Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Αναγν. ημερολόγιο, 2010 - Τα 30 δεύτερα, μέρος Δ: Shadow Harold


Η αναζήτησή μου για νέες «γεύσεις» στο φανταστικό δεν περιορίστηκε στην Αφρο-Καναδέζικη κουλτούρα (ο Imaro του Saunders) ή στην Αυστραλο-Μαλαισιανή (το The Heart of the Mirage της Larke). Αν κάτσω και τα μετρήσω, μάλιστα, θα βρω κι άλλες παράξενες καταγωγές στις αναγνώσεις αυτού του τετραμήνου, όπως το Γαλλικό Cardinal’s Blades (Pevel) ή το Ρώσικο Φύλακες της Νύχτας (Lukyanenko). Κι η επιλογή του επόμενου βιβλίου ήταν μια ακόμη κίνηση προς μια ολόκληρη αγορά άγνωστη στην Ελλάδα.

Πριν μιλήσω για το ίδιο το βιβλίο, το πρώτο της τριλογίας The Chronicles of Siala, με τίτλο Shadow Prowler, θα ήθελα να πούμε πέντε πράγματα για το συγγραφέα και το χώρο στον οποίο κινείται.

Ο Alexey Pehov είναι οδοντίατρος, 32 ετών. Θεωρείται από τους πολυδιαβασμένους και πολυβραβευμένους συγγραφείς στη χώρα του. Έχει γράψει αρκετά βιβλία, κάποια από τα οποία έχουν κερδίσει ρώσικα βραβεία φανταστικού. Αν υπάρχουν ρώσικα βραβεία για το φανταστικό; Χα-χα. Χα.

Κυρίες μου και κύριοι, η αγορά του φανταστικού στη Ρωσία (και όλες τις πρώην Σοβιετίες) είναι τ ε ρ ά σ τ ι α. Τεράστια. Μετά την κατάργηση της λογοκρισίας το 1989, η παραγωγή βιβλίων εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη. Τα στοιχεία του 2008 (όπως τα δίνει το Frankfurter Buchmesse) είναι εντυπωσιακά: 123.336 τίτλοι εκδόθηκαν μέσα στη χρονιά, εκ των οποίων οι 106.382 είναι νέοι. Αν δει κανείς τη σελίδα της Wikipedia για τον άλλο πρόσφατα αναγνωρισμένο από τη Δύση Ρώσο, τον Sergei Lukyanenko, θα μετρήσει στο παλμαρέ του 12 διαφορετικά βραβεία, που σημαίνει ότι υπάρχουν τουλάχιστον 12 διαφορετικοί φορείς και συνέδρια σχετικά με το φανταστικό που δίνουν τα βραβεία αυτά! Μάλιστα υπολογίζεται ότι η παραγωγή (και κατανάλωση) του φανταστικού στη Ρωσία είναι ίσως μεγαλύτερη από εκείνη που διακινείται σε ολόκληρο τον αγγλόφωνο κόσμο!

Και σιγά-σιγά, όλος αυτός ο απερίγραπτος όγκος λογοτεχνίας έχει αρχίσει να διαρρέει προς τη Δύση. Φαίνεται ότι επιτέλους το αναγεννησιακό slavica non leguntur άρχισε να υποχωρεί, για να μην πω καταρρέει, κάτω από το βάρος της ποιότητας και της ποσότητας. Μια από τις πρώτες πετυχημένες κινήσεις ήταν η μετάφραση του (Πολωνού, αν και οι δυτικοί τείνουν να τους ρίχνουν όλους στον ίδιο κουβά) Andrzej Sapkowski με τον Witcher του κι ακολούθησε ο εξίσου πετυχημένος Lukyanenko με την τριλογία των Φυλάκων της Νύχτας. Αν στην περίπτωση του Sapkowski βοήθησε πολύ το ηλεκτρονικό παιχνίδι και στου Lukyanenko η ταινία, ο Pehov πετάει σόλο. Για να δούμε τι πουλιά θα πιάσει, δεδομένου ότι οι φιλολογικοί κύκλοι της αλλοδαπής θεωρούν πως κρατάει στα χέρια του τη μοίρα του ρωσικού καθαρόαιμου φάντασυ στις αγγλόφωνες αγορές.

Αλλά ας ρίξουμε μια ματιά και στο καημένο βιβλίο.

Ήρωας του βιβλίου είναι ο Shadow Harold, ένας νεαρός, κατά πώς φαίνεται, master thief στην πρωτεύουσα Avendoom του κράτους που λέγεται Valiostr. Υπάρχει ένα μικρό θέμα σχετικά με την κοσμοπλασία, με την έννοια ότι δεν υπάρχει χάρτης που να κάνει τα πράγματα εύκολα, οπότε πρέπει να κρατάτε τις πληροφορίες στο μυαλό σας για να προσανατολίζεστε. Μπράβο του, λέω εγώ, του Αλεξέι, διότι πολύ έχουμε τεμπελιάσει ως αναγνώστες. Ευκαιρία για λίγη νοητική εξάσκηση.

(Σημειωτέον και παρέμβαση εδώ, το βιβλίο δίνει πάμπολλες λαβές για συζήτηση. Τόσες πολλές, που ώρες και φορές μοιάζει με λεωφορείο. )

Που λέτε, ο Χάρολντ είναι μάστερ κλέφτης, αλλά δεν τα πάει και πολύ καλά με τον αρχηγό του σωματείου των κλεφτών (Guilt of Thieves). Έχει τα δικά του προβλήματα και τις δικές του νόρμες κι όταν τον στριμώχνουν ξέρει να αντιδρά ανάλογα. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (τουλάχιστον τα 2/3) είναι ένα κλασσικό φάντασυ νουάρ, στο οποίο, ο Χάρολντ καλείται



  1. να κλέψει ένα αγαλματίδιο από το σπίτι ενός στρατηγού,

  2. να βρει τρόπο να μπει στην Forbidden Territory, ένα τμήμα της πόλης του Avendoom το οποίο έχει τειχιστεί και αποκλειστεί μαγικά, λόγω μιας στραβής με κάτι ξόρκια στο παρελθόν,

  3. να μπει μέσα στη Απαγορευμένη Περιοχή και να κλέψει τους χάρτες του Hrad Spein (θα πούμε μετά τι είναι αυτό),

  4. να βρει ένα κειμήλιο των Doralissians, των κατσικάνθρωπων και να τους το επιστρέψει,

  5. να μην αφήσει τον αρχηγό της σέκτας των κλεφτών να τον φάει λάχανο και

  6. το κερασάκι στην τούρτα, να μην επιτρέψει σε ένα δαίμονα να “suck the marrow off his bones”.


Και ταυτόχρονα, να ετοιμάζεται για μια αποστολή, στην οποία τον στέλνει -χωρίς τη θέλησή του- ο βασιλιάς Stalkon, σε ένα μέρος περίπου ένα μήνα απόσταση από τo Avendoom, που λέγεται Hrad Spein. Μια γοητευτική σύλληψη, που θα μπορούσε να είναι ένα πολύ πολύ-πολύ-πολύ επικίνδυνο Khazad-dûm, αν δεν το είχαν φτιάξει οι νάνοι, αλλά κάποιοι που δεν ξέρουμε ποιοι, και αν τα ξωτικά, τα ορκς και οι άνθρωποι είχαν στη διάρκεια των αιώνων βάλει χέρι και χρησιμοποιήσει ως νεκροταφείο των επιφανών τους νεκρών. Εκεί είναι θαμμένος ένας αρχαίος στρατηγός, με το Rainbow Horn στα χέρια, το οποίο Κέρας διατηρεί τη μαγεία του φράγματος που κρατάει τον Nameless One φυλακισμένο στις Desolate Lands. Διότι πάντα υπάρχει ένας Nameless One who is stirring...

Το τελευταίο τρίτο του βιβλίου είναι το ξεκίνημα αυτής της αποστολής, στην οποία περιλαμβάνεται ο Χάρολντ, δέκα Wild Hearts (ένα είδος ακριτών), τρία ξωτικά κι ο γελωτοποιός του βασιλιά, ο Κλι-Κλι (ο οποίος είναι φανερό ότι κάτι κρύβει σχετικά με τις ικανότητές του). Το τέλος του βιβλίου είναι η στιγμή που το quest party ολοκληρώνει το πρώτο μισό της διαδρομής.

Όπως βλέπετε είναι όντως μια γενναία μίξη Tolkien (κλασσικό quest) και Steven Brust (φάντασυ νουάρ, του στυλ του Vlad Taltos). Καθόλου κακό σαν αρχική σκέψη και αρκετά πετυχημένο στην εκτέλεσή του. Λόγω του διακριτικά ρώσικου αρώματος που φέρει είναι πολύ ευχάριστο και καθόλου βαρετό. Ασφαλώς έχω διαβάσει και καλύτερα βιβλία, αλλά αυτό είναι καλύτερο από πολύ περισσότερα. Φυσικά, το ότι στην αρχή ο Χάρολντ περιφέρεται μέσα στο Avendoom, εκτελώντας κάποια αποστολή που θα του δώσει κάτι που θα του επιτρέψει να εκτελέσει την επόμενη αποστολή, θυμίζει λιγάκι παιχνίδι adventure. Αλλά το όλο θέμα τελειώνει καλά κι έτσι μετά από λίγο η όποια ελάχιστη αίσθηση δυσφορίας ξεχνιέται.

Μια από τις ιδιαιτερότητες του βιβλίου που με έβαλε σε σκέψεις είναι η τάση του Πεχόβ να «αποδομεί τις συμβάσεις του φανταστικού» όπως θα έλεγε κι ο φίλος μου ο Π. Μ. Ζερβός. Η ξωθιά (διότι εμφανίζεται και μια τέτοια), η elfess δηλαδή, έχει γκρίζα μαλλιά και χαυλιόδοντες σαν του αγριογούρουνου.


The bewitching charm of the elves. It was invented by the same storyteller who thought up the goblins' thirst for blood. It is only in fairy tales that elves are beautiful, only in fairy tales that they are immortal, only in fairy tales do they have golden hair, green eyes, melodic voices, and a light, floating step. And only in fairy tales are elves wise, truthful, just, and chivalrous. In real life...

In real life anyone who knew no better could take an elf from the forests of Zagraba and I'alyala for an orc. Because the fairy tale beauty of the elves lauded to the heavens by drunken storytellers in the taverns simply doesn't exist.

Well, of course, there are some attractive faces even among this race, but they're certainly no paragon for beauty. Elves look like people, except for their swarthy skin, yellow eyes, black lips, and ash-grey hair. And those protruding fangs put a real scare into the unsophisticated philistine and the lover of old wives' tales.


Τρομερό; Κι απ' ότι φαντάζομαι ο Χάρολντ θα τη νοστιμευτεί τη χαυλιοδοντού μέχρι το τέλος. Πέρα από την πλάκα, το κομμάτι είναι χαρακτηριστικό της μοντέρνας τάσης του φάντασυ που υπηρετεί κι ο Πεχόβ: πάρτε μια πολύ κλισέ ιδέα που την έχουν κάνει όλοι τελατίνι από τη χρήση και αλλάξτε της τα φώτα. Ανατροπή προς χάρην της ανατροπής. Και δεν είναι τόσο κακό όσο ακούγεται. Αντίθετα φέρνει ένα φρέσκο αέρα στο κείμενο και δίνει τη δυνατότητα για πολλές ορθοπεταλιές.

Για όσους αναρωτιούνται αν ο Χάρολντ δείχνει αθωότητα τύπου Φρόντο, αυτό θα πρέπει να το αρνηθώ μετά βδελυγμίας. Δεν υπάρχει ίχνος αθώου χαρακτήρα, ούτε για δείγμα που λένε. Κάποιες σκηνές μάλιστα αγγίζουν (και περνούν θαρραλέα) τα όρια του τρόμου. Έχει πολλά και πολύ σκοτεινά πράγματα στο Βαλιόστρ. Σε θέματα ρεαλισμού, το σέτινγκ είναι καθαρά μεσαιωνικό (αν και αναφέρονται τα κανόνια που έχουν εφεύρει τα γκόμπλινς) κι επιπλέον ρέπει λίγο προς το high fantasy. Αυτό δεν είναι και τόσο κακό αν το σκεφτεί κανείς.

Ωστόσο, αν έχει ελαττώματα το βιβλίο, αυτά έχουν να κάνουν με αυτό το τελευταίο, τη ροπή προς το high fantasy. Από τη μια, η περιγραφή της Αβέντουμ είναι λίγο επιφανειακή, λίιιιγο εξωραϊσμένη. Αλλά από την άλλη, πρόκεται μόνο για ροπή κι όχι για στάση στο λάθος σημείο της παλάντζας. Όταν, ας πούμε, ο Χάρολντ κατεβαίνει από το άλογο την πρώτη μέρα που περνούν στο δρόμο, νιώθει σαν να του έχουν γδάρει τα πισινά από την ολοήμερη καβαλαρία.

Κάτι που επίσης με θύμωσε λιγάκι ήταν το ότι υπάρχουν στιγμές, μία ή δύο φυσικά σε όλο το βιβλίο, που ο Pehov διακρίνεται πίσω από την πλοκή του.

Τι θα πει αυτό; Θα σας περιγράψω τη σκηνή για να σας δώσω πιο παραστατικά την εικόνα του λάθους. Ο Χάρολντ πηγαίνει σε μια βιβλιοθήκη. Ζητάει από το βιβλιοθηκάριο ένα πολύ σπάνιο βιβλίο, κατ’ εντολή του βασιλιά. Ο βιβλιοθηκάριος τον πηγαίνει στο υπόγειο, σε μια μυστική πτέρυγα ασφαλείας. Εκεί, του δείχνει (ωωωω) ότι τα γκόμπλιν έχουν εγκαταστήσει σφαίρες που καίνε μόνες τους και δίνουν φως με το πάτημα ενός κουμπιού (ξανα-ωωωω, που βάζει τον ηλεκτρισμό μέσα). Έπειτα τον αφήνει εκεί, μέσα (!) από την είσοδο της πτέρυγας, και στρίβει στη γωνία να φέρει το βιβλίο. ΜΟΝΟ ΤΟΥ. Unsupervised. Ο Χάρολντ μπανίζει ένα πολύ ζουμπουρλούδικο πάπυρο σε ένα κοντινό ράφι που απ’ έξω γράφει «ΠΡΟΣΟΧΗ να μην ανοιχτεί αν δεν είναι μάγος μπροστά» και… τον βουτάει. Κι όταν γυρίζει ο βιβλιοθηκάριος τι του λέει; «Α, δε θα κάτσουμε εδώ να το διαβάσεις, απαγορεύεται. Πάμε πάνω.»

Είμαι κακιά ή καχύποπτη; Όλη αυτή η σκηνή γράφτηκε για δύο λόγους: πρώτον για να δούμε τους γλόμπους τους ηλεκτρικούς (ξαναματα-ωωωω) και δεύτερον για να βουτήξει ο Χάρολντ τον πάπυρο (που δις επισημαίνω ότι γράφει με μεγάλα γράμματα απ’ έξω «ΠΡΟΣΟΧΗ να μην ανοιχτεί αν δεν είναι μάγος μπροστά». Και καλά, δεν μαντεύω τι θα γίνει παρακάτω). Αυτό είναι το φάουλ της υπόθεσης, εκείνο που κάνει τον Πεχόβ να εμφανίζεται μέσα στο βιβλίο, τη σιλουέτα του να διαγράφεται πίσω από τις λέξεις και να με ενοχλεί.

Τι θες, κύριος; Διαβάζω τώρα, άσε με. Είναι αυτό που έγραψα την προηγούμενη εβδομάδα, ότι η μεγαλύτερη επιτυχία ενός συγγραφέα είναι να μας κάνει να ξεχάσουμε την ύπαρξή του. Κι αυτό δε μπορεί να γίνει αν η πλοκή ακολουθεί τις επιθυμίες του συγγραφέα. Μπορεί να γίνει μόνο αν ο συγγραφέας ακολουθεί τις επιθυμίες της πλοκής του. Ή αν είναι τόσο μάγκας, που να πείσει την πλοκή του ότι αυτό επιθυμεί κι η ίδια.

ΥΓ.: Στο αγγλικό σάιτ του Πεχόβ, αναφέρεται ως international publisher for Greece, ο Λιβάνης! Λέτε να το δούμε στα ελληνικά κι αν ναι, πότε κι αν σύντομα, θα το δούμε άραγε ολόκληρο, και τους τρεις τόμους;

1 comments:

Emmanuel Manolas είπε...

"Ασφαλώς έχω διαβάσει και καλύτερα βιβλία, αλλά αυτό είναι καλύτερο από πολύ περισσότερα".
Έγραψες!