Κάθε φορά που η προγιαγιά μου, Όλγα Σταμπουλίδου, γεννούσε ένα παιδί, ή έβλεπε για πρώτη φορά ένα εγγόνι, το κοίταζε καλά-καλά κι ύστερα κουνούσε το κεφάλι της.
"Ούτε κι αυτό μοιάζει του πεθερού μου", έλεγε.
Γιατί ο πεθερός της, Ντελή-Λευτέρης Σταμπουλίδης, ήταν, λένε, ο ωραιότερος άντρας μεταξύ Καισάρειας και Ακ Νταγ Μαντέν κι ο πιο παλικαράς (κι ο πιο τρελάρας, να τα λέμε κι αυτά, ντελί στα τούρκικα θα πει τρελός). Και το είχε καημό η καημένη, να γεννηθεί ένα παιδί, αίμα της, που να του μοιάζει. Μέχρι που είπε τελικά ότι κάποιο -ένα- απ' όλα της τα παιδιά σαν να του 'μοιαζε λίγο, αλλά ποιο απ' όλα ήταν, δε θα το μαρτυρήσουμε εδώ.
Ο παππούς Λευτέρης ήταν από τους πρώτους που οδηγήθηκε στα αμελέ ταμπουρού, τα τέγματα καταναγκαστικής εργασίας των Τούρκων. Φυσικά, ως τρελάρας που σέβεται τον εαυτό του, το έσκασε. Και τον πιάσανε. Για να μην τον κρεμάσουν, η καημένη η προγιαγιά μου αναγκάστηκε να δώσει μια από τις τρεις σειρές φλουριά που είχε στο στήθος της, τις τρεις σειρές φλουριά που φορούσε ως γυναίκα αξίας.
Κι ο Ντελή-Λευτέρης ξαναπήγε στα αμελέ ταμπουρού. Και το έσκασε ξανά. Και τον ξαναπιάσανε. Κι έδωσε και τη δεύτερη σειρά φλουριά η Όλγα.
Και την τρίτη, μετά από λίγο. Την τέταρτη, τα φλουριά είχαν σωθεί.
Κι έτσι, ήρθε στην Ελλάδα το 1922 η γιαγιά η Όλγα, χωρίς καθόλου φλουριά στο στήθος της, με το βάρος δύο παιδιών νεκρών από την πείνα στην πορεία, Και με τέσσερα ακόμη να σέρνονται από τη φούστα της. Είχε τον άντρα της ζωντανό κι ήταν τυχερή. Κι είχε και την τρελάρα, όταν έμαθε ότι κατεβαίνοντας από το καράβι στον Πειραιά, θα της κόβαν τα μαλλιά της για τις ψείρες, να πηδήξει στη θάλασσα με το μωρό στην αγκαλιά, για να μην χάσει την ομορφιά της. Τι νύφη του Ντελή-Λευτέρη θα ήταν, αν δεν ήταν κι η ίδια παλικαρού;
Το μόνο που έφερε μαζί της ήταν αυτό: την τρελάρα της, την παλικαριά της, την οικογένειά της -όση της απέμεινε. Και μια λαχτάρα να γεννήσει ένα παιδί ή ένα εγγόνι, που να μοιάζει στον όμορφο, λεβέντη πεθερό της.
"Ούτε κι αυτό μοιάζει του πεθερού μου", έλεγε.
Γιατί ο πεθερός της, Ντελή-Λευτέρης Σταμπουλίδης, ήταν, λένε, ο ωραιότερος άντρας μεταξύ Καισάρειας και Ακ Νταγ Μαντέν κι ο πιο παλικαράς (κι ο πιο τρελάρας, να τα λέμε κι αυτά, ντελί στα τούρκικα θα πει τρελός). Και το είχε καημό η καημένη, να γεννηθεί ένα παιδί, αίμα της, που να του μοιάζει. Μέχρι που είπε τελικά ότι κάποιο -ένα- απ' όλα της τα παιδιά σαν να του 'μοιαζε λίγο, αλλά ποιο απ' όλα ήταν, δε θα το μαρτυρήσουμε εδώ.
Ο παππούς Λευτέρης ήταν από τους πρώτους που οδηγήθηκε στα αμελέ ταμπουρού, τα τέγματα καταναγκαστικής εργασίας των Τούρκων. Φυσικά, ως τρελάρας που σέβεται τον εαυτό του, το έσκασε. Και τον πιάσανε. Για να μην τον κρεμάσουν, η καημένη η προγιαγιά μου αναγκάστηκε να δώσει μια από τις τρεις σειρές φλουριά που είχε στο στήθος της, τις τρεις σειρές φλουριά που φορούσε ως γυναίκα αξίας.
Κι ο Ντελή-Λευτέρης ξαναπήγε στα αμελέ ταμπουρού. Και το έσκασε ξανά. Και τον ξαναπιάσανε. Κι έδωσε και τη δεύτερη σειρά φλουριά η Όλγα.
Και την τρίτη, μετά από λίγο. Την τέταρτη, τα φλουριά είχαν σωθεί.
Κι έτσι, ήρθε στην Ελλάδα το 1922 η γιαγιά η Όλγα, χωρίς καθόλου φλουριά στο στήθος της, με το βάρος δύο παιδιών νεκρών από την πείνα στην πορεία, Και με τέσσερα ακόμη να σέρνονται από τη φούστα της. Είχε τον άντρα της ζωντανό κι ήταν τυχερή. Κι είχε και την τρελάρα, όταν έμαθε ότι κατεβαίνοντας από το καράβι στον Πειραιά, θα της κόβαν τα μαλλιά της για τις ψείρες, να πηδήξει στη θάλασσα με το μωρό στην αγκαλιά, για να μην χάσει την ομορφιά της. Τι νύφη του Ντελή-Λευτέρη θα ήταν, αν δεν ήταν κι η ίδια παλικαρού;
Το μόνο που έφερε μαζί της ήταν αυτό: την τρελάρα της, την παλικαριά της, την οικογένειά της -όση της απέμεινε. Και μια λαχτάρα να γεννήσει ένα παιδί ή ένα εγγόνι, που να μοιάζει στον όμορφο, λεβέντη πεθερό της.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου