Όλες αυτές τις μέρες από το θάνατο της γιαγιάς μου ως σήμερα δεν έκαναν απολύτως τίποτε. Ή μάλλον, απολύτως τίποτε σχετικό με αυτό που αγαπώ περισσότερο, το διάβασμα και τη συγγραφή. Το πάλεψα για να είμαι ειλικρινής, προσπάθησα να σκεφτώ ότι ειδικά το να γράψω το δεύτερο κεφάλαιο των Παρχαριών θα ήταν ένας παράδοξος φόρος τιμής σε 'κείνη, μιας και πιστεύω ότι θα της άρεσε να ξέρει ότι γράφω κάτι σχετικό με τον Πόντο. Αλλά δε μπορούσα. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου.
Χτες το βράδυ κατά τις έντεκα, όμως, με έπιασε κάτι παράξενο, μια κατάσταση εγρήγορσης παράταιρη με το ότι όλη μέρα έκανα δουλειές στο σπίτι κι ήμουν πτώμα από την κούραση. Και μη μπορώντας να καταπολεμίσω αυτήν την εγρήγορση, άνοιξα τον υπολογιστή και διόρθωσα το πρώτο κεφάλαιο.
Ακόμη έχει αρκετά προβλήματα σαν κείμενο. Καταρχήν δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω με τα ονόματα των μηνών. Ο "μαρτιάτικος αέρας" της δεύτερης παραγράφου θα πρέπει να αλλάξει, αλλά δεν έχω βρει ακόμη την αντίστοιχη λαϊκή ονομασία του Μάρτη (σε μελλοντικό ποστ θα μιλήσω και για τις πηγές μου, στις οποίες χρωστάω πολλά). Έπειτα υπάρχει ένα πρόβλημα σχετικά με το ποιες λέξεις θα γραφτούν με πλάγια γραφή, υποδεικνύοντας τη "μαγική" τους χρήση, και ποιες θα μείνουν με κανονική γραμματοσειρά. Και τρίτο και πολύ πιο σημαντικό (γιατί τα άλλα μπορώ να διαστρεβλώσω σε περίπτωση που παραστεί απόλυτος ανάγκη) είναι το θέμα της πλοκής, του στησίματος των ηρώων και του σκηνικού πάνω στην ίδια την ιστορία.
Για την προφορά των γραμμάτων που είναι σημειωμένα με έντονη γραματοσειρά θα αναφέρω αυτό που γράφει ο Κώστας Μαυρόπουλος στο blog του:
Το έντονο α προφέρεται μεταξύ ε+α όπως το Γερμανικό ä
Το έντονο ο προφέρεται μεταξύ ε+ο όπως το Γερμανικό ö
Το έντονο ζ προφέρεται όπως το Γαλλικό j
Το έντονο ξ προφέρεται όπως το Γερμανικό ksch
Το έντονο σ προφέρεται όπως το Γαλλικό ch
Το έντονο χ προφέρεται όπως το Γαλλικό ch
Το έντονο ψ προφέρεται όπως το Γερμανικό psch
Δεν είναι ο σωστός τρόπος, αλλά ο εύκολος κι εκείνος που θα κάνει εφυικτή την ανάγνωση από το Ίντερνετ. Αλλιώς θα έπρεπε κι εγώ κι εσείς να εγκαταστήσουμε μια κατάλληλη γραμματοσειρά.
Μια παράκληση για όσους βρουν το θάρρος και διαβάσουν: Στο τέλος του κειμένου υπάρχει ένα γλωσσάρι, όπου εξηγούνται οι λέξεις που θα ήταν δύσκολο να καταλάβει ένας Ελλαδίτης. Κάντε μια παλικαριά και διαβάστε το χωρίς να ανατρέξετε στο γλωσσάρι και πείτε μου αν βγαίνει νόημα. Θα ήθελα πάρα πολύ να καταφέρω κάτι τέτοιο, αλλά ξέρω ότι θα είναι το δυσκολότερο όλων.
-----
Ο νεαρός άντρας στεκόταν όρθιος, δίπλα στην εστία. Είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος κι αυτό έκανε τις πλάτες του να μοιάζουν ακόμα πιο φαρδιές και χοντρές απ’ ό,τι ήταν. Είχε επίσης το ένα πόδι τεντωμένο και με το άλλο πατούσε το τούβλινο χείλος της εστίας, χωρίς να τον νοιάζει αν η φλόγα θα έφτανε να κάψει τη μύτη της μπότας του. Η στάση του αυτή έκανε το ζίπκα[1] από χοντρό ύφασμα να κολλάει πάνω στους μηρούς του.
Το δωμάτιο ήταν ευχάριστα ζεστό, κι ας ούρλιαζε έξω ο μαρτιάτικος αέρας. Έπεφτε μια ψιλή βροχή, αλλά η δυνατή φωτιά κρατούσε την υγρασία έξω από τους πέτρινους τοίχους του σπιτιού. Η ζέστη κατάφερνε να αμβλύνει και τις μυρωδιές του σπιτιού, ανακατεύοντάς τες σ’ ένα μπερδεμένο άρωμα από λεμόνι, παστό ψάρι και τουρσί, μαζί και την ευωδιά της ελάτης από τα κούτσουρα που καίγονταν. Ο ξένος είχε δεχτεί για το «καλωσόρισες» φρέσκο τυρί και ψωμί ζυμωμένο από την ίδια την παρχαροκόρη κι είχε πιει από το κρασί της Γυρνούντας, που είχε φέρει μαζί της από τη Μυράληθο η Μάνα.
Η Ερεστή ξεροκατάπιε. Ο ήχος που μεταδόθηκε από το λαιμό ως τ’ αυτιά της τής φάνηκε εκκωφαντικός και γύρισε τα μάτια χωρίς να σηκώσει πολύ το κεφάλι, να δει αν την άκουσε άλλος κανείς. Αλλά οι υπόλοιποι μέσα στο δωμάτιο είχαν μείνει ασάλευτοι κι αδιάφοροι για κείνη. Η Παρέσσα κι η Δεσίδα στο πλευρό της Μάνας φορούσαν τις καλές τους ζουπούνες[2] και στέκονταν ασάλευτες, η πρώτη με το κεφάλι ψηλά και το βλέμμα γερακίσιο κι η δεύτερη κοιτώντας χαμηλά, αλλά με την προσοχή της απερίσπαστη στα όσα γίνονταν. Ο γηραιότερος των βοσκών κι ένας από τους αδελφούς της Δεσίδας ήταν στ’ αριστερά της Μάνας, ζεσταίνονταν κι είχαν χαλαρώσει λιγάκι τις κάπες τους αφήνοντας από μέσα τους ν’ αναδυθεί η προβατίλα. Τρεις από τις δούλες περίμεναν υπάκουες, στρίβοντας και ξεστρίβοντας τις άκρες από τις ποδιές τους, μαζεύοντας πληροφορίες για να κουτσομπολέψουν με τις υπόλοιπες αργότερα. Όλοι ανεξαιρέτως κοιτούσαν τον άντρα στην εστία.
-Σε περιμένω, Ήλειε, ακούστηκε η φωνή της Μάνας απ’ το σοφά της. Μίλα μου. Δώσε μου μια δικαιολογία να κάνω αυτό που ζητάς. Πείσε με ότι δε μου κρύβεις τίποτε, γιατί αν μου κρύβεις κάτι, θα στείλω τη Έρεβον ’ς σον κατσί σ’ επά.[3]
Η Ερεστή ένιωσε το στήθος της ν’ αδειάζει από αέρα. Η παρχαρομάνα είχε χρησιμοποιήσει τη Μεγάλη Γλώσσα στην τελευταία της φράση κι αυτό κανείς άντρας ή γυναίκα που είχε τα μυαλά του στη θέση τους δε θα το αγνοούσε. Προειδοποιούσε τον άντρα που τον έλεγαν Ήλειο ότι δε θα ανεχόταν κανένα απολύτως ψέμα. Του έλεγε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι θα εφάρμοζε πάνω του το νόμο του βουνού, έτσι και υποψιαζόταν ένα τόσο δα ψέμα στα λόγια του. Αλλά ο άντρας δε φάνηκε να ενοχλείται ή να τρομάζει από την προοπτική να πέσει στο μέτωπό του το Σκοτάδι. Έδειχνε να τον τρομάζει πιο πολύ αυτό που είχε να πει παρά η οργή της παρχαρομάνας.
-Μάνα Τέρψη, είπε σιγανά αλλά χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει στα μάτια, των Χιουράχαντα[4] Μάνα, αυτό που φέρνω από το βουνό με τρομάζει περισσότερο από το νόμο του. Έρχομαι από το Ανατολικό Φρούριο χωρίς να σταθώ ούτε σε χάνι ούτε σε χωριό. Τρεις μέρες δρόμο, σ’ έξι παρχαρομάνες μίλησα, έβδομη κι ευλο’ημένη είσαι εσύ.
-Τόσο φοβερά είναι τα νέα σου λοιπόν;
Ο άντρας αναστέναξε και γύρισε. Η φωτιά στην πλάτη του δεν άφηνε τη Ερεστή να ξεχωρίσει το χρώμα των ματιών του, αλλά τα μαλλιά του είχαν μια απαλή καστανή απόχρωση, σαν του φουντουκιού. Φορούσε τα επίσημα ρούχα της Φρουράς, μαύρο καμίσ’[5], μαύρο δερμάτινο γιλέκο, μαύρο ζίπκα και μπότες. Στο χρυσαφένιο του ζωνάρι είχε ένα ωραίο μαχαίρι, μ’ ένα πετράδι στη λαβή, συμβολικό, μιας και τα άρματά του, σπαθί και τόξο, τα είχε αφήσει στην αυλή. Η φούντα στο πασλούκ[6] του είχε κρόσσια από χρυσοκλωστή. Από το λαιμό του έλειπε το οικογενειακό του φυλακτό, πράγμα που έλεγε ότι η οικογένειά του ήταν τόσο φτωχή, που δεν είχε ούτε παρχάρι[7], ούτε παρχαρομάνα.
-Κι αν τα νέα μου δεν ήταν φοβερά, πάλι τόσο γρήγορα θα έκανα. Είχα ένα τζαναβάρι στο κατόπι μου, από το Φρούριο μέχρι και την άκρη του γκρεμού.
Παρά το σεβασμό που όφειλαν στην παρχαρομάνα, όλοι έβγαλαν μια τρομαγμένη κραυγή και χούφτωσαν τα φυλαχτά τους, μικρούς σκαντζόχοιρους από κασσίτερο ή χαλκό. Ξαφνικά ο ξένος δεν έμοιαζε και πολύ ανθρώπινος στα μάτια της Ερεστής.
-Άρα τα πράγματα είναι άσχημα; είπε η παρχαρομάνα, χωρίς να τη νοιάζει και πολύ η αντίδραση της αυλής της.
-Άσχημα, ναι. Τρεις φορές απόψε, οδήγησα τον πήγασο να πηδήξει και να πετάξει. Δόξα στον Ανδρειφόντη, που ο Αυτοκράτορας μας έστειλε τους πιο εκπαιδευμένους κι ας είν’ καλά η Μάνα των Βούδα[8], που μου το ανάστησε, μισοπεθαμένο το έβαλα στο στάβλο της, νιο πουλάρι μου το γύρισε. Λένε οι βοσκοί στη Ραχόμπολη ότι οι Κόσοι βιάζονται να περάσουν το ραχίν[9]. Λένε ότι τα τζαναβάρια είναι δικά τους καμώματα. Φέρανε μάγους από την Αισωπεία και πήγαν να φτιάξουν τα παλιά τα ας εμάς καλά[10] αλλά δεν τα κατάφεραν κι αντί για μαϊσσάδες[11] φτιάξανε τζαναβάρια. Αλλά αυτά θα τα ξέρεις, Μάνα, κι εγώ έχω δρόμο να κάνω ακόμη ως να πάρω το γυρισμό. Δώσε μου αυτό που ξέρεις ότι μπορεί να βοηθήσει, να ‘ναι τ’ ομμάτα σ’ γομάτον φως.[12]
Η Ερεστή ταράχτηκε κι άλλο. Η Μεγάλη Γλώσσα πάντα την τάραζε, πάντα ένιωθε τα σπλάχνα της να τραντάζονται, όταν την άκουγε. Και με τη θέση που είχε στην αυλή της παρχαρομάνας την άκουγε συχνά. Προσπάθησε να κρατήσει το κεφάλι της χαμηλωμένο, αλλά δεν τα κατάφερε. Στη στιγμιαία κίνησή της όμως είδε το άγρυπνο μάτι της Παρέσσας να την καρφώνει σιωπηλά.
- Μη μου γεμίζεις τα μάτια μου με φως, άσ’ τα να βλέπουν και πες ένα ακόμα: πόσα τσακάλια έχεις σκοτώσει;
-Τρία. Αλλά πάνω από τη Ραχόμπολη δεν έχει τσακάλια. Εκεί έχουμε λύκους, αρκούδες κι ελάφια. Και κάπρους. Και τους άντρες τους μετράμε με τους λύκους που έχουν σκοτώσει.
-Πόσους λύκους έχεις σκοτώσει λοιπόν;
-Δεκαεφτά.
Έπεσε σιωπή. Αν ήταν δυνατόν να εντυπωσιάσει περισσότερο τους ανθρώπους των Χιουράχαντα, ο άντρας το είχε καταφέρει, χωρίς να σαλέψει διόλου. Η αυλή της παρχαρομάνας κρατούσε ακόμη και την ανάσα της. Μόνο η φωτιά τριζοβολούσε κι ένας γκιώνης έξω έψαχνε τον αδελφό του.
-Κακοσύμβουλος η νύχτα, ακούστηκε τότε η φωνή της Μάνας. Κοιμόμαστε κι αύριο λύση βρίσκουμε.
Ο άντρας τινάχτηκε από έκπληξη και φόβο, ανάκατα με θυμό.
-Μάνα, τόσο πολύ δεν πρέπει ν’ αργήσω. Άλλες εφτά έχω να δω μετά από σένα, εφτά κι εφτά τα καλά που πρέπει να μαζέψω για να καταφέρω να σώσω το Φρούριο. Η Μάνα Γρηγόρα, των Αγρέλαφων[13] η Μάνα, είπε πως μόνο με δεκατέσσερις Μνήμες μπορεί να καταφέρει κάτι, μόνο αν η μια Μνήμη βοηθάει την άλλη, θα μπορέσουμε να βρούμε κάτι που να γυρίσει τα τζαναβάρια πίσω από εκεί που ήρθαν. Μάνα, όσο τα τζαναβάρια μάς ορμάνε στη μάχη, τόσο περισσότερα παλικάρια πεθαίνουν, θες να ‘χεις το αίμα τους στα χέρια σου;
Η παρχαρομάνα έμεινε σιωπηλή κι η Ερεστή σχεδόν ένιωσε τα μάτια της να κόβουν τον αέρα στα δύο. Πώς τολμούσε αυτός ο νεαρός, αυτό το πετειναράκι να αψηφά τη σοφία μιας παρχαρομάνας; Οι υπόλοιποι είχαν μείνει το ίδιο σιωπηλοί, κι η Ερεστή αναρωτήθηκε αν θα της δικαιολογούσε η Παρέσσα ένα σήκωμα του κεφαλιού ακόμα, ή θα την κατσάδιαζε μετά, στο δώμα.
Ένας ήχος την έβγαλε από τις σκέψεις της. Ο ήχος του μεταξιού που τρίβεται πάνω στο μετάξι κι έκπληκτη συνειδητοποίησε ότι η Μάνα σηκωνόταν όρθια. Τέτοια τιμή σε ξένο, η παρχαρομάνα είχε χρόνια να δώσει. Η Ερεστή δεν άντεξε και σήκωσε το κεφάλι της, τα μαύρα της μάτια καρφώθηκαν έκπληκτα στην Μάνα που πλησίασε τον νεαρό άντρα και τη φωτιά πίσω του. Τόση ήταν η σαστιμάρα όλων που ακόμη κι η αυστηρή Παρέσσα δεν έδειξε να προσέχει το ατόπημα της Ερεστής.
Η Μάνα σήκωσε τα χέρια της και τα έβαλε στους ώμους του άντρα. Εκείνος χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του, διστακτικός κι ίσως και λίγο ένοχος για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Η Μάνα τον έκανε να γυρίσει προς τη φωτιά και στάθηκε πίσω του, με τα χέρια της ακόμη στους ώμους του -πόση διαφορά είχαν, εκείνη μικροσκοπική, μια σταλίτσα κορμάκι τυλιγμένο σφιχτά στη ζουπούνα και την ποδιά της με τις εφτά κάθετες ρίγες, με χρυσό σκαντζόχοιρο περασμένο στο λαιμό, εκείνος ένα κεφάλι ψηλότερός της, με πλάτες φαρδιές, σα βράχος, το ζίπκα του εφαρμοστό, πήγαινε να σκιστεί το ύφασμα από τους μυς που έκρυβε.
-Εφτά εραεύ’ς να ελέπ’ς, έξι πα θα ευρείς[14], είπε ήρεμα η Μάνα, με τη βαθιά φωνή που της έδινε η δύναμη της μαντείας. Και το λέω στη Μεγάλη Γλώσσα, να το καταλάβεις. Δεν το εύχομαι, το μαντεύω. Κι αυτό θα είναι σωτηρία και χαμός μαζί, αλλά δεν ξέρω να δω τι θα σωθεί και τι θα χαθεί, η Στώσα δε μου λέει. Δόξα στη θεά της οικιακής εστίας, ας είναι ευλογημένος όποιος κρατάει τη φωτιά αναμμένη, αλλά η δική μου εστία δε λέει τι θα σωθεί και τι θα χαθεί.
Η Ερεστή είχε ακόμη το κεφάλι ψηλά και κοιτούσε κι είδε -και λυπήθηκε βαθιά, της φάνηκε πολύ θλιβερό- τους ώμους του άντρα να βαραίνουν ξαφνικά, και το δικό του κεφάλι να χαμηλώνει, σχεδόν να πέφτει στο στήθος του. Η φούντα του πασλούκ είχε κρεμάσει μπροστά και στραφτάλιζε, αλλά η λάμψη της δεν ήταν χαρούμενη.
-Κακοσύμβουλος η νύχτα, ξανάπε η παρχαρομάνα. Κοιμόμαστε κι αύριο λύση βρίσκουμε.
Κούνησε το χέρι της κάπως αόριστα, κι επέστρεψε στη θέση της. Αμέσως, η Παρέσσα πήρε να δίνει οδηγίες για το τραπέζι και για το γλέντι, για να περιποιηθούν τον ξένο. Πριν αρχίσουν οι ετοιμασίες, στις οποίες είχε συγκεκριμένες και αυστηρές υποχρεώσεις, η Ερεστή τόλμησε να ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα στη Μάνα, που καθόταν στις μαξιλάρες της σκεφτική. Την είδε να στρώνει με άπειρη προσοχή την άκρη από το λαχόρι[15] της κι αυτό, για κάποιο λόγο της φάνηκε πολύ πιο τρομακτικό από όλα μαζί τα αυστηρά βλέμματα της Παρέσσας.
[1] Το χαρακτηριστικό παντελόνι, στενό στα πόδια και φαρδύ σα βράκα ψηλά.
[2] Το χαρακτηριστικό γυναικείο ένδυμα, ένας επενδυτής με μανίκια που έφτανε ως κάτω από το γόνατο
[3] Το Σκοτάδι πάνω στο μέτωπό σου
[4] Σκατζόχοιροι
[5] πουκάμισο
[6] Αντρικός κεφαλόδεσμος. Η μια άκρη κρέμεται πάνω από το αριστερό αυτί.
[7] Το καλοκαιρινό σπίτι, ένα είδος εξοχικού, που εξυπηρετούσε κυρίως τους βοσκούς, ψηλά στο βουνό
[8] Βόδια
[9] Το βουνό
[10] Ας εμάς καλά: Οι καλύτεροι από μας, δηλαδή οι νεράιδες και άλλα υπερφυσικά όντα.
[11] Νεράιδες
[12] Τα μάτια σου γεμάτα φως
[13] Άγρια Ελάφια
[14] Εφτά ψάχνεις να δεις, αλλά έξι θα βρεις
[15] Πολύχρωμο μάλλινο ζωνάρι, συνήθως ορθογώνιο σε σχήμα, που δένεται σε τρίγωνο γύρω από τη μέση.
Δευτέρα 18 Μαΐου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου