Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Μαύρα και μαύρα

Τον Απρίλιο του 2007, ως μέλος του sff.gr, δέχτηκα μια πρόκληση σε λογοτεχνική μονομαχία. Με βάση μια εισαγωγή γραμμένη από το διοργανωτή, εγώ κι ακόμη ένα μέλος του φόρουμ, κληθήκαμε να γράψουμε μια μιακρή ιστορία μέχρι 3000 λέξεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και μέσα σε μια εβδομάδα λοιπόν, γράφτηκε το παρακάτω. Την εισαγωγή παρείχε ο εκ φιλτάτης Σύρου ορμώμενος κ. Νίκος Αλμπανόπουλος.



Το χιόνι τη χτυπούσε στο πρόσωπο αλύπητα αναγκάζοντάς την να κρατά τα μάτια μισόκλειστα. Ήξερε ότι για να μη χάσει τον προσανατολισμό της έπρεπε να βαδίζει κόντρα στον άνεμο. Σε αυτά τα πλάτη ο άνεμος δεν άλλαζε ποτέ κατεύθυνση, ερχόταν πάντα από το βορρά και ήταν παγωμένος και μονότονος. Όσο και αν τη δυσκόλευε όμως παρακαλούσε να μην σταματήσει, γιατί τότε δεν θα είχε κανένα τρόπο να βρει το δρόμο, ούτε φυσικά να γυρίσει πίσω. Θα χανόταν κάτω από το χιόνι και αν ήταν τυχερή θα την έβρισκαν την άνοιξη όπως είχε συμβεί με το θείο της τότε που το Γκιζμ πέρασε από τη μια οικογένεια στην άλλη.
Σε κάθε βήμα της οι δερμάτινες μπότες χώνονταν βαθιά στο φρέσκο χιόνι δυ-σκολεύοντας το περπάτημα. Μα εκείνη συνέχιζε σταθερά, υπολογίζοντας να φτάσει στον Οίκο σε λίγες ώρες. Ήταν η πρώτη φορά που έκανε τη διαδρομή και στα αυτιά της ηχούσαν ακόμα οι λυγμοί της Μαρουλίνας που πιστεύοντας ότι ήταν πολύ μικρή για να τα καταφέρει, την είχε προκαταβολικά ξεγράψει. Δεν γνώριζε φυσικά ότι εκείνη προετοιμαζόταν εδώ και χρόνια. Κάθε βράδυ, όταν ξάπλωνε, έκλεινε τα μάτια και βάδιζε κόντρα στις ριπές του χιονιού, μέχρι που έχανε την αίσθηση του χρόνου και δεν ήξερε αν ο Οίκος ήταν ακόμα μακριά ή λίγα μέτρα πιο κάτω. Κάποιες φορές τον αντίκριζε, έτσι όπως τον είχαν περιγράψει ο πατέρας και ο αδελφός της, άλλοτε πάλι απελπιζόταν, καθόταν στα γόνατα και τη ρουφούσε γλυκά το χιόνι μέχρι που τιναζόταν όρθια από τις φωνές της Μαρουλίνας, ανακουφισμένη που η αποτυχία της ήταν εφιάλτης και το Γκιζμ βρισκόταν ακόμα στην οικογένεια.
Τρομακτικό. Αυτό έλεγαν οι μεγάλοι μεταξύ τους. Τρομακτικό πλάσμα. Κι όμως εκείνη σχεδόν το λυπόταν. Τι να ένιωθε ολομόναχο, αθάνατο κι αγέραστο, αιώνια αιχμάλωτο μιας ξένης γι’ αυτό φυλής; Τι να περνούσε από το μυαλό του, κάθε φορά που κάποιος χανόταν στη χιονοθύελλα εξαιτίας του; Κάθε φορά που οι Παλαιοί το έδιναν σε μια άλλη οικογένεια, άλλαζε χρώμα στα μαλλιά και τα μάτια του, παίρνοντας τα χρώματα εκείνων που πέθαναν. Πανηγύριζε που σκότωνε τους δεσμοφύλακές του; Κι ήταν όντως πανηγυρισμοί ή μήπως ήταν τύψεις, που γινόταν αφορμή να πεθαίνουν τόσοι άνθρωποι; Ή μήπως ήταν όντως ένα ζώο, όπως νόμιζε η Μαρουλίνα;
Η Μαρουλίνα δε μπορούσε να ήταν αντικειμενική. Η οικογένειά της έχασε το Γκιζμ, όταν πέθανε η δίδυμη αδελφή της στο δρόμο για τον Οίκο. Την έλεγαν Καροτίνα, αλλά δεν έμοιαζαν σχεδόν καθόλου. Η μία ήταν μελαχροινή, σαν τους καρπούς της καστανιάς. Η άλλη ήταν κοκκινομάλλα κι είχε τα πιο πράσινα μάτια που θα μπορούσε ποτέ να έχει άνθρωπος. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Κι όταν το Γκιζμ πέρασε από την οικογένεια των δίδυμων σ’ εκείνη του θείου της, τότε το χρώμα της γούνας του άλλαξε κι έγινε κόκκινο, σαν το χρώμα των μαλλιών της Καροτί-νας. «Έτσι κάνει το Γκιζμ,» της είχε πει η μητέρα της πριν πεθάνει. «Θυμάται εκείνον που πέθανε, παίρνοντας το χρώμα των μαλλιών του και το χρώμα των ματιών του.»
Ο άνεμος συνέχισε να την χτυπάει κατά πρόσωπο. Το χιόνι συνέχισε να βου-λιάζει κάτω από τα πόδια της. Είχε προετοιμαστεί για τη στιγμή που από την κούρασή της δε θα έδινε πια σημασία σε τίποτα, αλλά ήταν σίγουρη για τον εαυτό της. Ήξερε πως ότι κι αν συνέβαινε, θα συνέχιζε να περπατάει κόντρα στον άνεμο, μέχρι να φτάσει στον Οίκο, να παραδώσει τον εαυτό της και τη μοίρα του Γκιζμ στα χέρια των Παλαιών.
Ήταν σα να το ‘βλεπε μπροστά της, μαλλιαρό, σαν αρκούδι, ψηλό όσο ένας άνθρωπος, με πελώρια καστανά μάτια. Η Μαρουλίνα το φοβόταν, ο πατέρας κι ο αδελφός της το φοβόνταν, ακόμη κι η μητέρα της όσο ήταν ζωντανή ίσως να το φοβόταν. «Μας μισεί,» έλεγαν όλοι. «Κάθε αιχμάλωτος μισεί τους δεσμοφύλακές του.» Η ίδια δεν ήξερε αν έπρεπε να το φοβηθεί. Κι ούτε ήξερε αν όντως εκείνο μισούσε τους ανθρώπους.
Ποτέ δεν έκανε κάτι κακό το Γκιζμ. Ποτέ δεν πλήγωσε κανέναν, καθόταν ή-συχο κάτω από ένα δέντρο όλη μέρα και κοιτούσε στο άπειρο. Το έβλεπε κάθε μέρα, ήρεμο, σχεδόν μελαγχολικό, κάτω από την καστανιά του κήπου τους, να λιάζει τη γούνα του, να κοιτάζει ψηλά στο τίποτα και ν’ ανασαίνει βαθιά. Κάποιες φορές, όσο η μητέρα της ήταν ακόμη ζωντανή, πίστευε ότι τα μάτια του έλαμπαν με μια λάμψη σχεδόν ανθρώπινη, αλλά ήταν πολύ μικρή και πίστευε τα πιο απίθανα πράγματα. Κι ύστερα ήταν και κάποιες άλλες φορές που το Γκιζμ κοιτούσε προς το μέρος της και τότε πίστευε πραγματικά ότι το πλάσμα δεν είχε ποτέ μισήσει τους ανθρώπους.
Το χιόνι ήταν παντού. Κάτω από τα πόδια της, μέσα στις μπότες της, πάνω στους ώμους της. Ριπές ανέμου και στροβιλισμοί το έσπρωχναν κάτω από τη φούστα της, το συσσώρευαν στα φρύδια της και στο μαντήλι που κάλυπτε τα μαλλιά, το στόμα και τη μύτη της. Χοντρές, σκληρές νιφάδες προσπαθούσαν να χωθούν ανάμεσα στα κουμπιά της κάπας της, να διεισδύσουν στη ζεστασιά του κορμιού της και να λιώσουν εκεί, αφήνοντάς της την παγωνιά τους.
Αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία. Ήταν πια γυναίκα κι όχι παιδί. Ακόμη κι η Μαρουλίνα το είχε πια παραδεχτεί, δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Τα πρώτα της έμμηνα είχαν εμφανιστεί την άνοιξη κι η απουσία του κατάλληλου τελετουργικού για την είσοδό της στους κόλπους των γυναικών του χωριού δεν την έκανε λιγότερο γυναίκα από εκείνες. Είχε κάθε δικαίωμα και κάθε υποχρέωση να υπερασπιστεί το Γκιζμ και την τιμή της οικογένειάς της, με την ίδια τη ζωή της. Δεν ήταν πια παιδί.
Αλλοπρόσαλλες σκέψεις. Μήπως είχε αρχίσει να κουράζεται; Περπατούσε μόλις δυο ώρες, δεν ήταν ακόμη καιρός για κούραση. Χρειαζόταν όλες της τις δυνάμεις για να φτάσει στον Οίκο. Εκεί οι Παλαιοί, με τα ξόρκια τους και τις μαγικές τους σφαίρες, θα έσωζαν το Γκιζμ και θα ανανέωναν τη συμφωνία τους με τα Τσάμπι. Όσο ο αιώνιος εχθρός των Τσάμπι έμενε αιχμάλωτος των ανθρώπων, θα κρατούσαν την Πύλη του Βορρά κλειστή, κι όλα τα πλάσματα του κρύου φυλακισμένα. Κι ο αιώνιος εχθρός των Τσάμπι ήταν το Γκιζμ. Το μαλλιαρό, σχεδόν ανθρώπινο Γκιζμ.
Χιόνι, άνεμος, χιόνι. Άνεμος, χιόνι, άνεμος. Αριστερό, δεξί, αριστερό, δεξί. Είχε αρχίσει η κούραση να την καταβάλει; Όχι ακόμη. Όχι ακόμη. Όταν θα γινόταν αυτό, θα ονομάτιζε απλώς το πόδι που πήγαινε μπροστά. Αριστερό, δεξί. Δεξί, αριστερό. Κρύο, κρύο, κρύο.
Κάθε χρόνο, μέσα στο κέντρο του χειμώνα το Γκιζμ έπεφτε βαριά άρρωστο. Έχανε κάθε δύναμη να κινείται, έπεφτε κάτω σαν παράλυτο, ίσα που ανάσαινε. Τότε κάποιος έπρεπε να πάει στον Οίκο, να φέρει το μήνυμα της αρρώστιας του στους Παλαιούς κι εκείνοι να το πουν στα Τσάμπι. «Το Γκιζμ είναι έτοιμο να πεθάνει. Αν πεθάνει, θα ελευθερωθεί. Αν ελευθερωθεί, θα σας κυνηγήσει. Σώστε το Γκιζμ, για να σωθείτε, πλάσματα του Πόλου, πλάσματα της Πύλης.»
Ω, πόσο κρύο… Όσο όταν έχασε τη μητέρα της. Όσο όταν έμαθε ότι ο πατέ-ρας της θα παντρευόταν ξανά. Αν φανταζόταν λίγη ζέστη, άραγε θα ζεσταινόταν; Αν θυμόταν τη μητέρα της; Τη μέρα που ήρθε η Μαρουλίνα στο σπίτι –τι ανακούφιση, τι ζεστασιά, μόνο η Μαρουλίνα θα μπορούσε ποτέ να πάρει τη θέση της νεκρής στο άδειο σπιτικό, στην άδεια καρδιά της, στην άδεια καρδιά του αδελφού της, μακάρι όλα τα ορφανά να έχουν τέτοιες μητριές.
Αλλά όχι. Δεν έρχεται η ζεστασιά. Κρύο. Άνεμος κοφτερός, σαν ξυράφι. Χιόνι που μπαίνει πρόστυχα παντού, στα μανίκια της, στο γιακά της, κάτω από τη φού-στα της. Το Γκιζμ πρέπει να μείνει αιχμάλωτο των ανθρώπων. Τα Τσάμπι πρέπει να κρατούν κλειστή την Πύλη. Εκείνη πρέπει να πάει στον Οίκο το μήνυμα της αρρώστιας του Γκιζμ.
Του Γκιζμ με τα καστανά μάτια. Κουράστηκε; Όχι ακόμα. Ο πατέρας κλαίει. Ο αδελφός κλαίει. Γιατί; Εκείνοι τα κατάφεραν, τόσα χρόνια τα κατάφεραν. Κι εκείνη θα τα καταφέρει. Αριστερό, δεξί. Ναι, τώρα κουράστηκε λιγάκι. Λίγο ακόμη και θ’ αρχίσει να μετράει. Πόσες ώρες περπατάει; Τρεις, τέσσερις; Αριστερό, δεξί. Όχι ακόμα. Το Γκιζμ κάτω από την καστανιά. Να λιάζει την καστανή του γούνα. Η λάμψη στα μάτια του, ανθρώπινη;
Κι έγινε εκείνο που έτρεμε να μη συμβεί, εκείνο που την ξυπνούσε τις νύχτες και την έκανε να κλαίει. Σταμάτησε να περπατάει. Ο άνεμος την έριξε κάτω, ανάσκε-λα πάνω στο χιόνι κι ύστερα έκοψε ταχύτητα, για να μπορέσουν οι νιφάδες να τη σκεπάσουν, σαν τρυφερό παγωμένο σεντόνι. Ατίμασε την οικογένειά της. Έκανε τους γονείς της να κλαίνε. Έστειλε το Γκιζμ σε άλλη οικογένεια, σε άλλη φυλακή, σε άλλους δεσμοφύλακες. Ω, το Γκιζμ πρέπει να μας μισεί. Αλλά γιατί δεν το κάνει;
Άκουσε φωνές που έρχονταν από μακρυά. Φωνές καβάλα στον άνεμο, φωνές γαντζωμένες στις νιφάδες του χιονιού. Το Γκιζμ αύριο πρωί θα έχει μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Σαν τα δικά της. Πόσο έντονη αντίθεση κάνουν οι μαύρες τούφες πάνω στο χιόνι. Μαύρες τούφες που ξεφεύγουν από το μαντήλι της. Το Γκιζμ θα θυμάται το θάνατό της. Γιατί δε μας μισεί; Τι ξέρει για τους ανθρώπους και δεν τους μισεί;
Κάτι κόκκινο και μπλε την πλησιάζει, αλλά τα μάτια της δεν μπορούν πια να δουν καθαρά. Κόκκινο και μπλε, σαν τη ρόμπα που φορούν οι Παλαιοί. Ώστε έφτασε; Ώστε το μήνυμα θα πάει στα Τσάμπι; Πεθαίνει. Το νιώθει. Άραγε το Γκιζμ θα έχει άλλο χρώμα μαλλιά αύριο; Άλλο χρώμα μάτια; Μαύρα και μαύρα; Γιατί δε μας μισεί το Γκιζμ;
Οι φωνές τώρα είναι πολύ κοντά της. «Είναι νεκρή,» λέει μια από αυτές. «Ναι, αλλά ήρθε. Ξεκινήστε τη διαδικασία.» Δεν καταλαβαίνουν ότι είναι ακόμη ζωντανή, ότι τους ακούει, τη μεταφέρουν στα χέρια ως τον Οίκο, τι κρίμα να μη μπορεί να τον δει, τα μάτια της έχουν πια σβήσει. «Κακόμοιρο Γκιζμ,» λέει μια τρίτη φωνή. «Τι θα κάνει τώρα; Το ξόρκι θα γίνει, αλλά το κορίτσι πέθανε. Άλλος ένας θάνατος στη συνείδησή του.» «Εκείνο το διάλεξε,» απαντά η πρώτη φωνή. «Να προσποιείται τον αιχμάλωτο, για να αναγκάζει τους ανθρώπους να το κρατούν κοντά τους. Αν ήξεραν ότι τα Τσάμπι θα τους κατασπάραζαν, αν έβγαινε από τη μέση το Γκιζμ, τότε ίσως να μην το αγαπούσαν τόσο, ίσως να ήταν καχύποπτοι απέναντί του.» «Κανείς δε θα μάθει ότι το Γκιζμ κρατάει κλειστή την Πύλη κι όχι τα Τσάμπι.» Κακόμοιρο Γκιζμ.
Το χέρι της κρέμεται στον αέρα. Δεν το ορίζει. Δεν μπορεί να δει ή να ακούσει άλλο, δε νιώθει τίποτε. Το χιόνι κι ο άνεμος δεν την βασανίζουν πια. Νιώθει μια ζεστασιά μέσα της, σα να ‘χει ανάψει στα σπλάχνα της ένας μικρός ήλιος που χαμογελά. Νομίζει ότι ακούει το γέλιο της μάνας της κι ύστερα το γέλιο του αδελφού της, του πατέρα της, της Μαρουλίνας. Είναι με τους ζωντανούς ή τους νεκρούς; Κι ύστερα τα μάτια της μπορούν και πάλι να δουν και βλέπει μόνο κάτι λευκό και στη μέση του λευκού στέκεται ένα ανθρωπόμορφο πλάσμα, μαλλιαρό σαν αρκούδι. Είναι το Γκιζμ. Και της χαμογελά σαν άνθρωπος. Κι έχει μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια.