Γονατίζει στη μέση του δρόμου, σφίγγει το παιδί επάνω της. Δε φοβάται μην το σκάσει, είναι ήδη νεκρό. Γύρω της η νύχτα έχει γεμίσει φωνές, λάμψεις και οσμές, μισοκοιμισμένους στρατιώτες, μισοτραβηγμένα σπαθιά και μισολιωμένα πρόσωπα. Άνθρωποι καίγονται από μέσα προς τα έξω, σαν χάρτινα φαναράκια, από τις βομβίδες με τα εισπνεόμενα ξόρκια των Απέναντι μάγων. Εκείνη αγκαλιάζει το παιδί, όλο και πιο σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά. Δεν φοβάται μην το σκάσει.
Υγρασία στα μαλλάκια του. Τα δάκρυά της του μούσκεψαν το κεφαλάκι.
Κάποιος περνάει από μπροστά της ουρλιάζοντας. Τρέχει, χωρίς να ξέρει πού, αφού σε ολόκληρη την πόλη δεν υπάρχει μέρος να κρυφτείς. Οι βομβίδες και τα ξόρκια τους θα σε βρουν ό,τι κι αν κάνεις. Βρεγμένα μαντήλια με νερό ή κρασί, τάχα αντίδοτα. Δεν υπάρχει αντίδοτο κανένα, σας τα είπαν κι οι πρόσφυγες, αλλά δεν τους ακούσατε.
Αίμα στην κουβερτούλα του. Από τα χέρια της, το σκοινί τής έκοψε τις παλάμες.
Μια βομβίδα σκάει δίπλα της σφυρίζοντας. Δεν έσκασε, ίσα ράισε, και το αέριο διαφεύγει με συριγμό. Μυρίζει παράξενα, σαν πορτοκάλι και σαν ορχιδέα και σαν μανιτάρι που το μαγείρεψες και μούχλιασε στο φανάρι της αποθήκης αφάγωτο. Απλώνει τα χέρι της και μαζεύει τη βομβίδα, την κρύβει στον κόρφο της. Θέλει να πιει το περιεχόμενο όλο μόνη της. Δεν υπάρχει αντίδοτο κανένα. Δεν υπάρχει ελπίδα καμιά, σας το είπαν οι πρόσφυγες, πως ακόμα και τους προδότες τους μαρμαρώνουν και τους κρατούν στα Κονάκια τους για τρόπαια. Αλλά δεν τους ακούσατε.
Τραγουδάει στο παιδί. Δεν υπάρχει αντίδοτο. Το σφίγγει πάνω της. Κανένα. Ανασαίνει όλο και πιο βαθιά. Κανένα. Ο λαιμός της αρχίζει να την καίει.
Κάτι την σκιάζει. Βλέπει δυο πόδια, μια ρόμπα, μια ζώνη κεντημένη με χρυσό. Βλέπει τη γενειάδα που ποταμίζει ως τον αφαλό του Απέναντι μάγου.
«Α, ναι και η καλή κυρά που μας βοήθησε», ακούει την αυτάρεσκη φωνή. «Ευχαριστούμε πολύ για την εξυπηρέτηση. Ίσως να υπήρχε τρόπος να ανοίξουμε την πύλη, αλλά καλύτερα που μας έριξες το σκοινί κι ανεβήκαμε». Σκύβει και ακουμπάει ένα χέρι με μακρώνυχα δάχτυλα στο υγρό κεφαλάκι. «Λυπάμαι γι’ αυτό», λέει, κανένα συναίσθημα στη φωνή του. «Τα παιδιά είναι σαν τα πουλιά, τα πνευμόνια τους δεν αντέχουν τόσο όσο των μεγάλων».
«Γι’ αυτό έκανα ό,τι έκανα». Η φωνή της βγαίνει βραχνή, έχει εισπνεύσει αρκετό δηλητήριο κι ο λαιμός της να την καίει όλο και πιο πολύ. «Και μου στερήσατε την αμοιβή μου».
«Και τώρα θα σου στερήσω και κάτι ακόμη». Παύση μεγαλοπρέπειας. «Θα έχεις ακουστά πως τους προδότες τους μαρμαρώνουμε. Κάνουν πολύ ωραία τρόπαια, ειδικά όταν παρακαλάνε γονατιστοί για έλεος. Έλα, πάρε μια ενδιαφέρουσα στάση. Δεν είχαμε ακόμη κάποιον που να κρατάει παιδί. Θα είσαι η πρώτη μας!»
Τα μακρώνυχα δάχτυλα σαλεύουν. Άραγε πλέκουν το ξόρκι του μαρμαρώματος; Τα δικά της δάχτυλα χώνονται στον κόρφο της. Δεν υπάρχει αντίδοτο. Σφίγγει το παιδί επάνω της, υγρά τα μάτια της από τα δάκρυα, αίμα στη ραϊσμένη βομβίδα που σκάει στα πόδια του εχθρού της. Δεν υπάρχει αντίδοτο. Τον ακούει που βλαστημά, τον βλέπει που καίγεται από μέσα προς τα έξω, σαν χάρτινο φαναράκι.
Ψύχος βαρύ την τυλίγει. Το ξόρκι του μαρμαρώματος πιάνει σταδιακά. Σφίγγει το παιδί επάνω της. Τα σωθικά της την καίνε. Άραγε ποιο από τα δυο ξόρκια θα πιάσει πρώτο; Ποιο θα την σκοτώσει γρηγορότερα;