλω να πεθάνω στα χέρια σου, όταν όλα τελειώσουν θα στείλω να σε φωνάξουν, να σε φέρουν σε μένα.» Δεν είχε μείνει τίποτε άλλο πια, παρά μόνο να πεθάνουν ο ένας στα χέρια του άλλου. Έκανε να μαζέψει τους παπύρους και τα μελάνια, να τα ταχτοποιήσει, να τα στείλει στον έμπορο τον Ιμιρκίν. Θα του έγραφε ένα σημείωμα, «βρες άλλον καλλιγράφο, γιατί είναι η ώρα μου να πεθάνω.» Όπως ταχτοποιούσε το μάτι του έπεσε στο χειρόγραφο, στην παράγραφο που δεν πρόλαβε να αντιγράψει.
Όσο για το τι θα κάνει το κορίτσι αυτό για να ξαποστείλει τον Αβαζούλ στις Έξω Αβύσσους, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Λέγεται ότι μόνο η μητέρα της θα ξέρει να της πει ή ότι το παιδί θα γεννηθεί με αυτήν τη γνώση. Οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να μεγαλώσει στο Ναό, για να μπορέσει να πάρει όλες τις γνώσεις που χρειάζεται. Επίσης ασαφής είναι και η ηλικία του παιδιού όταν θα γίνει ο εξορκισμός. Πάντως δε θα πρέπει να είναι μικρότερο από δέκα ετών, ούτε και μεγαλύτερο από είκοσι, οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να έχει περάσει τα πρώτα της έμμηνα. Ίσως θα πρέπει να γίνει την ημέρα της ανάστασης της Κινήλλε, όμως ούτε αυτό είναι βέβαιο. Εικασίες πολλές, αλλά βεβαιότητα μία: όταν γίνει αυτό οι γονείς της θα είναι πια ελεύθεροι να ξαναβρεθούν μαζί. Όχι για πολύ βέβαια, γιατί η οργή της αδελφότητας του Αβαζούλ θα πέσει επάνω τους τρομερή. Τι κι αν ο θεός τους θα έχει εξοριστεί από τη διάστασή μας; Εκείνοι θα θέλουν να πάρουν εκδίκηση και θα τα καταφέρουν. Οι γονείς του κοριτσιού δε θα ζήσουν περισσότερο από ένα μήνα.
«Και τόσο θα είναι αρκετό για μένα,» της είχε πει τότε. «Ναι,» του είχε απαντήσει. «Και τόσο θα είναι αρκετό.» «Και τόσο θα είναι αρκετό,» είπε στον εαυτό του και ετοιμάστηκε να πάει στο Ναό.
Τρίτη 14 Απριλίου 2009
Coffee?Whatyoumeancoffeewuzincup?
Έπρεπε να κάνω κάτι εξετάσεις σήμερα κι αναγκάστηκα να μείνω χωρίς καφέ όλη μέρα. Και τα αποτελέσματα...
see more Lolcats and funny pictures
see more Lolcats and funny pictures
Παρασκευή 10 Απριλίου 2009
Comicdom Con 2009
Κι επειδή μας αρέσουν και τα κόμιξ, άσχετα αν το λέμε δυνατά ή όχι, μπορεί να συναντηθούμε στο Comicdom Con 2009 για να μάθουμε όλοι γιατί μας αρέσουν τα κόμιξ (μία μόνο από τις φιλοξενούμενες εκδηλώσεις)
Δευτέρα 6 Απριλίου 2009
Τετραπλή παρουσίαση
Αντιγράφοντας το δελτίο τύπου της ΑΛΕΦ:
Η Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας, οι Εκδόσεις Τρίτων και οι Εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος σάς προσκαλούν την Τετάρτη 8 Απριλίου 2009 στις 7:00 μ.μ. στο καφέ-βιβλοπωλείο Έναστρον (Σόλωνος 101, Αθήνα) για την παρουσίαση τεσσάρων βιβλίων, έργων μελών της Λέσχης:
Τρεις ματιές τ' αλλάζουν όλα, Ανθολογία διηγημάτων του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου της ΑΛΕΦ - Συλλογικό έργο, Εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος 2007
Έξι δισεκατομμύρια τρόποι ζωής, Παναγιώτης Κούστας - Εκδόσεις Τρίτων 2007
Λάθος Οδηγίες, Αλέκος Παπαδόπουλος - Εκδόσεις Τρίτων 2008
Σχέδιο Φράκταλ, Κώστας Χαρίτος - Εκδόσεις Τρίτων 2009
Για τα βιβλία θα μιλήσουν οι: Αντωνία Κατσαβού, Νικόλας Χρηστάκης, Γιάννης Χατζηχρήστος και Μιχάλης Μανωλιός, ενώ τη συζήτηση θα διευθύνει ο Μάκης Πανώριος. Ελάτε να παρακολουθήστε την ομιλία, να θέσετε τις ερωτήσεις στους συγγραφείς, να λάβετε υπογραφές στα αντίτυπά σας και φυσικά να απολαύσετε τον καφέ και το ποτό σας στο ολοκαίνουργο και φιλόξενο Έναστρον.
Και να συμπληρώσω: για να παρετε μια ματιά σχετική με τα ως άνω βιβλία μπορείτε να βρείτε ενδιαφέρουσες πληροφορίες α) για το "Τρεις ματιές τ' αλλάζουν όλα" εδώ κι εδω, β) για το "Έξι Δισεκατομμύρια Τρόποι Ζωής" στο δικό του μπλογκ, αλλά κι εδώ κι εδω, γ) για το "Λάθος Οδηγίες" επίσης στο δικό του μπλογκ, εδώ κι εδώ, και δ) για το Σχέδιο Φράκταλ εδώ κι εδώ.
Η Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας, οι Εκδόσεις Τρίτων και οι Εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος σάς προσκαλούν την Τετάρτη 8 Απριλίου 2009 στις 7:00 μ.μ. στο καφέ-βιβλοπωλείο Έναστρον (Σόλωνος 101, Αθήνα) για την παρουσίαση τεσσάρων βιβλίων, έργων μελών της Λέσχης:
Τρεις ματιές τ' αλλάζουν όλα, Ανθολογία διηγημάτων του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου της ΑΛΕΦ - Συλλογικό έργο, Εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος 2007
Έξι δισεκατομμύρια τρόποι ζωής, Παναγιώτης Κούστας - Εκδόσεις Τρίτων 2007
Λάθος Οδηγίες, Αλέκος Παπαδόπουλος - Εκδόσεις Τρίτων 2008
Σχέδιο Φράκταλ, Κώστας Χαρίτος - Εκδόσεις Τρίτων 2009
Για τα βιβλία θα μιλήσουν οι: Αντωνία Κατσαβού, Νικόλας Χρηστάκης, Γιάννης Χατζηχρήστος και Μιχάλης Μανωλιός, ενώ τη συζήτηση θα διευθύνει ο Μάκης Πανώριος. Ελάτε να παρακολουθήστε την ομιλία, να θέσετε τις ερωτήσεις στους συγγραφείς, να λάβετε υπογραφές στα αντίτυπά σας και φυσικά να απολαύσετε τον καφέ και το ποτό σας στο ολοκαίνουργο και φιλόξενο Έναστρον.
Και να συμπληρώσω: για να παρετε μια ματιά σχετική με τα ως άνω βιβλία μπορείτε να βρείτε ενδιαφέρουσες πληροφορίες α) για το "Τρεις ματιές τ' αλλάζουν όλα" εδώ κι εδω, β) για το "Έξι Δισεκατομμύρια Τρόποι Ζωής" στο δικό του μπλογκ, αλλά κι εδώ κι εδω, γ) για το "Λάθος Οδηγίες" επίσης στο δικό του μπλογκ, εδώ κι εδώ, και δ) για το Σχέδιο Φράκταλ εδώ κι εδώ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)