Είναι λίγος καιρός που νιώθω την ανάγκη να διαβάζω καινούργια πράγματα, να δοκιμάζω καινούργιους συγγραφείς. Έχω καταντήσει σαν τη μελισσούλα, ζουμ-ζουμ στο ένα λουλουδάκι, ζουμ-ζουμ στο άλλο, διαβάζω από κάθε ν-λογία που έχω έστω το πρώτο βιβλίο, να πάρω έναν μεζέ. Αυτό ως τώρα με έχει προστατέψει από πολλές ατυχείς επιλογές. Όπως ας πούμε τον Πρώτο Κανόνα του Μάγου του Terry Goodkind, τον πρώτο τόμο του πρώτου βιβλίου της πολυλογίας The Sword of Truth, που μου έδειξε ότι τα υπόλοιπα βιβλία θα πρέπει να τα διαβάσω όταν δε θα έχω τίποτε καλύτερο να κάνω. Ή το Stormcaller, το πρώτο βιβλίο της πολυλογίας The Twilight Reign, του Tom Lloyd, που είναι λίγο βαρετό και ξέρω ότι πρέπει να πιάσω το δεύτερο όταν θα είμαι χαλαρή και θα έχω υπομονή να τελειώσει -είναι κάπως υποτονικό σε ρυθμό.
Όπως και να ‘χει η ουσία είναι μία: Μετά το Έπος των Ντρενάι, του David Gemmell (που δεν είχα ξαναδιαβάσει), τον Ιμάρο, που επίσης πρωτογνωριστήκαμε πολύ πρόσφατα και άλλον έναν κύριο, τον Shadow Harold, για τον οποίο θα μιλήσουμε στην επόμενη ανάρτηση, ένιωσα την ανάγκη να διαβάσω έναν ακόμη άγνωστο σε μένα συγγραφέα. Και διάλεξα τη Glenda Larke, γνωστή και ως Glenda Norramly, Αυστραλέζα που κατοικεί μόνιμα στη Μαλαισία, εργαζόμενη ως περιβαλλοντολόγος και που έχει φτάσει αρκετές φορές ως φιναλίστ στα Aurealis Awards, κάτι αντίστοιχο των Nebula στην Αυστραλία (τουλάχιστον απ’ όσο κατάλαβα).
Από τις δύο τριλογίες (The Isles of Glory, The Mirage Makers) που έχει μέχρι στιγμή γράψει, και την τρίτη (The WaterGiver) της οποίας το δεύτερο βιβλίο αναμένεται μέσα στο 2010, κατάφερα να πιάσω στα χέρια μου το Heart of the Mirage, το πρώτο βιβλίο των The Mirage Makers. Κι η πρώτη εντύπωση στην ανάγνωσή του ήταν αρκετά θετική.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη Ligea, υιοθετημένη κόρη του στρατηγού Gayed. Είναι μέλος μιας Αδελφότητας, κατασκοπευτικού τύπου, που υπάγεται στον Exaltarch Bator Korbus, High Lord του κράτους της Tyr. Η Ligea δεν είναι Tyrranian, αλλά από το Kardiastan, μια γειτονική χώρα που υποδουλώθηκε από τους Tyrranians. Είναι ένα ορφανό που ο στρατηγός λυπήθηκε και περιμάζεψε μέσα στον πόλεμο. Ζει και συμπεριφέρεται ως Tyrranian, κι είναι τόσο πιστή στον Exaltarch που εκείνος μαζί με τον επικεφαλής της Αδελφότητας τη στέλνουν στο Kardiastan για να καταπνίξει μια εκκολαπτόμενη επανάσταση και ει δυνατόν, να σκοτώσει τον υποκινητή της, τον Mir Ager.
Εκεί αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί οι ευγενείς Kardi έχουν ιδιαίτερες δυνάμεις που τις παίρνουν από ένα μέρος που λέγεται The Mirage. Κι όχι μόνο αυτό αλλά ανακαλύπτει πράγματα για τον εαυτό της που καθόλου μα καθόλου δεν της αρέσουν και που τη βάζουν στο κέντρο μια καταιγίδας από προδοσίες.
Ακούγεται πολύ μελοδραματικό, αλλά ευτυχώς η Λαρκ δεν το χειρίζεται έτσι. Αντίθετα δείχνει έναν πολύ σκληρό άνθρωπο, που σιγά-σιγά αντιλαμβάνεται ότι όλα όσα τον έκαναν έστω λίγο ανθρώπινο ήταν ψεύδη υποκινημένα από την εκδίκηση. Οι χαρακτήρες της, ακόμη κι οι περιφερειακοί της κεντρικής ιστορίας, είναι αρκετά δυνατοί, ωραία σκιαγραφημένοι και κάθε λέξη, πολλές φορές μπορεί να σου πει πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που νομίζεις ότι σου λέει. Οι περιγραφές είναι εξαιρετικές, ειδικά εκεί όπου η Ligea βλέπει για πρώτη φορά τo Mirage και τα Shiver Barrens που το προστατεύουν από τους ανεπιθύμητους.
Κι επιπλέον είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στο τέλος δεν ξέρεις αν την έχεις συμπαθήσει την πρωταγωνίστριά σου ή όχι. Μένουν πράγματα σκοτεινά στο χαρακτήρα της, που την κάνουν αντιπαθή, και γι’ αυτό πολύ πραγματική.
