(Είμαι μια ψωνάρα, το ξέρω. Αλλά τι να κάνετε, που με αγαπάτε έτσι; :Ρ)
Βασικά θα ήθελα πάρα πολύ να βάλω κι ένα μικρό κομματάκι της νουβέλας, έτσι για το καλό, αλλά δυσκολεύομαι να διαλέξω κάτι που να μην είναι major spoiler. Βλέπετε το Αυγό του Δρακοαφέντη είναι το 11ο και τελευταίο "επεισόδιο" της σειράς φαντασίας που γράφω εδώ και δύο χρόνια κι επειδή έχει κάποιους φανατικούς αναγνώστες (again, είμαι ψωνάρα, το παραδέχομαι, τι να κάνω, να καταπιεστώ;) αλλά κι επειδή έχει πάρει έναν μικρό δρομάκο προς την έκδοση (ελπίζω δηλαδή), δε θέλω να φέρω κανέναν σε δύσκολη θέση, ούτε τους αναγνώστες, ούτε τον (αν θέλει μελλοντικό) εκδότη, ούτε κι εμένα φυσικά, γιατί στην ταχύτητά μου επάνω όλο και κάποια μπούρδα θα έχω αμολύσει. Οπότε μάλλον θα πρέπει να περιοριστώ στο παρακάτω κομμάτι, που είναι οι πρώτες γραμμές και να σας αφήσω να υποθέτετε τα υπόλοιπα.
Α. ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΑΤΣΑΒΟΥΡΑ
Στη ζωή του καθενός υπάρχει ένα σκαλοπάτι.
Δεν είναι κακό πράγμα τα σκαλοπάτια. Πατάς επάνω τους κι ανεβαίνεις και φτάνεις στο επόμενο πάτωμα. Πατάς επάνω τους και κατεβαίνεις και γειώνεσαι και βλέπεις τα πράγματα από το ύψος του κεφαλιού σου κι όχι αφ’ υψηλού. Γενικά τα σκαλοπάτια –εντάξει, όχι όλα, αλλά σίγουρα τα μισά από αυτά- σου δίνουν κάτι να ‘χεις να πορεύεσαι και να ‘χεις να σκέφτεσαι.
Υπάρχουν όμως και τα άλλα μισά σκαλοπάτια, εκείνα που τα πατάς και κατεβαίνεις και δεν γειώνεσαι απλώς, αλλά θάβεσαι στη γη και σκάβεις και σκάβεις και σκάβεις, πατώντας αυτό το ένα σκαλοπάτι και φτάνεις στα μαύρα κι άραχλα παλάτια της Κολάσο-Χελλάρα, της θεάς του κάτω κόσμου, κι εκεί μονάχα σταματάς και θρηνείς την απώλεια όλων εκείνων που είχες πριν πατήσεις στο σκαλοπάτι.
Αναφορικά με τους δύο αυτούς τύπους των σκαλοπατιών, μύριες όσες λέξεις έχουν γραφτεί σε βιβλία και μελάνι πολύ έχει χυθεί κι επίσης και καμπόσο κρασί –ίσως περισσότερο από μελάνι- σε καπηλειά και σε φιλοσοφικές στοές και σε λογοτεχνικά σαλόνια της υψηλής κοινωνίας. Αλλά κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε ότι υπάρχουν σκαλοπάτια, στη ζωή του καθενός ένα τουλάχιστον, που μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή σου και την ψυχή σου και τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο και γενικά να σε φέρουν τα πάνω κάτω και να σε κάνουν να μαρτυρήσεις το γάλα της μάνας σου.
Τέτοια σκαλοπάτια υπήρξαν πολλά στη ζωή του Κόμπες του Ντερλικοτή, του πρώην έμπορου, νυν κλέφτη Σενίμ-Σοριένου, που διήγε βίον ελεύθερον και ελευθεριάζοντα στην πόλη του Ζουμζερί, την κρυμμένη στο φαράγγι της κοιλάδα του ποταμού Σογκούλ. Σκαλοπάτια προς τα πάνω, όπως όταν έγινε φίλος με έναν Καλομασουριανό ευγενή και την τσιγγάνα γυναίκα του, ή όπως όταν έσωσε τη ζωή του Μεγάλου Μάγιστρου, ψηλά σκαλοπάτια που τον έκαναν καλύτερο άνθρωπο και του έδειξαν πώς να σέβεται τους άλλους. Και σκαλοπάτια προς τα κάτω, όπως όταν αναγκάστηκε να σκοτώσει το δράκο Ζήση ή όπως όταν πίστεψε ότι ο φίλος και σύντροφος και συνεργάτης του μάγος Μνήμων Πετρεξού, είχε προδώσει τη φιλία τους, σκαλοπάτια που τον χαμήλωσαν, τον έκαναν να θλίβεται ή να αυτοοικτίρεται μυστικά ή να σκέφτεται κακό για τους άλλους, γενικά να βλέπει τη ζωή μαύρη κι άραχλη, σαν τα προαναφερόμενα παλάτια της θεάς.
Κανένα από τα παραπάνω σκαλοπάτια όμως δεν ήταν τόσο χαμηλό, τόσο βαραθρώδες όσο αυτό στο οποίο είχε πατήσει το προηγούμενο βράδυ. Όταν έφτασε στο Ζουμζερί, με την ψυχή στο στόμα, να προλάβει να σώσει τον Πετρεξού από την κακόβουλη γυναίκα Νταραντάε κι αντί να την βρει να παλεύει με το μάγο, είδε ότι η Ινολίκ, η όμορφη ταβερνιάρισσα που αγαπούσε, είχε χαθεί, αρπαγμένη από δυο Βαμπιρονυχτερίδες.
Αγωνία, θλίψη, μοναξιά, θυμός, μανία. Πέντε πράγματα μετρούσε ο Κόμπες όσο ο Πετρεξού προσπαθούσε να βρει ένα ξόρκι που να τους δείξει πού βρισκόταν η Ινολίκ κι αν ήταν καλά. Για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια, ο κλέφτης δε μπορούσε να μείνει άπραγος σε ένα καπηλειό ή ταβέρνα και να τα πίνει, όσο ο μάγος έψαχνε τα καθέκαστα. Με τα ρούχα του ταξιδιού ακόμη, χωρίς να φροντίσει να μάθει τι απέγιναν ο Γκαν-Βαγκάν κι η Σοσμιλόγκι που τον συντρόφευαν στο ταξίδι του από την Ελσικριχά και με το Κουβαδάκι Λάσπη παραπεταμένο σε μια γωνιά, ο Κόμπες στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα δίπλα σε έναν μανιακό Πετρεξού, που είχε σχεδόν χωθεί μέσα στην κασέλα του, αφήνοντας όλον τον κόσμο να νομίζει ότι επρόκειτο περί κάποιου μυθικού φρικαλέου πλάσματος που του έλειπε το από τη μέση και πάνω και πετούσε έξω διάφορα αντικείμενα, ψάχνοντας για διάφορα ξόρκια και σύνεργα.
-Πετρεξού, δε θέλω να σε ανησυχήσω, αλλά αν δε βρεις σύντομα αυτό που ψάχνεις, θα δοκιμάσω στο σβέρκο σου πόσο στόμωσε το Περέγκο όσο το χρησιμοποιούσα πάνω στους Γουρουνοκέφαλους Μυθομανείς.
-Κόμπες, δε θέλω να σε ανησυχήσω, αλλά αν ξαναπείς το όνομά μου αντί τον τίτλο μου, θα δοκιμάσω πόσο μικρό μπορεί να κάνει το πουλί σου η Σαγηνευτική Σμικρυντική Σιαγόνα Σκουληκαντέρας.
-Φιλαράκι, δε θέλω να σε προκαταβάλω, αλλά αν μου μικρύνεις το πουλί θα σου σπάσω την κεφάλα.
-Φιλαράκι, άσε τις απειλές και κοίτα μην ξεχαστείς και με πεις με το όνομά μου ξανά, γιατί θα έχω την τύχη του Μ’νάμπου και του Μ’νέντου.
Ο Κόμπες πολύ θα ήθελε να συνεχίσει αυτήν την μικρή συζήτηση μεταξύ φίλων, αλλά η ανάμνηση των δύο προηγούμενων Μεγάλων Μαγίστρων, ειδικά του Μ’νάμπου, τον έκανε να κατέβει ακόμη ένα σκαλοπάτι προς τα κάτω, εκεί όπου η αγωνία, η θλίψη, η μοναξιά, ο θυμός και η μανία καλωσόρισαν στην εύθυμη παρέα τους και μια ορδή πλιατσικολόγες ενοχές.
Εκείνη τη στιγμή βρήκε το Χαμίνι για να μπει μέσα πολύ-πολύ προσεκτικά, ανοίγοντας αργά την πόρτα και ξεμυτίζοντας γι’ αρχή μόνο το κεφάλι του πίσω της. Ένα ιπτάμενο μαντικό βελούδο, σαν κομήτης που τον ακολουθούν μερικά από τα κομμάτια του (τα βότσαλα της μαντείας) τον υποδέχτηκε, σκεπάζοντάς του το πρόσωπο όπως είχε κάνει κάποτε ένα τρομαγμένο χταπόδι. Τινάχτηκε φοβισμένο προς τα πίσω, αλλά η φυσική του περιέργεια το έκανε να ξαναχώσει το κεφάλι του στο άνοιγμά της πόρτας και να αποφύγει για ελάχιστα χιλιοστά έναν πορτοκαλί κρύσταλλο, που έσκασε στον τοίχο δίπλα στο αυτί του. Η τρίτη του προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του Πετρεξού χωρίς να κινδυνέψει η σωματική του ακεραιότητα στέφθηκε με μια κάποια επιτυχία, γιατί πριν ο μάγος, εν αγνοία του, του πετάξει κάτι άλλο πιο επικίνδυνο στην γενική κατεύθυνση του κεφαλιού του, το Χαμίνι πρόλαβε να χωθεί στο εργαστήριο και να πιάσει στον αέρα ένα τσαγιερό από ασήμι που τα σκαλίσματα επάνω του ήταν ενδεικτικά ότι δεν είχε ποτέ χρησιμοποιηθεί σαν τσαγιερό.
-Αφέντη, έκανε κοφτά, για να τραβήξει την προσοχή του Πετρεξού.
-Όχι τώρα! μούγκρισε ο Κόμπες αντιλαμβανόμενος επιτέλους ότι υπήρχε κάποιος στο δωμάτιο εκτός από τον πισινό του Πετρεξού που προεξείχε από το σεντούκι.
-Τώρα! επέμενε το Χαμίνι, σκουπίζοντας την αιώνια μύξα του με το αιωνία βρώμικο μανίκι του, αλλά χωρίς σημάδι φόβου στο πρόσωπό του.
-Τι έγινε πάλι; μούγκρισε κι ο Πετρεξού από τα έγκατα του σεντουκιού, πετώντας έξω δυο ασημένια φλιτζάνια ασορτί με το τσαγιερό.
-Αφέντη, οι κοπέλες ρωτάνε αν θα μείνει για πολύ ώρα εκείνη η σφαίρα με τον αιωρούμενο κουβά δίπλα στην πόρτα, γιατί τις εμποδίζει στο σφουγγάρισμα.
Η αναφορά του κουβά, έκανε τον μάγο να σηκωθεί τόσο απότομα που το μελαχροινό του κεφάλι στούκαρε στο καπάκι του σεντουκιού μ’ ένα ηχηρό «ντουκ!», σαφή προάγγελο καρούμπαλου ηγεμονικών διαστάσεων.
-Όχι! Το Κουβαδάκι Λάσπη! Κόμπες, η ανοησία σου δεν έχει όρια! Άφησες το Κουβαδάκι Λάσπη στην πόρτα; Φέρ’ το μου γρήγορα εδώ! Γρήγορα!
Το Χαμίνι έφυγε τρεχάτο να φέρει το Κουβαδάκι στο νέο του αφεντικό, παίρνοντας μαζί του το τσαγιερό, ενώ ο Κόμπες σήκωνε τους ώμους του αδιάφορα.
-Έτσι όπως ήμαστε τώρα, τι ανάγκη το έχεις το Κουβαδάκι; Πότε θα κάνεις το φυλαχτό προστασίας που έλεγες;
Ο Πετρεξού κλώτσησε τα πασούμια του πέρα, αποτυγχάνοντας να πετύχει τον κλέφτη και κρατώντας το κεφάλι του που βούιζε ακόμη από το τράκο με το σεντούκι, έχωσε το κάθε γυμνό του πόδι ξεχωριστά σε ένα μικρό ξεσκέπαστο κασελάκι γεμάτο με άμμο, που καθόταν εδώ και πάρα πολλά χρόνια ανέγγιχτο, δίπλα στο σεντούκι. Με παράδοξη καθαρότητα σκέψης για τη στιγμή, ο Κόμπες αναγνώρισε στο περιεχόμενο της κασελίτσας την λευκότητα της σκόνης από τα τσόφλια του αυγού του Ζάχου. Ο μάγος δεν έδωσε εξηγήσει για το θέμα, καθώς σκέπαζε καλά τα πόδια του με τη σκόνη και ταυτόχρονα γύμνωνε το στήθος του. Μαύρες σγουρές τρίχες, όχι τόσες όσες συναγωνίζονταν για λίγο χώρο στο στήθος του Κόμπες έκαναν την εμφάνισή τους πίσω από το λινό ύφασμα, να σκεπάζουν το τατουάζ του Μεγάλου Μάγιστρου.
Για λίγο, και για έναν ακαθόριστο λόγο που σαφώς δεν είχε να κάνει με ένα παλιό συμβάν σχετικό με τον τρυπανιστή κρανίων, ο Κόμπες ένιωσε πάρα πολύ αισιόδοξος βλέποντας αυτό το τατουάζ. Το Χρίσμα του Πετρεξού σε Μεγάλο Μάγιστρο ήταν μια επιβεβαίωση ότι μέσα στο κεφάλι του μελαχροινού μάγου, εκτός από ένα σωρό ξόρκια λήθης και παμπόνηρα σχέδια, υπήρχαν και μεγάλες ποσότητες ικανοτήτων που τον είχαν οδηγήσει ως εδώ. Ίσως η ζωή της Ινολίκ να κρεμόταν από αυτό το τατουάζ. Ίσως κι η ζωή του Κόμπες του ίδιου γιατί αν η Ινολίκ πάθαινε τίποτε, ο Κόμπες θα σκότωνε πολύ κόσμο προκειμένου να την εκδικηθεί, κόσμο που ήταν σίγουρος ότι δε θα καθόταν να σκοτωθεί, αλλά πιθανότατα θα προκαλούσε ο ίδιος –ο κόσμος- τον θάνατο του Σενίμ-Σοριένου.
-Μην κάθεσαι εκεί σαν ηλίθιο αγγούρι, γρύλισε ο Πετρεξού, βοήθησέ με, μου έστειλες το βοηθό μου στην άλλη άκρη του κόσμου, τουλάχιστον πάρε εσύ τη θέση του αν θες να βρούμε την Ινολίκ.
Ο Κόμπες ξεσταύρωσε τα χέρια και τον πλησίασε.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου