Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

19 Μαΐου - Μνήμη Γενοκτονίας Ποντίων

Η Όλγα ήταν δέκα ετών. Όταν ήρθε από την περιοχή την Σμύρνης, από το τσιφλίκι του Αγίου Γεωργίου, στην καταστροφή, ήταν τεσσάρων. Αλλά στα δέκα της είχε η ζωή της πάρει να στρώνει. Είχε τη μάνα της και τον πατέρα της και τ' αδέλφια της, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, πράγμα που άλλα προσφυγάκια δεν είχαν. Κι είχε πάει και μια φορά στον "κενηματόγραφο".



Έτσι έλεγε στα άλλα παιδιά που έπαιζαν μαζί της, παιδιά μεγαλύτερα, που είχαν στ' αλήθεια δει στο απίστευτο θαύμα του κινηματογράφου. Κι εκείνα την κορόιδευαν, "σιγά" της έλεγαν, "μην πήγες εσύ στον κενηματόγραφο!" Αλλά η Όλγα επέμενε.



-Πήγα σας λεω! Πήγα! Κι είδα ένα άλογο δεμένο σ' ένα παλούκι και πίσω φωτιά και τ' άλογο έτρεχε γύρω-γύρω στο παλούκι και πνίγηκε και το 'καψε η φωτιά!



Τα παιδιά δεν την πίστευαν. Αλλά την πίστεψε η μάνα της, η Δημητρία του Δημητρού του Λύκου και κάτι σφίχτηκε στην καρδιά της. Ποιος πήγε το παιδί στον κενηματογράφο; Ο Δημητρός δεν είχε μαντήλι να κλάψει, θα πήγαινε τα παιδιά στον κενηματόγραφο; Άρα κάποιος άλλος την πήγε, για να λέει κιόλας ότι είδε τέτοια πράγματα άγρια, τι, από το μυαλό του τα έβγαλε το παιδί; Πολλά πράγματα άσχημα είχαν ακουστεί για τους παλιάνθρωπους που τριγύριζαν στα προσφυγικά και το χωριό τους το Κρυονέρι, εξαίρεση δεν ήταν. Κι η Δημητρία έτρεμε στην ιδέα του τι θα γινόταν το κορίτσι της όταν μεγάλωνε, αν κάποιος είχε προσβάλει την τιμή της, αν την είχε χαλάσει. Πώς θα την πάντρευε, πώς θα πάντρευε τις υπόλοιπες κόρες της και το μοναχογιό της;



Αλλά η μικρή δε θυμόταν ποιος την πήγε. Η Δημητρία την πήρε με το καλό, την πήρε με το άγριο, την απείλησε ότι θα την κουρέψει γουλί κι ότι θα την κλείσει στο ντάμι με τη γαϊδούρα, τη φιλοδώρησε με χαστούκια για να της δώσει να καταλάβει πόσο σοβαρό ήταν αυτό που είχε γίνει. Τίποτε, κόπος άδικος. Πήγε στο κενηματόγραφο, αλλά με ποιον δε θυμόταν.



Τότε η μάνα της (για να μην καταφύγει στην τρομερή λύση να το πει του Δημητρού, γιατί ποιος ξέρει τι θα έκανε και ποιον θα σκότωνε ο άντρας της) φώναξε στο σπίτι το νονό της Όλγας, που ήταν γιατρός και του είπε τι είχε γίνει. Ο γιατρός ήταν άνθρωπος μορφωμένος κι έξυπνος, κάτι θα ήξερε, ποιος είχε φήμη ότι τριγυρίζει μικρά κορίτσια στο χωριό; Αλλά εκείνος είχε άλλη γνώμη, αντί να λέμε κουβέντες στον αέρα, άσε με να μιλήσω εγώ με τη μικρή. Μπορεί εμένα που δε με ντρέπεται ("και δε με φοβάται", θέλησε να συμπληρώσει αλλά δεν το έκανε, γιατί η Δημητρία ήταν γυναίκα σκληρή με ξένους και δικούς το ίδιο) να μου πει ποιος ήταν μαζί της.



Πήρε λοιπόν την Όλγα ο νονός της και την πήγε μια ωραία βόλτα. Την πήγε στην πλατεία του χωριού και της αγόρασε σάμαλι κι ένα μπουκάλι γάλα. Κι όταν γύρισαν στο σπίτι, η καημένη η Όλγα τού χάιδευε το χέρι σαστισμένη κι εκείνος έκλαιγε, έτρεχαν τα μάτια του νερό. Η Δημητρία τούς περίμενε στην πόρτα κι άγριος φόβος έτρωγε τα σωθικά της, να βλέπει το γιατρό έτσι, ποιος ξέρει τι του είπε το παιδί, ποιος ξέρει ποιο κακό χειρότερο έχει γίνει. Στείλανε τη μικρή στο σπίτι, σκούπησε τα μάτια του ο άντρας κι είπε σιγανά:



-Δημητρία, το παιδί στον κινηματογράφο δεν πήγε. Όταν φεύγαμε από την πατρίδα, θυμάσαι που περάσαμε από το χάνι που καιγόταν, εσείς επάνω στο κάρο, με το παιδί αγκαλιά κι εμείς ποδαράτοι. Εκεί, στο χάνι που καιγόταν, είχε κάποιος ξεχάσει ένα άλογο δεμένο, που πνίγηκε και κάηκε. Αυτό θυμάται το παιδί, Δημητρία. Κι ο Θεός να βάλει το χέρι του, νομίζω δε θα το ξεχάσει ποτέ.






Η Όλγα πέθανε πρόπερσι κοντά στα εκατό. Ο αδελφός της ο Γιώργης έκανε δυο κόρες και της μεγάλης του κόρης της Δήμητρας κόρη είμαι εγώ. Κι ο γιατρός είχε δίκιο, η Όλγα θυμόταν εκατό χρονώ γιαγιούλα το άλογο και τη φωτιά. Όπως θα θυμόμαστε όλοι όσοι έχουμε έστω λίγο προσφυγικό αίμα στις φλέβες μας, Πόντιοι ή άλλοι, ότι κάποτε μας στέρησαν το δικαίωμα να ζούμε κάτω από τον ουρανό της πατρώας γης.



Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Της υπομονής

Η Παρέσσα πέρασε αισίως (πριν από μερικές μέρες για την ακρίβεια) τις 75,000 λέξεις. Αυτό για κάποιους που με κατηγορούν για τουβλογράφο, θα είναι σίγουρα έκπληξη, διότι στις 28 Φλεβάρη ήμουν στις 50,000. Τρεις μήνες παρά κάτι για 25,000 λέξεις; Λίγο φαίνεται για τα μέτρα μου.
Αλλά τελικά δεν είναι διότι πέραν της όποιας θέληση για γράψιμο, υπάρχουν και οι συνθήκες που κάποιες φορές είναι απαγορευτικές. Χειρουργείο (ελαφρύ), ανάρρωση και μετά προσαρμογή σε νέες καταστάσεις. Ζόρια και υποχρεώσεις, Πάσχα, κηδείες και μνημόσυνα. Και αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον.
Αλλά κάνω υπομονή. Η ιστορία φαίνεται να κυλάει σχετικά ομαλά. Βεβαίως όσο ομαλά μπορεί να κυλάει μια πλοκή που ξέρεις ήδη ότι έχει κάτι τρούπες να, σαν την τρύπα απ' όπου βγήκε ο Σκώληξ που φόνευσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ωστόσο κυλάει. Γράφω σκηνές που με συγκινούν προσωπικά, οι ήρωές μου καταλήγουν με τρόπους που τους αξίζουν και στέκουν στο ύψος των χαρακτήρων τους. Το "κακό" πλησιάζει, το "καλό" ανασυντάσσεται κι εγώ απλά κάνω υπομονή.

funny pictures - The Butler did it....  Now get me fud!
see more Lolcats and funny pictures, and check out our Socially Awkward Penguin lolz!

Τι άλλο να κάνει κανείς όταν έχει να διαχειριστεί 450,000 λέξεις που τον ζορίζουν να τις γράψει;

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Αναγνωστικό ημερολόγιο 2011 - Απρίλιος (6)

Ε, ναι, λοιπόν. Τα κατάφερα. Έγραψα το ημερολόγιο του Απριλίου λίγο μετά που εξέπνευσε ο Απρίλιος. Τέτοια είμαι. Χαχα.

Το Στοίχημα των Ανθρώπων, Μιχάλης Σπέγγος: Παράξενο μου φάνηκε. Σαφώς και αναγνωρίζει κανείς τη γραφή του, κι αυτό γιατί έχει ένα ιδιαίτερο ύφος που τον κάνει άμεσα αναγνωρίσιμο. Η ιδέα είναι καλή, απλά ίσως όχι του γούστου μου. Υποθέτω ότι όσοι αγάπησαν την ταινία “8th Wonderland” θα λατρέψουν και το "στοίχημα", αλλά εμένα από τη μία δεν με συγκλόνισε κι από την άλλη έπιασα τον εαυτό μου να διαφωνεί με πολλά σημεία της θεωρίας (άσχετα αν ο συγγραφέας έχει τη λεπτότητα να μην παίρνει ο ίδιος θέση ποτέ -άλλο ένα ατού του τρόπου γραφής). Οι χαρακτήρες είναι πιστοί σ’ αυτό που σου λένε ότι είναι εξαρχής, και πραγματικοί, χειροπιαστοί. Κάπου όμως πλατειάζει. Ενώ θέλω πολύ, δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω το ταξίδι της Νίκης προς την ενηλικίωση. Παραθέτει ανακατεμένες σκέψεις, πράξεις και πεποιθήσεις, σε ένα απέραντο tell, με το show υπαρκτό μεν, αλλά σαφώς υποβαθμισμένο.

Το τρομακτικό μυστικό του Αϊνστάιν, Ανδρέας Καπανδρέου: Φανταστικά διηγήματα εκ Κύπρου ορμώμενα; Χμμμ… Λιχουδιά. Τα απέκτησα λίγες μόνο μέρες μετά που έμαθα γι’ αυτά. Δεν είναι δύσκολο και μάλιστα, στο κεντρικό βιβλιοπωλείο που τα ζήτησα μου τα έφεραν την επόμενη ή μεθεπόμενη μέρα. Ταχύτης. Αυτό που διάβασα ήταν κάτι που το έγραψε ένα άνθρωπος που ξέρει να χρησιμοποιεί σωστά και όμορφα τη γλώσσα, αλλά θέλει λίγη ακόμη προσπάθεια στο στήσιμο της πλοκής, σ’ εκείνο δηλαδή το σημείο του κειμένου που αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για το αν θα γίνει εκείνο το περίφημο «immersion». Θα ήθελα στην επόμενη δουλειά του (που ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ότι θα ψάξω θα αγοράσω και θα ξεκοκαλίσω εν ριπή οφθαλμού, αμά τη εμφανίσει) να διακρίνω την προσπάθειά του να επεξεργαστεί το δραματουργικό αποτέλεσμα των κειμένων. Κι επίσης θα ήθελα να ασχοληθεί λίγο περισσότερο με τους ίδιους τους χαρακτήρες, να μην τους τοποθετεί απλά μέσα σε κάποιο συμβάν που θα τους αλλάξει τη ζωή. Η καλύτερή στιγμή στο παρόν βιβλίο είναι η Ζωίτσα της «Σχολικής Εκδρομής», η Αλίκη του ομώνυμου κι ο βιβλιοθηκάριος του «Τρομακτικού Μυστικού». Πέραν τούτων, δεν πήρα πολλές πληροφορίες ώστε να συμπαθήσω και να συμπάσχω με τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Τέλος εκείνο που πραγματικά θα περίμενα, αλλά δεν το είδα, είναι να υπάρχει μια ομοιομορφία ανάμεσα στα θέματα. Το θέμα κι ο υπότιτλος είναι οι αλλόκοτες ιστορίες. Ο «Αμάρ», η «Γυναίκα που Έπεσε από ψηλά» και το «Μέχρι πού θα πάει αυτή η βαλίτσα;» είναι ξεκάθαρα άσχετα με το χαρακτηρισμό αυτό (σε σύνολο δώδεκα διηγημάτων).

Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα, Γιώργος Τσαντίκος: Κάπου είδα να το παρομοιάζουν με το Λένο Χρηστίδη. Δε θα φέρω αντίρρηση. Θα προσθέσω όμως ότι καταφέρνει να έχει τη δική του άποψη, τη δική του θεματική και τη δική του ματιά. Νομίζω ότι όταν αποφασίσει να γράψει κάτι πολεμώντας τις επιρροές του, τότε θα δούμε ένα αληθινό αστέρι ανάμεσα στους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες. Δηλώνω φαν μετά της αδελφής μου και περιμένουμε το επόμενο.

«Ο τρόμος του Ντάνγουιτς» και «Ο ναός του τρόμου», Χ.Φ. Λάβκραφτ: Γενικά με τον Λαβκραφτ μου συμβαίνει το εξής: Διαβάζω ένα διήγημά το, το λατρεύω και μετά από ένα-δυο μήνες, το ξεχνάω. Περνούν τα χρόνια και κάποια στιγμή μετά από ένα ή δύο χρόνια, επιστρέφω και ξαναδιαβάζω το ίδιο διήγημα και το ξαναλατρεύω, γιατί έχω ξεχάσει τι περιείχε! Τέλειο; Το ονομάζω «Λαβκράφτεια Χρυσοψαρική Μνήμη». Κάθε φορά είναι σαν την πρώτη φορά…

Λάχεσις, Στεφανία Καρκαμάνη: Το βρήκα τυχαία στην Πρωτοπορία και μαγεύτηκα από το εξώφυλλό του. Ήταν πραγματικά τέλειο, από τα ωραιότερα των τελευταίων χρόνων. Και το κείμενο του οπισθόφυλλου ξεκινάει με τη φράση «Θεσσαλονίκη 2157». Όπως καταλαβαίνετε, δεν πήρα καν ανάσα πριν το αγοράσω. Δυστυχώς το περιεχόμενο με απογοήτευσε. Η γλώσσα ήταν το μόνο που σώζεται. Η επιλογή του τρόπου με τον οποίο παραθέτει τα γεγονότα είναι αλλοπρόσαλλη (πηδάει μια εδώ και μια εκεί). Οι χαρακτήρες, ενώ δεν είναι καρικατούρες, είναι γραμμένοι με τέτοιον τρόπο που να παίρνω την εντύπωση ότι η συγγραφέας ηθελημένα προσπάθησε να τους κάνει καρικατούρες. Η δε ιδέα είναι σχετικά κοινότυπη: ένα χάπι που σε κάνει να ξεχνάς και οι συνέπειες της χρήσης του. Και στο τέλος, μια υπόσχεση -ή μήπως ήταν απειλή;- για σήκουελ.