Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Βοχέντα Μίνους-Πρόλογος: Σ' ένα μακρυνό χώρο ή χρόνο

Εντάξει, ξέρω ότι θα σας φανεί μελό, ίσως και εντελώς έξω από τα πραγματικά συναισθήματα ενός άντρα ή από τον τρόπο που σκέφτεται. Αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να δείξω παρά έξω τη Βοχέντα και την ιστορία της, ακόμη κι αν ο τρόπος γραφής μου έχει αλλάξει τα τελευταία 15 χρόνια.

Η θλιμμένη ιστορία της Βοχέντα Μίνους… Την άκουσα ένα βράδυ της εποχής της ξηρασίας, σε μια τρώγλη της πρωτεύουσας Ομός. Μου τη διηγήθηκε ο ίδιος ο πατέρας της, ο Άσντι Μίνους, προστάτης και προστατευόμενος της μαγικής λέξης Ορ, αρχηγός του Μεγάλου Συμβουλίου της Ζήμας. Στο τραπέζι καθόμουν μόνος, πασαλειμμένος με λάσπη στο πρόσωπο, ως αρμόζει στους νόθους και τους καταραμένους. Ξαφνιάστηκα που τον είδα να κάθεται χωρίς ντροπή, μα πιο πολύ ξαφνιάστηκα όταν μου φανέρωσε το πρόσωπό του κάτω από την κουκούλα του μανδύα του.
-Δεν είναι ασφαλές μέρος αυτό για σένα, είπα απλά.
-Ξέρω πράγματα που με προστατεύουν, Νουρ Φατάγια, απάντησε. Αλλιώς τι τύχη νομίζεις θα είχα, αν με έβλεπαν οι πολιτικοί μου αντίπαλοι έστω να κάθομαι δίπλα σε ένα νόθο;
Σιώπησα. Είχα ένα σωρό ερωτήσεις στην άκρη της γλώσσας μου, όμως ένας νόθος απαγορεύεται να κάνει ερωτήσεις.
-Έχω να σε δω δυο χρόνια, είπε. Από τότε που ο προηγούμενος βασιλιάς του Αρίν έχασε τον εναντίον μας πόλεμο, στα σύνορα, στη ζούγκλα του Νταρφ. Είχες πολεμήσει γενναία.
-Είχα πολεμήσει όπως κάθε καταραμένος: ζητώντας το θάνατό μου. Ήταν η τύχη που με κράτησε ζωντανό.
-Όχι. Ήταν το χέρι του Ντιρ, του θεού-Άνδρα. Σε χρειάζομαι, Νουρ Φατάγια και μόνο εσύ μπορείς…
Οι ώμοι του έπεσαν. Εξακολούθησα να σωπαίνω, όμως ένιωσα τη θλίψη του να με κόβει σα λεπίδα, σαν το απόλυτο κενό.
-Έχεις ακούσει για τις κόρες μου; Έχω δύο: την Ανκίς, που το άγγιγμα της ζωντανεύει τα λουλούδια και τη Βοχέντα, που τα μαλλιά της μεγαλώνουν χίλιες φορές πιο γρήγορα από των άλλων ανθρώπων. Είναι και οι δύο εξαιρετικά ευσεβείς και οι θεοί είναι γι’ αυτές μια μεγάλη παρηγοριά από τότε που έχασαν τη μητέρα τους. Πριν από ενάμιση μήνα, η Βοχέντα πήρε την απόφαση να αφιερωθεί στο Ντιρ. Έμεινε δώδεκα μέρες σε ένα ναό του θεού-Άνδρα κι ύστερα έκανε όλες τις τελετές καθαρμού για να μπει στο Μικρό Οίκο των Βασιλέων και να γίνει Μικρή Σύζυγος. Τίποτε, ό,τι κι αν της είπα δεν της άλλαξε γνώμη.
-Ο τίτλος της Μικρής Συζύγου είναι μεγάλη τιμή για ένα κορίτσι, Μίνους, παραξενεύτηκα.
-Το να είσαι γιος του Ρουν Φατάγια, Μεγάλου Συζύγου της θεάς-Γυναίκας, είναι επίσης τιμή, αλλά όπως όλα τα άλλα έχει κι αυτό το τίμημά του.
Δάγκωσα τα χείλη μου, γιατί κι οι νόθοι έχουν καρδιά που κλαίει.
-Πήρα ένα μήνυμα πριν τέσσερις μέρες, συνέχισε ο προστάτης του Ορ με χαμηλή φωνή. Από τον Κολμ Αντόρα, τον τωρινό βασιλιά του Αρίν. Θέλει τη Βοχέντα γυναίκα του. Αν δε γίνει ο γάμος σε εκατό μέρες, θα μας επιτεθεί με τα τρεις χιλιάδες πλοία του αέρα που του χάρισαν οι μάγοι του Πάντον. Του εξήγησα ότι η εκλεκτή του είναι ταγμένη στη θρησκεία, αλλά είπε πως σαν αρχηγός κράτους δεν πρέπει να έχω τέτοιου είδους αναστολές. Νουρ Φατάγια, οι μικρές χερσαίες μας δυνάμεις δεν θα τα βγάλουν πέρα με τη μαγεία των αλλόπιστων. Και όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να πίσω τον Ηγούμενο, τον επικεφαλή των Προσκυνητών να με αφήσει να τη δω έστω μια φορά, ώστε να την πείσω να αφήσει τον Μικρό Οίκο για χάρη του Κολμ Αντόρα.
-Και να ήθελε όμως δε μπορεί να φύγει από το Μικρό Οίκο, είπα. Μόνο όσοι είναι γεννημένοι σ’ αυτόν μπορούν και πάλι μόνο για να περπατήσουν ανάμεσα στους ανθρώπους περιφρονημένοι και καταραμένοι.
Η αναφορά στο εθιμοτυπικό του Μικρού Οίκου με βοήθησε να κρύψω την ταραχή της καρδιάς μου. Ο Κολμ Αντόρα! Ο φίλος μου, που με το κοφτερό του μυαλό και το βαρύ του λεπίδι είχε άξια ανέβει στο θρόνο του Αρίν! Τα πλοία του αέρα, τα ιπτάμενα άρματα που ξόρκια των αρχιμάγων του Πάντον τα έκαναν να διασχίζουν απέραντες εκτάσεις πετώντας σαν πουλιά, μέσα σε ελάχιστο χρόνο! Πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος όπως ο Κολμ Αντόρα να κάνει μια τέτοια κίνηση μικροπρέπειας και πολεμικής λαγνείας;
-Μου φάνηκε πολύ ύποπτη η άρνηση του Ηγούμενου να μη με αφήσει να δω τη Βοχέντα, είπε ο Άσντι Μίνους. Και κατόπιν συζητήσεως με τους γιους και τους βοηθούς μου αποφάσισα να κινηθώ υπογείως. Χρειαζόμουν κάποιον που να ξέρει τα κατατόπια, αλλά να μην τον αναγνωρίζουν οι Μικροί Σύζυγοι. Γι’ αυτό ήρθα σε σένα Νουρ Φατάγια, Ξέρεις τον Μικρό Οίκο όσο κανένας, αφού ήσουν δέκα χρονών όταν σε πήραν από κει. Αλλά κανένας μέσα στο Μικρό Οίκο δε σε ξέρει, αφού το πρόσωπό σου ήταν πάντα καλυμμένο με τη λάσπη του νόθου. Θα σε καθάρω. Θα χαράξω τη μαγική λέξη Ορ στο μέτωπό σου και θα σου δώσω καινούριο όνομα, όπως ορίζει η τελετή. Ύστερα θα μπεις στο Μικρό Οίκο, θα βρεις την κόρη μου και θα της εξηγήσεις την κατάσταση. Θα σε ακολουθήσεις το δίχως άλλο. Τότε το μόνο που θα έχεις να κάνεις είναι να βρεις τρόπο να τη βγάλεις από κει και να την οδηγήσεις στο νυφικό της κρεβάτι. Δε θα ‘ναι δύσκολο για έναν πολεμιστή σαν κι εσένα.
Είχα κοκκινίσει από τα παινέματα του, αλλά ο πυλός στο πρόσωπό μου δεν άφηνε να φανεί η ευχαρίστησή μου.
-Σ’ ευχαριστώ που δε με περιφρονείς και που θες να μου χαρίσεις ένα τόσο εξαίσιο δώρο, του είπα. Όμως με την ευσέβειά της, η κόρη σου δε θα δεχτεί ποτέ να συμπορευτεί με έναν νόθο, ακόμα κι αν αυτός είναι καθαρός από την αμαρτία των γονιών του να τον γεννήσουν ανύπαντροι. Θα είμαι πάντα ένας άτιμος.
-Η κόρη μου είναι παιδί του καθήκοντος. Το μυαλό της κρίνει σωστά ανάμεσα στην πατρίδα και τη θρησκεία. Άλλωστε –κι η φωνή του άλλαξε σ’ έναν ανεξιχνίαστο κι αόριστο ψίθυρο- δε θα είσαι για πολύ ακόμα άτιμος. Όταν η αποστολή σου τελειώσει κι αυτή θα είναι η αμοιβή σου, θα σου δώσω την άλλη μου κόρη την Ανκίς για γυναίκα σου.
Σηκώθηκα κι ήταν πια κι οι δικοί μου ώμοι γυρτοί.
-Κράτα την Ανκίς για τους τιμημένους σου πολεμιστές, Άσντι Μίνους, είπα. Καμιά γυναίκα, όσο κι αν την είχα ανάγκη, δεν θα υπέβαλα σ’ αυτό το μαρτύριο που περνάω τώρα εγώ. Καμιά όσο μισητή κι αν μου ήταν δε θα ανάγκαζα να υποφέρει, διωγμένη από την κοινωνία μας εξαιτίας του γάμου της μαζί μου. Θα το κάνω για την πατρίδα μου και γιατί δεν έχω σκοπό κι ελπίδα άλλη από το θάνατο.
Ο προστάτης του Ορ μου χαμογέλασε κάτω από την κουκούλα του μανδύα του και το χαμόγελό του φάνηκε να μου υπόσχεται μια άλλη ζωή. Και τον ακολούθησα έξω από την τρώγλη, στη σκοτεινή, ξηρή νύχτα της πρωτεύουσας προς ένα απίθανο μέλλον που έγνεφε από το βάθος των ονείρων μου.