Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Dogsland Trilogy - J. M. McDermott

Η φάνταζι τριλογία Dogsland του J. M. McDermott εκδόθηκε αρχικά από την Night Shade Books και όταν εκείνη έκλεισε οριστικά από την Word Horde (που υποψιάζομαι ότι είναι self-publishing). Περιλαμβάνει τα βιβλία Never Knew Another (2011), When We Were Executioners (2012) και We Leave Together (2014). 


Θα ξεκινήσω με το Never Knew Another.

Θα παραθέσω πρώτα το κείμενο του οπισθόφυλλου: 



Fugitive Rachel Nolander is a newcomer to the city of Dogsland, where the rich throw parties and the poor just do whatever they can to scrape by. Supported by her brother Djoss, she hides out in their squalid apartment, living in fear that someday, someone will find out that she is the child of a demon. Corporal Jona Lord Joni is a demon's child too, but instead of living in fear, he keeps his secret and goes about his life as a cocky, self-assured man of the law. The first book in the Dogsland Trilogy, Never Knew Another is the story of how these two outcasts meet.


Απλό έτσι;



Και τώρα διαβάστε, αν έχετε την καλοσύνη, τις πρώτες παραγράφους του βιβλίου: (σε σπόιλερ για όσους θέλουν να φάνε την κατατραπακιά αυθεντική)

My husband and I placed the head from the body we had found upon a rock face at the top of a hill, where the sun and moon would always fall upon it. He had worn the uniform of a king's man in life, but he had demon in his bloodline, and he had stained the earth where he had fallen. My husband and I prayed there, with the head on the stone, to the goddess Erin, and raised our eyes to the sky, to her. We fasted and fasted all day. We drank only water when the moon slipped from behind the clouds. We prayed and prayed. In morning twilight, Erin granted me the vision. I cried out in pain.Where is my body? screamed the skull. Where is Rachel?

He and Rachel were lovers as good as any in the city. She left him. He died chasing her.

I asked my husband if he would die for me. He said no.
Jona would have said the same until the moment he realized what he had done.


Άρπα την στα μούτρα, έτσι; Μετά από αυτό ξέρεις ότι δεν ξέρεις τι πρόκειται να διαβάσεις τελικά. Αν και τα πράγματα έχουν μια ροή, η ροή αυτή είναι μη-γραμμική, παρελθόν, παρόν και διάφορες οπτικές γωνίες, στις οποίες ο υποκειμενισμός είναι αναπόφευκτός. Η ανώνυμη ιέρεια -η οποία παρεμπιπτόντως είναι λυκάνθρωπος σαν τον άντρα της- έχει τη δική της άποψη γύρω από τα γεγονότα, έχει επίσης στο κεφάλι της την άποψη του Τζόνα για τα γεγονότα και τέλος έχει και την άποψη της Ρέιτσελ όπως η Ρέιτσελ την περιέγραψε στον Τζόνα κι όπως τελικά ο Τζόνα τη θυμάται.

Μπέρδεμα. Αλλά ωραίο μπέρδεμα!

Γενικά η ιδέα του βιβλίου είναι να σε κάνει να δεις και τα δύο μέρη της ζυγαριάς και τους κυνηγούς και τους κυνηγημένους. Έχεις από τη μία δύο ανώνυμους λυκάνθρωπους που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να καθαρίσουν ένα "λεκέ" (stain το ονομάζει ο συγγραφέας) από την επιφάνεια της γης. Όποιος έρχεται σε επαφή με δαιμονοσπαρμένους σιγά-σιγά αρρωσταίνει. Τα σωματικά τους υγρά καίνε, καταστρέφουν και μολύνουν ανθρώπους, ζώα, φυτά, ακόμα και το ίδιο το χώμα. Αλλάζουν ρούχα τακτικά, γιατί ο ιδρώτας τους τα τρώει, σαν οξύ. Αν πιεις από το ίδιο ποτήρι σε λίγες μέρες αρρωσταίνεις, σαν από φυματίωση, με εξάντληση και αιμοπτύσεις, που επίσης μολύνουν το χώρο που βρίσκεσαι. Είναι αναγκαίο όπως το βλέπεις ως αναγνώστης, αυτά τα άτομα να καταστρέφονται. 

Κι όμως, οι δύο αυτοί ανώνυμοι κυνηγοί δεν είναι άγιοι. Το ότι είναι λυκάθρωποι δεν τους κάνει λιγότερο Ιεροεξεταστές. Καίνε σπίτια, σκοτώνουν ανθρώπους, καταστρέφουν ζωές. Είναι αδίστακτοι, κι η έλλειψη ενδιασμών σχετικά με την αποστολή τους έρχεται σαν κεραυνός, γιατί τους δείχνει νωρίτερα να φέρονται τρυφερά στους αρρώστους και τους μολυσμένους. Η ζωώδης φύση τους δεν κάνεις τις πράξεις τους λιγότερο σοκαριστικές.



Κι από την άλλη, οι δαιμονοσπαρμένοι δεν είναι φύσει κακοί, τουλάχιστον όχι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Ο Τζόνα έγινε king's man, ένα είδος στρατιωτικού/αστυνομικού, για να μπορεί να κυκλοφορεί χωρίς τον αγγίζει κανείς. Η μητέρα του είναι ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που βγάζει το ψωμί της ως μοδίστρα κι ένα από τα άγχη της είναι να του έχει έτοιμες ραμμένες ολόιδιες στολές για να πετάει τις παλιές όταν ο ιδρώτας του τις καίει. Όταν κάποιος βλέπει κάτι, άσχετα με το αν το συνειδητοποιεί ότι προέρχεται από δαιμονοσπαρμένο, ο Τζόνα φροντίζει να του δώσει να πιει από το ποτήρι του, ή τον φτύνει στα μούτρα ή απλά και καθαρά τον σκοτώνει. Είναι θέμα επιβίωσης. Κι ύστερα γίνεται και θέμα μοναξιάς.


Γενικά, η παλάντζα είναι ισορροπημένη με επισφαλή ισορροπία. Ανά πάσα στιγμή, μπορεί να γύρει προς τα δω ή προς τα κεί, όμως ο McDermott καταφέρνει -ο άτιμος!- να την κρατάει εκεί στο σημείο ισορροπίας της, να μην γέρνει η συμπάθεια ποτέ προς τη μεριά των δαιμόνων ή προς τη μεριά των διωκτών τους.

Σε αυτό προσθέστε παρακαλώ ότι το βιβλίο δεν είναι και κρύσταλλο από πλευράς editing. Υπάρχουν γραμματικά λάθη (εγώ τα ψυλλιάστικα, γιατί δεν το έχω και πολύ με τα αγγλικά, τελικά, αλλά όλο το ίντερνετ βουίζει σχετικά), κενά κι ίσως και επαναλήψεις κάποιες φορές.


Tο δεύτερο βιβλίο, το When We Were Executioners...

Είναι απίστευτο βιβλίο. Απίστευτο. Απίστευτη κι η σειρά, να σε κάνει να παρακαλάς το τρίτο να είναι ισάξιο των δύο πρώτων. Αν και το When We Were Executioners έχει ένα πρόβλημα σε σχέση με το Never Knew Another: πολλές φορές ξεχνάμε την οπτική γωνία των Walkers, ξεχνάμε πως ό,τι βλέπουμε, ό,τι γνωρίζουμε είναι μέσα από τα δικά τους μάτια. Στο πρώτο αυτό δεν το ξεχνούσες ποτέ. Κι ήταν το ωραιότερο κομμάτι του βιβλίου. 

Από την άλλη, ενώ στο πρώτο υπήρχε μια τραμπάλα που πήγαινε μια από 'δω (οι δαιμονοσπαρμένοι είναι καλοί) και μια από κει (οι Walkers είναι καλοί), εδώ η τραμπάλα είναι ολόκληρη βουτηγμένη στη λάσπη κι απλά τσαλαβουτάς. Οι περιγραφές της φτωχογειτονιάς, της κατάντιας και της σήψης, των ναρκωτικών (ανατριχιαστικές οι σκηνές με τα πρεζάκια), της ξεφτίλας των πλουσίων, της ωμότητας των μπάτσων, είναι τόσο λεπτομερείς, με τόσο γλαφυρό και στεγνό τρόπο απεικονισμένες που νιώθεις να πιάνεται η καρδιά σου, δε θες να συνεχίσεις να διαβάζεις και θες να συνεχίσεις να διαβάζεις. Και δεν ξεχνάς ούτε μια στιγμή τι θα γίνει στο τέλος, γιατί ο μάγκας ο συγγραφέας στο έχει ήδη πει από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη γραμμή του πρώτου βιβλίου!

Είναι ένα απίστευτο βιβλίο, απίστευτο. πραγματικά συγκλονιστικό, να σε κάνει να κλαις μέσα στο λεωφορείο σα μικρό παιδί. Αγόρασα το τρίτο βιβλίο και δε διάβασα καν το οπισθόφυλλο όταν το έπιασα στα χέρια μου, να μην έχω ιδέα τι πρόκειται να δω, να το απολαύσω ωμό και αραφινάριστο. Αγωνιούσα να θα το έκλεισε τόσο καταπληκτικά όσο το είχε ξεκινήσει και συνεχίσει.



Κι όταν ήρθε η στιγμή για το τρίτο, το We Leave Together και κατάλαβα ότι ο τίτλος είναι πιο δραματικός απ' όσο χωράει ο νους, κι όταν κατάλαβα ότι τίποτε δεν είχε σημασία, ούτε το τώρα ούτε το τότε, κι όταν πλησίαζε και πλησίαζε η ώρα του Jona να πεθάνει και δεν έφτανε τόσο γρήγορα όσο θα ήθελα και ταυτόχρονα ευχόμουν να μη φτάσει ποτέ, τόσο αποφάσιζα ότι ίσως να είναι η πιο συγκλονιστική σειρά βιβλίων που έχω διαβάσει ποτέ, πιο συγκλονιστική κι από τους Macht του Paul Kearney, πιο συγκλονιστική κι από το Song of Ice and Fire του G.R.R. Martin, πιο συγκλονιστική ακόμη κι από βιβλία που αγαπούσα όταν ήμουν παιδί, τον Κόναν, τον Τζον Κάρτερ, το Λόρδο Ντάνσανυ. Συγκλονιστική, σκοτεινή, λατρεμένη.