Κι επιπλέον είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στο τέλος δεν ξέρεις αν την έχεις συμπαθήσει την πρωταγωνίστριά σου ή όχι. Μένουν πράγματα σκοτεινά στο χαρακτήρα της, που την κάνουν αντιπαθή, και γι’ αυτό πολύ πραγματική.
Το πραγματικά μαγικό της υπόθεσης όμως είναι ότι η Tyr μοιάζει με μια φανταστική Ρώμη, με όλα τα συν και τα πλην της. Η Ligea είναι μια πολιτισμένη, ραφιναρισμένη κοπέλα, με ελεύθερη ερωτική ζωή, προσωπικούς δούλους και ενδιαφέροντα που περιλαμβάνουν ποίηση, γλυπτική, ρητορική, φιλοσοφία (τουλάχιστον αυτό αφήνεται να φανεί στις πρώτες σελίδες). Η επιστροφή της στο Kardiastan από το οποίο είχε φύγει τριών ετών και δε θυμάται τίποτε, είναι σοκαριστική: θεωρώ ότι η κατάληξη -σταν δε χρησιμοποιείται τυχαία από τη συγγραφέα. Έρημος, πλινθόκτιστα σπίτια, σκούρα χρώματα στους ανθρώπους και μια μυστικοπάθεια, ένας τελείως διαφορετικός κώδικας τιμής και επικοινωνίας που στην πορεία αποδεικνύεται όχι καλύτερος αλλά σίγουρα πολύ διαφορετικός.
Η ακόμη μεγαλύτερη μαγεία του βιβλίου είναι στο ότι η συγγραφέας πολλές φορές εστιάζει στη λεπτομέρεια, μια λεπτομέρεια που όμως δεν τη βροντοφωνάζει. Όταν η Λιγεία είναι στην Τυρ μπαίνει μόνο μια φορά μέσα στο σπίτι κι εν μέσω των σκέψεών της που είναι πολύ έντονες και αφορούν την αποστολή της, τη δείχνει να βγάζει τα παπούτσια της στην είσοδο, να πλένει τα πόδια της και μετά να περπατάει ξυπόλητη μέσα στο σπίτι. Η Λαρκ επιλέγει να μην πει κουβέντα σχετικά με το θέμα, να μην δείξει ακριβώς πόσο σημαντικό είναι αυτό για την κοινωνία των Tyrranians, αλλά να το αντιμετωπίσει σα μια ρουτίνα της πολιτισμένης ζωής. Το προσπερνάς κι εσύ μαζί της, θεωρώντας το κάτι πολύ συνηθισμένο για να του δώσεις σημασία.
Κι όμως όταν αργότερα η πλοκή μεταφέρεται στο Καρδιαστάν (συγχωρήστε μου το λογοπαίγνιο στη μετάφραση, αλλά πιστεύω ότι η ίδια η Λαρκ θα γελούσε με την σύμπτωση αυτή), το πρώτο από τα πάμπολλα πολιτισμικά σοκ που παθαίνει η Λιγεία -και μαζί της κι εσύ, ω αναγνώστα- είναι ότι κανείς δε βγάζει τα παπούτσια του πριν μπει στο σπίτι! Δηλαδή, φέρνουν μέσα στο σπίτι τη βρωμιά του δρόμου; αναρωτιέται η κοπέλα κι η δούλα της που είναι κι αυτή Kardi κουνάει το κεφάλι της περιφρονητικά.
Θέλω να πω, ότι εδώ σαφώς η Λαρκ παραδίδει μαθήματα κοσμοπλασίας, συνέπειας και αληθοφάνειας, μαθήματα που όλοι ανεξαιρέτως οι συγγραφείς θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτά, είτε γράφουν φανταστικό είτε όχι. Μπορεί το suspension of disbelief που απαιτείται για να μπεις στο πετσί ενός Kardi να είναι μεγαλύτερο απ’ ότι, ας πούμε, για να μπεις στο πετσί του Τζέημς Μποντ ή ακόμα-ακόμα και του Πατούχα, όμως η ικανότητα του συγγραφέα να πείθει γι’ αυτό που ισχυρίζεται είναι εκείνη που ξεχωρίζει τη Λογοτεχνία από τη λογοτεχνία.
Φυσικά, το βιβλίο έχει και τις αδυναμίες του. Πλατειάζει εκεί που δεν πρέπει. Άλλες φορές σου κρατάει κρυφά, πράγματα που είναι οφθαλμοφανή. Για να φτάσει η Λιγεία στο Kardiastan περνάνε οι 100-150 από τις 400 περίπου σελίδες του βιβλίου. Ωστόσο θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο. Αν όχι για τίποτε άλλο, τότε για το ότι σου δίνει τη δυνατότητα να διαβάσεις κάτι κάπως διαφορετικό από το συνηθισμένο, να δεις σε χρήση την τεχνική που θα σε βοηθήσει να γράψεις ένα πολύ καλό βιβλίο αργότερα και ταυτόχρονα να μπεις στο μυαλό κάποιου που δεν είναι ο κλασσικός Άγγλος ή Αμερικανός διάσημος συγγραφέας του φανταστικού.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου