Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Καταπίνοντας ό,τι μου σερβίρουν

Είπα ό,τι για μια φορά στη ζωή μου δε θα καταπιω αυτό που μου σερβίρουν.

Και να που δεν το καταπίνω.

Διάβασα πρόσφατα μια συλλογή διηγημάτων νέων συγγραφεών, που δεν έχουν εκδόσει ποτέ κάποιο κείμενό τους. Είναι ελπιδοφόρο, είναι πολύ καλή κίνηση εκ με΄ρους των εκδοτων, κλπ, κλπ, κλπ.

Αλλά είναι κακά κείμενα!

Σπάνια βάζω τον εαυτό μου στη ζυγαριά με άλλους συγγραφείς, ειδικά εφόσον εγώ περιφέρομαι στο φανταστικό, ένα χώρο που δεν απασχολεί πολλούς. Αλλά εδώ τραβούσα τα μαλλιά μου. Δεν ήταν μόνο που οι ιστορίες -τουλάχιστον κάποιες από αυτές- ήταν κακογραμμένες, με κάκιστες τεχνικές και χωρίς σκοπό. Αλλάγες οπτικής γωνίας στη μέση της αφήγησης, κείμενα του στυλ "κάθομαι μπροστά στον καθρέφτη μου και γράφω ό,τι βλέπω", ιστορίες που δεν αφορούν την ελληνική πραγματικότητα ή που θα μπορούσαν, αλλά οι ήρωες έχουν ξένα ονόματα κι άλλα τέτοια φαιδρά.

Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια είναι η συγγραφική μου αξία. Πόσο πιάνω στο χρηματηστήριο των γραφιάδων. Πάντα πίστευα ότι με άριστα το δέκα είμαι περίπου στο τρία ή το τέσσερα. Μετά από αυτό το βιβλίο όμως... Πραγματικά, αν αυτά τα κείμενα επιλέχθηκαν ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, αν αυτά τα κείμενα βαθμολογούνται με εφτά ή οχτώ στα δέκα, τότε εγώ αξίζω τουλάχιστον για εννιά.

Και αυτό το λέω με γνώση των συνεπειών του νόμου. Αρνούμαι να καταπιώ ότι αυτά τα κείμενα είναι πιο αξιόλογα από τα δικά μου, μόνο και μόνο γιατί δεν άπτονται της θεματολογίας του φανταστικού.

Και για όσους αναρωτιούνται, δε θα κάνω το λάθος να αναφέρω το βιβλίο ή τον εκδότη. Δεν έχει και νόημα άλλωστε. Καλύτερα, αν πέσετε πάνω του, να το διαβάσετε χωρίς προκατάληψη. Άλλωστε ένα κακό βιβλίο δεν είναι για όλους κακό.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

...λοιμοί και καταποντισμοί...

Σεισμοί, συστήματα ανίχνευσης 25 δευτερολέπτων, χιόνια στα καμπαναριά, 20 βαθμοί πέντε μέρες μετά, εθνικά θέματα και παρεμβάσεις ανωτέρων δυνάμεων, εκτροχιασμοί τρένων, εταιρίες δολοφόνων και πόσο πάει το μαρουλάκι παρακαλώ;

Χάλια το Έτος του Ποντικού, αγάπη μου, χάλια.

Πρώτη δημόσια παράκληση, στους συναδέλφους γεωλόγους: Σταματήστε να τρομάζετε τον κοσμάκη με τις θεωρίες σας. Βρείτε πρώτα ποιος έφαγε τις επιχορηγήσεις ποιανού κι ύστερα κονταροχτυπιέστε. Για όνομα δηλαδή, το πρώτο πράγμα που μας μάθατε στη σχολή ήταν το πόσο λεπτό θέμα είναι η ανακοίνωση ενός επικείμενου σεισμού. Και πρώτοι απ' όλους το γράφετε -μαζί και το δημόσιο αίσθημα- στα παλαιότερα των υποδημάτων σας. Νισάφι. Νισάφι και μπους φερμέ, παρακαλώ.

Δεύτερη δημόσια παράκληση, στους παρ' ολίγον συναδέλφους μετεωρολόγους: Σταματήστε να τρομάζετε τον κοσμάκη με τις προβλέψεις σας. Είναι δυνατόν επιστήμονες άνθρωποι να λέτε με τέτοιο θράσσος ότι ο χιονιάς θα επιστρέψει σε έναν μήνα; Πώς είναι δυνατόν να κέντε προβλέψεις για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; Εδώ καλά-καλά ο προηγούμενος χιονιάς είχε μέχρι τελευταία στιγμή τη δυνατότητα να γυρίσει πάλι πίσω από κει που 'ρθε και να μείνετε -κι ο λαός μαζί σας- με τα αερόθερμα και τα ισοθερμικά γάντια στο χέρι. Έλεος δηλαδή, χειρότεροι κι από γεωλόγοι έχετε γίνει...

Για το εθνικό θέμα, τι να πω; Ό,τι και να πω, ποιος από τους συνομιλούντες θα με ακούσει; Κουφάλογα. Εγωιστικά, παραδόπιστα κουφάλογα.

Και μια δημόσια παράκληση ακόμα, προς τις νοικοκυρές κι όσους εν γένει ψωνίζουν στη λαϊκή: Άμα σου φαίνεται ακριβή η ντομάτα, να την αγοράζεις όταν είναι η εποχή της. Τώρα λάχανα και μαρουλάκια και πολύ σου είναι. Πόσο πάει λέει το αγγούρι. Αγγούρι μες το χιόνι! Και το καλοκαίρι την ακρίβεια θα τη μετράμε με τα πράσα και τα μανταρίνια!

Μια βόλτα στον κήπο

Ξύπνησα. Κάπως απότομα είναι η αλήθεια, αλλά οπωσδήποτε ξύπνησα. Κοίταξα γύρω τους πυκνούς θάμνους γεμάτους κόκκινος μικροσκοπικούς καρπούς. Γέλασα σαν ηλίθια γιατί θυμήθηκα όταν ήμουν μικρή. Με τον αδελφό μου αυτούς τους καρπούς τους λέγαμε ντοματάκια. Και γέλασα.

Μιλάω λίγο ασυνάρτητα είναι η αλήθεια. Ίσως και να επαναλαμβάνω κουτές φράσεις ή λέξεις. Σαν ηλίθια. Αλλά σκέψου, έχω μόλις ξυπνήσει και δεν ξέρω και πολλά. Πεινάω λίγο, νομίζω.

Κατέβηκα από το μαρμάρινο σκαλάκι. Κάτω από τις γυμνές πατούσες μου ένιωθα μικρά σβωλαράκια χώματος να συνθλίβονται σε λεπτή σκόνη. Έκανα δυο βήματα ακόμη, ένα μυτερό χαλίκι μου έγδαρε το μικρό μου δαχτυλάκι. Κακό, κακό χαλίκι! Δε φοβάσαι μη σε σκοτώσω; Έχω ένα εγχειρίδιο περασμένο στη ζώνη μου, δε φοβάσαι;

Πού πηγαίνω; Πηγαίνω. Μάλλον πουθενά. Έτσι απλά πηγαίνω κι ακούω σαν από μακρυά ήχους από τα χαλίκια που πατώ, και από τα πέπλα που φορώ, ροδακινί πέπλα απαλά, διάφανα, ατσαλάκωτα, σφιγμένα πάνω μου με πράσινες, μεταξωτές κορδέλες, διαφανή, βλέπω το στήθος μου, σα δυο γροθιές μικρό, με τις μικροσκοπικές θηλές, ντρέπομαι γι’ αυτές, αλλά δε μπορώ να σηκώσω το εγχειρίδιό μου εναντίον τους, φοβάμαι.

Φοβάμαι;

Αχ, σαν τι θα μπορούσα να φοβηθώ; Είχα μόλις ξυπνήσει, δεν ήξερα πολλά, ίσως πεινούσα λίγο, αλλά ο Κήπος ήταν τόσο όμορφος, τόσο φιλόξενος, συμμετρικά σχεδιασμένα τα δρομάκια του, τρυφερά κλαδεμένοι οι θάμνοι του. Κι είχα κι ένα εγχειρίδιο στη ζώνη μου, σε μια θήκη από πράσινο μεταξωτό ύφασμα. Όχι, τίποτε δεν έπρεπε να με φοβίζει.

Κι όμως φοβόμουν. Φοβόμουν το ξύπνημα, ήθελα να μπορούσα να κοιμηθώ ανεξύπνητα, αιώνια, να πεθάνω εκεί, πάνω σ’ ένα ωραίο όνειρο. Φοβόμουν και την άγνοια μου, πόσα πράγματα να ‘πρεπε να ξέρω –ή να μην ξέρω; Φοβόμουν το εγχειρίδιο στη ζώνη μου, γιατί η θήκη του ήταν υφασμάτινη και γιατί πάνω της δεν υπήρχε ούτε μια στάλα αίμα.

Μα πάνω απ’ όλα φοβόμουν τον Κήπο, με τα υπερβολικά συμμετρικά του δρομάκια, και τους τυραννικά κλαδεμένους θάμνους, ένας στρατός από φυτά γυαλισμένος και στοιχισμένος, έτοιμος για τη μεγάλη παρέλαση. Δε μπορούσα να κάνω τίποτε, γι’ αυτό φοβόμουν. Περπατούσα πάνω στα χαλίκια, συνθλίβοντας μικρά σβωλαράκια χώματος. Έφτασα σε ένα μικρό κυκλικό άνοιγμα και θαύμασα το μαρμάρινο σύμπλεγμα των κοριτσιών που το διακοσμούσε. Από τη στάμνα που κρατούσαν κι οι τρεις έτρεχε νερό σε μια λεκάνη. Ήπια λίγο.

Συνέχισα τη βόλτα με σταθερό βήμα, απαλά, όπως αρμόζει σε μια γυναίκα σαν κι εμένα, κι ο φόβος με κατέτρωγε. Προσπέρασα κι άλλα έξι ανοίγματα, όλα στολισμένα με αγάλματα κοριτσιών. Άρχισα να ξεχωρίζω κι άλλους ήχους εκτός από εκείνους που προκαλούσα εγώ ή το νερό από τις στάμνες. Βαριά αντρικά βήματα μες το Κήπο, μια εξίσου βαριά, λαχανιασμένη ανάσα, και μια αντρική, όμορφη φωνή να λέει ένα κοριτσίστικο όνομα. Ήξερα όμως ότι αυτόν τον άντρα δε χρειαζόταν να το φοβάμαι, δε θα μπορούσα ποτέ να τον φοβηθώ.

«Σαζνάτ», έλεγε η φωνή, «Σαζνάτ». Σε μια στροφή τον είδα, φορούσε ρούχα κυνηγού και κράταγε μαχαίρι κυνηγού. Δυστυχισμένε, στον Κήπο αυτό υπάρχουν μόνο αγάλματα, τι περιμένεις να σκοτώσεις μ’ αυτό το παλιομάχαιρο;

Γύρισε απότομα και με είδε. Τα μάτια του, όμορφα, μελιά, γούρλωσαν από έκπληξη και χαρά, «Σαζνάτ!» ξανάπε μεθυσμένος από ευτυχία, άνοιξε τα χέρια του να με βάλει στην αγκαλιά του, εγώ τον πλησίασα, τον αγκάλιασα σφιχτά και κάρφωσα το εγχειρίδιό μου ανάμεσα στις ωμοπλάτες του.

Πέθανε λέγοντας το όνομα, «Σαζνάτ…», το όνομά μου. Εγώ τράβηξα το εγχειρίδιο από την πληγή και το έβαλα πίσω στη μεταξένια θήκη και συνέχισα να περπατώ στον Κήπο, μόνο που τώρα ήξερα, το αίμα του μού είχε μιλήσει κι ο φόβος είχε φύγει από την καρδιά μου για μένα, είχε γίνει φόβος για τους άλλους.

Ήξερα ότι γύριζα πίσω στο σημείο που είχα ξυπνήσει, στο μαρμάρινο βάθρο όπου δυο κοπέλες είχαν μείνει να κρατούν μια στάμνα που έτρεχε νερό. Ήξερα ότι ο Κήπος Των Αγαλμάτων Που Ονειρεύονται δεν ήταν ένα μέρος, αλλά μια οντότητα, ένα πλάσμα που τρέφεται με όνειρα γυναικών και αντρικά κουφάρια. Αν είσαι γυναίκα σε δελεάζει να μπεις, να περπατήσεις στα δρομάκια του, να πιεις νερό από τις κρήνες του κι ύστερα ν’ ανέβεις σ’ ένα μαρμάρινο βάθρο και να κοιμηθείς απαλά, να δεις χίλια θαυμαστά όνειρα. Αν είσαι άντρας, έχει ξεγελάσει μια αγαπημένη σου γυναίκα κι εσύ μπαίνεις να τη σώσεις και τότε εκείνη ξυπνάει από το μαρμαρωμένο της ύπνο, έρχεται κοντά σου σαν υπνωτισμένη και σε σκοτώσει μ’ ένα εγχειρίδιο που έχει περασμένο στη ζώνη της. Γιατί ο Κήπος δε μπορεί να κάνει τίποτε ο ίδιος, μόνο να ξεγελάει τα κορίτσια και να τα κοιμίζει μπορεί, να τρέφεται σα βρικόλακας από τα όνειρά τους.

Έφτασα στο σημείο που είχα ξυπνήσει, ανέβηκα στο βάθρο, αγκάλιασα τα άλλα δυο μαρμαρωμένα κορίτσια που υπήρχαν εκεί, κρατώντας μια στάμνα. Είχα μόλις σκοτώσει τον αδελφό μου κι ήθελα να κοιμηθώ, μα ξεχάσω, να ονειρευτώ ότι τον είχα στην αγκαλιά μου κι ότι φιλούσα τα μελιά του μάτια. Ο Κήπος με νανούριζε απαλά, δε μ’ άφησε να κλάψω, ως τη στιγμή που η σάρκα μου πέτρωσε κοιμισμένη και ξανάγινα το άγαλμα που ονειρεύεται. Για μια στιγμή μονάχα ένιωσα πάλι το νερό να τρέχει από τη στάμνα που κρατούσα μαζί με τις άλλες δυο κι ήξερα ότι αυτό ήταν το μόνο δάκρυ που θα μας επιτρεπόταν ποτέ.



(Το παρόν διήγημα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τρίτο τεύχος τεύχος του περιοδικού Συμπαντικές Διαδρομές.)

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Van Helsing (2004)

Λίγες φορές έχω δει ταινία που να με κάνει να θέλω να γελάω με λυγμούς. Τις περισσότερες από αυτές τις λίγες φορές η ταινία είναι κωμωδία και δικαιολογεί το κατόρθωμά της. Τι γίνεται με τις υπόλοιπες όμως;
Ας πάρουμε μια υποθετική κατάσταση. Παίρνεις ένα dvd από την ταινιοθήκη σου, το βάζεις στο μηχάνημα και στρογγυλοκάθεσαι στον καναπέ. Σκεπάζεσαι και με μια κουβερτούλα -χιονιάς γαρ- και περιμένεις να δεις το Van Helsing. Και τι βλέπεις;
Καταρχήν ασπρόμαυρη εικόνα και το εργαστήρι του δόκτορος Φρανκεστάιν. Παρακαλώ; Παίρνεις το κουτί του dvd και του ρίχνεις μια ματιά. Μήπως έκανες λάθος; Van Helsing δεν είπε; Η Ολλανδική νέμεση του Κόμητος Δράκουλα; Τι δουλειά έχει ο Φρανκεστάιν; Τι δουλειά έχει ο Φρανκενστάιν;
Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και λες, άντε ας του δώσω μια ευκαιρία. Πέφτουν τα γράμματα και επιτέλους εμφανίζεται ο Βαν Χέλσινγκ, λίγο γκαγκά στην εμφάνιση, μαλλούρα και στέτσον, ωσαν τον Κλιντ Ίστγουντ, αλλά λες εντάξει, θα το αντέξω κι αυτό. Και είναι... είναι... είναι... στο Παρίσι... και... και... και... κυνηγάει... τον... τον... τον... δρ. Τζέκυλ και τον κ. Χαίντ.
Ξεροκαταπίνεις, μανούλα μου, μανούλα μου, μανούλα μου, δε θέλω άλλο, θα το φάω όλο το φαΐ μου! Αλλά πού λύπηση ο κ. σεναριογράφος... Έρχεται και η μυστική οργάνωση των παπάδων, έρχεται και το οπλοπολυβόλο, έρχεται η νιτρογλυκερίνη, μια σκηνή σαν από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, οι δυο σύντροφοι που διασχίζουν τα χιονισμένα βουνά, ο λυκάνθρωπος, ο νεκροθάφτης από το Λούκυ Λουκ, κάτι γκρέμλινς που είναι λέει παιδιά του Δράκουλα, κακοί νάνοι σαν τους ρακοσυλλέκτες του Τατουίν στο Star Wars, το Αριστερό Χέρι του Θεού (ήμαρτον Κύριε και μνήσθητί μου όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου) και μια φόρμουλα που αντιστρέφει τη λυκανθρωπία.
Αναπνέεις ακόμη, αν και τα πολλά γέλια κόβουν την ανάσα. Φυσικά δε θα αναπνέεις για πολύ ακόμη, γιατί επικεντρώνεσαι στις ερμηνείες, οι οποίες φυσικά είναι ασορτί με το σενάριο... Από το τραγικό τρέξιμο της πριγκήπισσας (των τσιγγάνων βεβαίως-βεβαίως) Άννας και το εξίσου τραγικό ντύσιμό της μέχρι τη δραματική κορύφωση του ίδιου του Βαν Χέλσινγκ, όπου κλαίει λες και του καθαρίζουνε τη μούρη με οξέα φρούτων, μέχρι τον Δράκουλα που σπάει τον καρπό κι έχει κουάφ του κομμωτηρίου, μέχρι το απαράδεκτο τέρας του Φράνκενστάιν ("whyyyyyyy?????"), μέχρι το λυκάνθρωπο, μέχρι τις νύφες του Δράκουλα ("Mariska, kill the stranger!" και "Feed, my darlings!"), η μια χειρότερη από την άλλη, η μια πιο τραγική από την άλλη -με την κακή έννοια της τραγικότητας!
Μια κάκιστη ταινία εν γένει που μπορείς μόνο να τη δεις αν είσαι με παρέα και η γειτονιά σηκώνει να γελάς δυνατά ως αργά το βράδυ και να λοιδωρείς υψιφώνως τον άνθρωπο που τόλμησε να χρηματοδοτήσει αυτήν την απίστευτη πατάτα.
Ούτε καν το Ζουν Ανάμεσά μας (They Live) δεν είναι τόσο κακό. Αλλά γι' αυτό θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Δράκουλας

Είναι κάποια βιβλία που όλοι μιλούν γι' αυτά αλλά σπάνια κάποιος τα διαβάζει. Βιβλία που έχουν γίνει πια σύμβολα στον καθημερινό λόγο, όπως ο Τάρας Μπούλμπα, ο Συρανό Ντε Μπερζεράκ, η Κυρία με τις Καμέλιες. Ή η Κόλαση του Δάντη. Ή ο Φρανκενστάιν.


Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, (εκδόσεις Στοχαστής) τουλάχιστον για μένα. Ενώ η λογοτεχνία τρόμου και το φανταστικό είναι οι μεγάλες μου αδυναμίες, το χεράκι δεν πήγαινε στο βιβλίο που περίμενε υπομονετιά στο ράφι τόσον καιρό. Προχτές με τα χιόνια, λοιπόν, και με την ευκαιρία που είχα συντροφιά, έκατσα και το διάβασα φωναχτά στη συντροφιά μου. Κι ύστερα το μεσημέρι της Δευτέρας είδαμε και την ταινία.

Δεν υπάρχουν σχόλια για να κάνει κανείς. Το βιβλίο είναι πραγματικά αρχετυπικό, είναι κάτι που απετέλεσε πρότυπο για τα επόμενα. Η αδυναμία του ήταν μόνο η ηλικία του: Όλοι οι βικτωριανοί του ήρωες ανταλλάσσουν συνεχώς όρκους αιώνιας φιλίας, οι άντρες είναι γενναίοι κι οι γυναίκες χλωμές και αγνές.


Ούτε και για την ταινία μπορώ να πω πολλά. Για μένα είναι η ωραιότερη ερωτική ταινία αν όχι όλων των εποχών, τότε των τελευταίων πολλών χρόνων. Από τον Γκάρυ Όλντμαν και τον Άντονυ Χόπκινς μέχρι την σκηνοθεσία και το ελαφρώς πειραγμένο σενάριο όλη η ταινία αποπνέει μια απίστευτη μαγεία. Χαρακτηριστικά την είχα δει για πρώτη φορά το 1992, στο σινεμά, όπου είχα πάει μόνη μου (και για όσους δεν ξέρουν να υπολογίζουν έτη, ήμουν στην Τρίτη Λυκείου κι ετοιμαζόμυον για τις Πανελλήνιες.) Από τότε ακόμη το Bram Stoker's Dracula ασκεί επάνω μου μια υπνωτιστική εξουσία, δε μπορώ ποτέ να αρνηθώ να τη δω.

Και μιας και πήρα στη σειρά τα Βαμπίρ, το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω θα είναι ο Δράκουλας Λυόμενος του Μπράιαν Άλντις. Έτσι για να μην φύγω από το κλίμα.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Rock me, baby!

Γουστάρω σεισμό! Και είμαι και σε κτίριο με υδραυλικά θεμέλια!

Το Όνειρο του Χαρτογράφου


Έχω λίγες μέρες που σκόνταψα πάνω σε μια λέξη στο Παζάρι Βιβλίου. Η λέξη αυτή ήταν "χαρτογράφος" και με καλούσε από δύο διαφορετικά βιβλία: Το Όνειρο του Χαρτογράφου του James Cowan και τη Γυναίκα του Χαρτογράφου του Ρόμπερτ Γουίτακερ. Για το δεύτερο θα μιλήσω όταν το διαβάσω, ίσως σε λίγες μέρες. Το πρώτο το τελείωσα χτες βράδυ κι είναι ένα από τα ελάχιστα βιβλία στη ζωή μου που θέλω να ξαναδιαβάσω οπωσδήποτε. Κι αυτό γιατί έχω την έντονη αίσθηση ότι κάτι μου έχει ξεφύγει.


Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το βιβλίο περιγράφει τις σκέψεις του Φρα Μάουρο, ενός διάσημου Βενετού χαρτογράφου, ο χάρτης του οποίου σώζεται ως τις μέρες μας μόνο σε δύο αντίτυπα. Ο συγγραφέας τοποθετεί τις σκέψεις του Φρα Μάουρο σε φύλλα ημερολογίου, το οποίο ισχυρίζεται ότι βρηκε στη βιβλιοθήκη ενός μοναστηριού. Το πρώτο σημείο που θέλω να ξεκαθαρισω είναι αυτό: αν το ημερολόγιο του Φρα Μάουρο είναι πραγματικό κι ο Κάουαν έβαλε μόνο τις σάλτσες.
Οι ίδιες οι σκέψεις του χαρτογράφου είναι το δεύτερο πράγμα που πρέπει να ξαναδω. Μια αργή και σταθερή πορεία που παίζει ανάμεσα στην αυτογνωσία και το επίτευγμα του παγκόσμιου χάρτη, του περίφημου mappamundi, περιγράφεται με χρώματα που μοιάζουν με της παλιάς περγαμηνής. Ταξιδευτές επισκέπτονται το μοναχό στο κελί του και του διηγούνται τις εμπειρίες τους κι εκείνος, δειλός να βγει από τους τοίχους του μοναστηριού του, ευχαριστίεται μόνο το ταξίδι με το νου.


Το θέμα είναι ότι το βιβλίο είναι απερίγραπτο, με την έννοια ότι η ουσία του, εκείνο που θα σε κάνει να το προτίνεις σε κάποιον, είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί. Και εκεί σκαλώνω κι εγώ. Θέλω να μιλήσω για το Όνειρο του Χαρτογράφου, αλλά αν δεν το έχετε διαβάσει (κι αν δεν το διαβάσω κι εγώ άλλες δυο φορές τουλάχιστον) κουβέντα δε θα καταφέρουμε να κάνουμε.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Διαβάτη στάσου.

Πράγματα που μας προσπερνούν στην καθημερινότητά μας.

Ο Ότζι πέθανε 46 ετών, από εσωτερική αιμορραγία. Τον βρήκαν το 1991 Ιταλοί αλπινιστές μουμιοποιημένο σε κάποια κορυφή των Άλπεων. Από τη μέρα που πέθανε μέχρι σήμερα έχουν περάσει 5000-5500 χρόνια. 1,60, γαλάζα μάτια και τατουάζ. Μαγκάκι. Γοητεία σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής του. Κάποιος τον ήθελε νεκρό, ένα βέλος προεξέχει από τον αριστερό του ώμο.

Ο Ρόι Σνάιντερ πέθανε 75 ετών, από καρκίνο (και μη μου πει κανείς ότι το AIDS είναι η μόνη μάστιγα της εποχής). Σαγόνια του Καρχαρία, All that jazz και Seaquest. Όχι πολύ ψηλός, γαλάζια μάτια, πρόσωπο χαραγμένο από ρυτίδες. Γοητεία κι αυτός.

Πώς γίνεται και συγκινούμαστε από δυο θανάτους τόσο διαφορετικούς και τόσο μακρυνούς ο ένας από τον άλλο;

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Νέα σελίδα στην ιστορία της....

Μα δε σας μοιάζει με τον Αγιοβασίλη; Ε; Ε; Ε;

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

Ο Χορός Της Ζαχαρένιας Νεράιδας


Σήμερα η διάθεσή μου μοιάζει με το Χορό της Ζαχαρένιας Νεράιδας: Όλοι τον έχουν ακούσει, όλοι το ξέρουν, αλλά κανείς δεν ξέρει το όνομά του. Σα μουσική από διαφήμιση ένα πράγμα. (Η εικόνα εμφανίζεται στη διεύθυνση http://www.fairiesworld.com/famous-fairies/sugar-plum-fairy.shtml και είναι σχέδιο by Myrea Pettit.)


Χαίρομαι που έχω τη δουλειά μου και που μ΄αρέσει, χαίρομαι που πίνω έναν γευστικό καφέ, χαίρομαι που έκοψα μια πολύ κακή συνήθεια, χαίρομαι που η αδελφή μου γύρισε επιτέλους από τα ξένα, ένας άνθρωπος μ' έκανε χτες να πετάξω στα σύννεφα με τα καλά του λόγια κι ένας άλλος με σκλάβωσε εντελώς αναπαράγωντας αυτούσια τα καλά λόγια του άλλου. Φιλιά, παλικάρια μου.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Η Μαρμαρωμένη

Την έβλεπα από μακριά καθώς πλησίαζα στο ακρωτήρι. Μια φιγούρα λεπτή, ευθυτενής, ελαφρά γερμένη στ’ αριστερό πόδι, το κεφάλι επίσης γυρισμένο μια ιδέα προς τ’ αριστερά. Ήταν ξυπόλυτη, με τα μαλλιά πιασμένα στη βάση του κρανίου. Φορούσε αντρικό χιτώνα, λίγο πάνω από το γόνατο. Της άρεσε αυτό το σημείο που βλέπει στη θάλασσα, έλεγε ότι εκεί μπορούσε ν’ αναπνέει.
Προσπαθούσα να φανταστώ τι θα της έλεγα. Είμαι λίγο των ενστίκτων, δε μ’ αρέσουν τα σχέδια. Ποτέ δε σχεδιάζω, πάντα προσπαθώ να φανταστώ τι θα μου ‘ρθει να πω. Κι ήταν μια από κείνες τις φορές που δε μου ‘ρχόταν τίποτα.
Έφτασα δίπλα της. Με άκουσε, αλλά δε γύρισε το κεφάλι.
-Είναι ώρα, είπα μαλακά.
Δε σάλεψε.
Τη θυμάμαι από τότε που ήταν μικρή. Το χωριό μας είναι τριάντα σπίτια όλα κι όλα, ο ένας ξέρει τον άλλο καλά. Κι αυτήν εγώ την ήξερα καλά. Είχε αυτό το κουσούρι, όταν πληγωνόταν, όταν δεν πίστευε αυτά που άκουγε, όταν ήταν να κλάψει, αντί να ξεσπάει έμενε ακίνητη, ασάλευτη σα μαρμαρωμένη. Αυτό ήταν το παρατσούκλι της στο χωριό, η Μαρμαρωμένη.
-Έλα, συνέχισα. Δε γίνεται τίποτα.
Το στόμα μου ήταν ξερό. Πως έβρισκα τη δύναμη να της πω αυτές τις λέξεις; Θα με περνούσε γι’ αναίσθητο. Όμως δε μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Και πιστεύω, το ‘ξερε κι η ίδια, δεν ήταν στο χέρι μου. Δεν ήταν στο χέρι κανενός.
Αχ, πως μπορούσα να της μιλάω έτσι; Με τι κουράγιο θα την οδηγούσα πίσω στο χωριό, στο λόφο του νεκροταφείου, εκεί που έξι λάκκοι περίμεναν να δεχτούν τα παιδιά της;
Οι συγχωριανοί μου λένε πως πάντα ήμουν σκληρός, σχεδόν αναίσθητος, πως είχα μεγάλη αντοχή στον πόνο. Με λένε και ξεροκέφαλο και πως όταν θελήσω κάτι δε γίνεται να μου το βγάλεις από το μυαλό.
-Και τι άλλη απόδειξη θέλεις; Με πείραζαν κάποιες φορές. Σου κόλλησε να παντρευτείς τη μισότρελη τη Μαρμαρωμένη και την παντρεύτηκες. Και της έκανες κι έξι παιδιά. Μα έξι παιδιά; Στο θεό σου, έξι; Τόσο καλή είναι στο κρεβάτι;
Το κρεβάτι της. Το ζεστό της κρεβάτι, το στόμα της που μύριζε δυόσμο και μπαχάρι. Το σώμα της, απαλό και ζεστό κι αυτό, οι καμπύλες της που ίσα χωρούσαν στις χούφτες μου, μια χούφτα σάρκα ν’ απαντάει ανατριχιάζοντας σε κάθε φιλί, σε κάθε χάδι. Η μήτρα της, η μόνη μου χαρά, ένα σκοτεινό και υγρό μέρος, όπου μπορούσα να κρυφτώ και να μη με φτάνει τίποτα, η μήτρα της που γέννησε έξι παιδιά δικά μου.
Έξι παιδιά που κοίτονται τώρα άψυχα, γιατί η μάνα τους μπέρδεψε το αλάτι με το βοτάνι για τα ζιζάνια και τα τάισε φαρμακωμένο φαΐ.
-Σε παρακαλώ, είπα πάλι σιγανά. Όπου να ’ναι έρχεται ο ιερέας. Δε θες να τα δεις άλλη μια φορά;
Γιατί δεν ουρλιάζει; Γιατί δεν ορμάει να με χτυπήσει; Πώς μπορώ να είμαι τόσο αναίσθητος, να της μιλάω έτσι για τα παιδιά της, για τα παιδιά μας;
-Μίλησέ μου, λέω ξανά. Πες κάτι.
Απλώνω το χέρι μου στον ώμο της, θεοί, είναι παγωμένη, σαν νεκρή.
-Έλα, της λέω, σε παρακαλώ.
Την πιάνω απ’ τους ώμους, θέλω να τη γυρίσω, να με κοιτάξει, να της πω πως δε θ’ αντέξω αν χάσω κι αυτήν, πως είναι ότι μου ‘χει απομείνει στη ζωή, αλλά δε μπορώ, έχει μαρμαρώσει στ’ αλήθεια, η Μαρμαρωμένη μαρμάρωσε στ’ αλήθεια, κάποιος θεός λυπήθηκε τον πόνο της και τη μαρμάρωσε.
Πέφτω στα γόνατα και εύχομαι να βρεθεί και για μένα ένα σπλαχνικός θεός, ένας σπλαχνικός θάνατος.