Προ δύο εβδομάδων έβαλα μπρος μια από τις πλέον φιλόδοξες και ριψοκίνδυνες ιδέες που είχα ποτέ ως συγγραφέας: να γράψω ένα μυθιστόρημα με επική φάντασυ πλοκή, το οποίο όμως να χρησιμοποιεί αντί για το συνηθισμένο ψευδομεσαιωνικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που θα παραπέμπει στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Η αδελφή μου με κοροϊδεύει. "Πόντιακ φάντασυ"; Κι αναρωτιέμαι, γιατί όχι; Ανακάλυψα πρώτη φορά ότι μπορεί να γραφτεί κάτι που να θυμίζει μια απτή πραγματικότητα με τα βιβλία του Gay Gavriel Kay, και ειδικότερα με το Tigana και το Σαραντινό Ψηφιδωτό, όπου ο κόσμος που πλάθει ο Kay θυμίζει ένα Φραγκοκρατούμενο Μωριά και το Βυζάντιο της Εικονομαχίας. Ομολογώ ότι αν και τα βιβλία δεν μου φάνηκαν άξια για βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (ειδικά το Σαραντινό Ψηφιδωτό ήταν από τα πιο βαρετά βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ), εν τούτοις το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει με άλλου είδους προοπτικές πλέον: εφόσον μπορείς να γράψεις ψευδοβυζαντινό φάντασυ, γιατί όχι και ψευδοαρχαιοελληνικό και ψευδοελληνιστικό και ψευδοαραβικό και πάει λέγοντας. Λίγο αργότερα η ανακάλυψη και ανάγνωση της τετραλογίας "Μύθοι των Οτόρι" από τη Lian Hern (ψευδομεσαιωνικό αλλά ανάλογο του Ιαπωνικού μεσαίωνα), μου άνοιξε ακόμη μια πόρτα στο μυαλό, με θέα στην πεποίθηση ότι η φαντασία, εφόσον καλπάζει αχαλίνωτη, μπορεί να βόσκει σε όποια πραγματική εποχή και σε όποια πραγματική χώρα θέλει, αρκεί εκτός από κοπριά, την τροφή της να την κάνει και όμορφα πουλάρια.
Έπειτα, βρέθηκα να κάνω παρέα με τέσσερις σχετικά διαφορετικούς αλλά εξίσου ενδιαφέροντες ανθρώπους: το Γιάννη Πλιώτα, το Μιχάλη Σπέγγο, τον Ελευθέριο Κεραμύδα και το Γιώργο Χατζηκυριάκο.
Ο πρώτος με την έκδοση των δύο πρώτων μερών της τετραλογίας το Βασίλειο της Αράχνης ("Η Περγαμηνή με τους Τέσσερις Απόκρυφους Αποδέκτες" και "Περπατώντας στα Σκαλοπάτια των Νεκρών") μού χάρισε έναν κόσμο όπου κελτικά, ρωσικά και ελληνικά στοιχεία μυθολογίας και λαογραφίας μπλέκονται αξεδιάλυτα σε ένα ενιαίο και ενδιαφέρον σύνολο, αποδεικνύοντάς μου ότι αν κάτι το έχεις μέσα σου μπορείς να το εμπιστευτείς και στη φαντασία σου, να το ενσωματώσεις στον κόσμο σου χωρίς να δείχνει παράταιρο με τίποτε.
Ο δεύτερος, τον οποίο γνώρισα εξαιτίας του πρώτου, με έβαλε στη λογική ότι ακόμη και χωρίς ονόματα και σημεία αναφοράς, εφόσον το σκηνικό είναι αναγνωρίσιμο, μπορείς εύκολα να πλάσεις μια ιστορία με υψηλά στάνταρ. Στο βιβλίο του "Imperium" κανείς άνθρωπος και καμμία χώρα δεν ονοματίζεται κι όμως επειδή οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι περασμένες στο DNA μου ως ταυτόσημες με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, η ανάγνωσή του ήταν εύκολη και πάνω απ' όλα ευχάριστη.
Δυστυχώς τα πονήματα του Γιώργου Χατζηκυριάκου και του Ελευθέριου Κεραμύδα δεν έχουν δει ακόμη ράφι βιβλιοπωλείου. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι οι ιστορίες τους έχουν φέρει τη σκέψη μου σε ακόμη πιο πρωτοποριακούς δρόμους. Καλύτερα απ' όσο μπορώ να τα πω εγώ τα έχει πει ο Λευτέρης στο μπλογκ του σχετικά και με τους Γιους της Στάχτης, μια σειρά φάντασυ που γράφει και φιλοδοξεί να εκδώσει: Ο Λευτέρης κι ο Γιώργος μου έδωσαν ακόμη το κίνητρο να απεξαρτηθώ από τα φτιαχτά ακαταλαβίστικα ονόματα όπως Ρογιοράντου, Ναρουάλις ή Αγίντ και να δώσω στους ήρωές μου ελληνικά ονόματα, ελληνικές συνήθειες και ελληνική νοοτροπία. Όχι ότι απέρριψα εντελώς τον "άλλο" τρόπο, δυστυχώς ή ευτυχώς απολαμβάνω αφάνταστα την ονοματοποιία από το μηδέν. Όμως όταν χρειάζεται έχω τη δυνατότητα και δεν έχω το κόμπλεξ να ονοματίζω τους ήρωές μου όπως τους ταιριάζει, ακόμη κι αν τους ταιριάζει να λέγονται Βρασίδας ή Παρθενόπη
Έτσι το πήρα απόφαση κι εγώ. Μετά από ένα test drive με τη συγγραφή του αρχαιοελληνικού φάντασυ "Θύμνα", το οποίο είναι ακόμη στις διορθώσεις, ξεκίνησα να γράψω ένα μυθιστόρημα μεγαλεπήβολο από πολλές απόψεις. Πρόκειται για μια σειρά τριών βιβλίων επικού φάντασυ, με προσωρινό τίτλο Σκοτεινά Παρχάρια, όπου οι κεντρικοί ήρωες είναι υπήκοοι μιας Αυτοκρατορίας που θυμίζει εκείνη της Τραπεζούντας και έχουν εμφάνιση Ποντίων.
Στοίχημα πρώτο: μέγεθος. Θα μου πείτε δεν έχει καμμιά σημασία (ναι). Χα-χα, θα σας πω. Όταν κάποιος έχει συνηθίσει να γράφει διηγήματα των 1000 με 3000 λέξεων, είναι δύσκολο να συλλάβει τη δημιουργία τριών βιβλίων με 100.000 λέξεις το καθένα...
Στοίχημα δεύτερο: επική φαντασία. Συνήθως με ενδιαφέρουν περισσότερο οι χαρακτήρες ή η ατμόσφαιρα, να είναι ονειρική. Αυτή τη φορά το ίδιο το θέμα είναι ο ορισμός του επικού φάντασυ.
Στοίχημα τρίτο: το ποντιακό στοιχείο. Εδώ αρχίζουν τα σκούρα. Λογικά ένα βιβλίο όπου οι άνθρωποι μιλούν ποντιακά αντιμετωπίζεται από τους μη-Πόντιους στην καλύτερη των περιπτώσεων με σκεπτικισμό και στη χειρότερη με εκνευριστικό χάχανο. Εδώ υπάρχει και ο σκόπελος του ότι είμαι τρίτη γενιά πρόσφυγας, οπότε οι δυνατότητές μου στη γλώσσα είναι περιορισμένες. Αλλά η παροιμία με τον καπετάνιο και τη φουρτούνα εφαρμόζεται κι εδώ. Επέλεξα να βάλω λέξεις της Ποντιακής διαλέκτου (διάλεκτος κι όχι ιδίωμα για λόγους που εξηγούνται εδώ), διάσπαρτες μέσα στο κείμενο, ειδικά όσες αφορούν ένδυση ή έπιπλα και φράσεις ολόκληρες στο στόμα εκείνων που εξασκούν τη μαγεία (διότι ως γνωστόν, φάντασυ χωρίς μαγεία γίνεται; δε γίνεται). Η Ποντιακή διάλεκτος είναι για τους ήρωές μου η Μεγάλη Γλώσσα, εκείνη που πρωτομίλησαν οι θεοί όταν έφτιαξαν τον κόσμο κι εκείνη η γλώσσα στην οποία πρέπει να μιλήσουν οι παρχαρομάνες όταν κάνουν τις μαντείες κι όταν ρίχνουν τις ευχές και τις κατάρες τους.
Στοίχημα τέταρτο: ποιος είναι ο κακός; Λογικά κάτι που μοιάζει με Σελτζούκο ή Οθωμανό. Αλλά η επιλογή δε μου άρεσε. Μου φάνηκε πατροναρισμένη από την αληθινή Ιστορία του τόπου, συν το γεγονός ότι είμαι αρκετά ευαίσθητη σε κάποια θέματα. Βλέπετε, οι πληγές ακόμη κι αν είναι τρίτης γενιάς είναι ακόμη ανοιχτές όταν είσαι πρόσφυγας. Οπότε έριξα τα μάτια μου λίγο πιο πίσω στο χρόνο κι ανακάλυψα του Χεταίους
Τώρα, εφόσον το πόνημα είναι φανταστικό, έχω -ποιητική αδεία- τη δυνατότητα να ανακατέψω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. Κι εκεί περίπου θα έπρεπε να έχετε μείνει ευχαριστημένοι από την δικαιολόγησή μου αυτή. Κι όμως υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, πιο προσωπικός και πιο σχετικός με την ποντιακή μου καταγωγή, που οι Χετταίοι δεν ήταν μία από τις επιλογές μου αλλά η Πρώτη Επιλογή. Η προγιαγιά μου, Όλγα Σταμπουλίδου (;-1976) γεννήθηκε, μεγάλωσε και παντρεύτηκε στο χωριό Καράτζορεν ή Γαράτσορεν, που μπορεί να είναι ποντιακό αλλά βρίσκεται σε Καππαδοκικό έδαφος, κάποια χιλιόμετρα ανατολικότερα της Άγκυρας. Όταν ήθελε να πει ότι κάτι έγινε πέρα μακριά έλεγε ότι έγινε "τεεε, α 'ς σην Χατούσσα", δηλαδή την πρωτεύουσα των Χεταίων... Η γιαγιά Όλγα χρησιμοποιούσε τη φράση όπως και την άλλη χαρακτηριστική του εθνικού μας πάθους, το "πέρα από την Κόκκινη Μηλιά", δηλαδή πολύ μακριά. Με αυτόν τον τρόπο, η Χατούσσα και κατ' επέκτασιν οι Χετταίοι έχουν μπερδευτεί στο μυαλό μου αξεδιάλυτα με την ποντιακή μου καταγωγή.
Τέσσερα, λοιπόν, στοιχήματα. Από τις 300,000 λέξεις που περιμένω να φτάσω, σήμερα που σας μιλώ μου έχουν παραδοθεί οι 10,000. Ακόμη τα πάντα είναι θολά, τόσο από πλευράς πλοκής, όσο και από πλευράς χαρακτήρων. Μόνο ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: αυτό το στοίχημα είτε το κερδίσω είτε το χάσω θα το τρέξω με όλες μου τις δυνάμεις. Κι ελπίζω, ακόμη κι αν το χάσω να έχω τουλάχιστον ευχαριστηθεί τη διαδρομή.
Πέμπτη 30 Απριλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 comments:
Ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρον! Καλή δύναμη και καλή επιτυχία σου εύχομαι.
Ευχαριστώ Κούκε μου. Ειδικά για τη δύναμη, γιατί από αυτήν θα χρειαστώ κaμπόση... :)
Ρε συ, μια χαρά μου ακούγεται, παρόλο που όπως ξέρεις με τα "ελληνοκεντρικά" βγάζω καντήλες. Για στρώσου και γράφε...
Well, ελπίζω μέσα στην εβδομάδα να έχω κι ένα μικρό δείγμα γραφής. Όχι σπουδαία πράγματα, αλλά έτσι για τη λιγούρα. Περισσότερο για να πω ότι κάτι έχω ξεκινήσει να κάνω. Ευχαριστώ για την ενθάρρυνση, Παναγιώτης dear.
Δημοσίευση σχολίου